Ο γάμος στην Οθωμανική Κρήτη
Στο δεύτερο μισό του 17ου αι., μετά από ένα μακροχρόνιο πόλεμο, η κοινωνία της Κρήτης έπρεπε να ανασυνταχθεί.
Η ζωή των ανθρώπων που είχαν μάθει να συμβιώνουν με τους προηγούμενους κατακτητές του νησιού, τους Βενετούς, αλλάζει. Τώρα πρέπει να αλλάξουν συνήθειες για να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες.
Το νησί βρισκόταν υπό νέο καθεστώς, οπότε ένας από τους τρόπους να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα ήταν οι γάμοι ανάμεσα σε παλαιούς αλλά και νέους κατοίκους. Ο γάμος άλλωστε ήταν ένα κοινωνικό γεγονός, που σκοπό είχε την κοινωνική και κατ’ επέκταση την οικονομική σταθερότητα του τόπου.
O γάμος, παρά την προίκα και τους όρκους αγάπης, συχνά δεν ήταν επιτυχημένος και τα ζευγάρια οδηγούνταν στο διαζύγιο. Εκείνα τα χρόνια βέβαια, οι άνθρωποι δεν χώριζαν εύκολα. Συχνά οι κοινωνικές συμβάσεις και άλλα θεσμικά εμπόδια απέτρεπαν τον χωρισμό.
Ωστόσο, το διαζύγιο δινόταν πολύ πιο εύκολα στη μουσουλμανική περίπτωση από ό,τι στην ορθόδοξη.
Στον Ισλαμικό Νόμο ο γάμος δεν είναι μια θρησκευτική τελετή. Έχει σκοπό να διαφυλάξει την τάξη στην κοινωνία χωρίς τη θρησκευτική ευλογία, όπως συμβαίνει στη χριστιανική θρησκεία.
Εδώ δεν ισχύει το « Ούς ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω».
Η ένωση ενός ζευγαριού πραγματοποιείται με τη μορφή συμβολαίου (nikah).
Ο Ιερός Νόμος έμοιαζε ορισμένες φορές προνομιακός για τους ζιμμήδες (μη μουσουλμάνους), όποτε αυτοί προσερχόταν στον καδή.
Το Ιεροδικείο ήταν ανοικτό σε όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εδώ καταχωρούνταν γαμήλια συμβόλαια, διαζύγια, αγοραπωλησίες, εξισλαμισμοί, δωρεές, συνάψεις δανείων κλπ. Οι γυναίκες δεν αντιμετώπιζαν κανένα πρόβλημα στη δικαστική διεκδίκηση.
Για την ορθόδοξη εκκλησία η ένωση δυο ανθρώπων με τα δεσμά του γάμου είναι ένα από τα ιερότερα μυστήρια, το οποίο πραγματοποιείται σύμφωνα με αυστηρά καθορισμένους κανόνες και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Απαγορεύει τον γάμο μεταξύ συγγενών μέχρι και εβδόμου βαθμού, καθώς επίσης και μεταξύ ανθρώπων που έχουν αποκτήσει πνευματική συγγένεια (μέσω βάφτισης). Το ισλάμ απαγορεύει τον γάμο μεταξύ συγγενών έως τρίτου βαθμού.
Ο ντόπιος πληθυσμός της Κρήτης εκμεταλλεύτηκε τους ευνοϊκούς όρους που ίσχυσαν τις πρώτες δεκαετίες της οθωμανικής κατάκτησης, καθώς επίσης και τα δικαιώματα που τους αναγνώρισε η οθωμανική δικαιοσύνη, δείχνοντας ενδιαφέρον για το ισλαμικό οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο.
Στις σύντομες καταχωρήσεις των γάμων στο κατάστιχο, συνήθως καταγράφονταν τα ατομικά στοιχεία των μελλόνυμφων, καθώς και των πληρεξούσιων και κηδεμόνων τους, και το ποσό της γαμήλιας μη προκαταβαλλόμενης δωρεάς.
Το ποσό της μη προκαταβαλλόμενης δωρεάς, γνωστό ως καπίνι, θα περιέρχονταν στην πλήρη κατοχή της γυναίκας σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου του συζύγου. Η καταγραφή του ποσού αυτού θα διασφάλιζε τη μεταβίβασή του στη γυναίκα.
Πριν όμως από τη μη προκαταβαλλόμενη δωρεά, στη σύναψη του γάμου, ο σύζυγος παρέδιδε στη νύφη το mehr, την προκαταβαλλόμενη δωρεά που μπορούσε να είναι και χρήματα, αλλά και υλικά αγαθά. Και τα δυο δοσίματα περνούσαν στην κυριότητα της συζύγου και κανείς δεν μπορούσε να της τα στερήσει.
Το mehr δεν αναγράφεται σε γαμήλια συμβόλαια, ίσως γιατί είχε ήδη δοθεί.
Σύμφωνα με τη Σοφία Λαΐου, ο άνδρας πληρώνοντας την προίκα mehr, αποκτούσε την ιδιοκτησία των γεννητικών μερών της γυναίκας, ενώ η υποχρέωσή του να διατηρήσει τη «ναφάκα» (διατροφή) της μέσα στο γάμο, του έδινε το δικαίωμα να την κρατήσει κοινωνικά περιορισμένη.
Στην πραγματικότητα, η πληρωμή του mehr και της nafaka είχαν τον ίδιο σκοπό: να εξασφαλίσουν το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα στον άντρα να έχει σεξουαλική επαφή με τη σύζυγό του.
Η γαμήλια μη προκαταβαλλόμενη δωρεά, που υπήρχε και στους ορθόδοξους γάμους, ήταν ένας ακόμη λόγος προσφυγής των χριστιανών στον καδή. Ίσως να είχε προηγηθεί θρησκευτικός γάμος πριν την καταγραφή στο Ιεροδικείο. Το σίγουρο είναι πως αυτή η καταγραφή έδινε στη χριστιανή νύφη προνόμια που θα στερούταν με έναν αμιγώς χριστιανικό γάμο.
Η επίσημη καταγραφή του γάμου θα λειτουργούσε ως απόδειξη για μελλοντικές διενέξεις μεταξύ των συζύγων, ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου αμφισβητούνταν εκ μέρους του συζύγου, η σύναψη του γαμήλιου συμβολαίου και των οικονομικών υποχρεώσεων που το συνόδευαν.
Έγγραφα ιεροδικείου
Το αρχειακό υλικό από ιεροδικαστικούς κώδικες αποτελεί εξαίρετη πηγή μελέτης στο επίπεδο που λέμε «μικροϊστορία».
Μας δίνει πληροφορίες για ένα τόπο ή μια κοινωνική ομάδα μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Από τις διάφορες περιπτώσεις που έχουν καταχωρηθεί, έρχονται στο φως στοιχεία για ζητήματα προσωπικής, οικογενειακής, επαγγελματικής, θρησκευτικής, κοινωνικής και διοικητικής φύσης.
Στο Ιεροδικείο μπορούσε να συμφωνηθεί ένας γάμος ή ένα διαζύγιο εύκολα και άμεσα, σύμφωνα με όσα όριζε ο ιερός ισλαμικός νόμος, σε αντίθεση με τους περιορισμούς και την αυστηρότητα της ορθόδοξης εκκλησίας.
Ένας επιπλέον λόγος για την επιλογή του δικαστηρίου του καδή ήταν τα χαμηλότερα δικαστικά τέλη για την εκδίκαση μιας υπόθεσης και την καταχώρησή της στα επίσημα κατάστιχα.
Οι γυναίκες προσέφευγαν στο Ιεροδικείο για να καταγράψουν τις συναλλαγές στην ακίνητη περιουσία, για να διευθετήσουν αντιδικίες σχετικές με την ιδιοκτησία, τα κληρονομικά δικαιώματα, για να καταγράψουν το γαμήλιο συμβόλαιο ή το διαζύγιό τους.
Συμβόλαια γάμου μεταξύ μουσουλμάνου και χριστιανής απαντώνται στα σωζόμενα («Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης, αρ. εγγρ. 10) μεταξύ μουσουλμάνου και χριστιανής, λίγα χρόνια μετά την κατάκτηση, το 1657.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων που ο γαμπρός ήταν μουσουλμάνος, πιθανόν επρόκειτο περί εξισλαμισμένου χριστιανού.
Το διαζύγιο στο ισλαμικό δίκαιο

Οι γυναίκες, χριστιανές και μουσουλμάνες, δεν δίσταζαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που τους αναγνώριζε ο μουσουλμανικός νόμος αναφορικά με το οικογενειακό δίκαιο.
Το Κοράνι περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαζευγμένων συζύγων, ενώ παράλληλα παροτρύνει τα ζευγάρια, πριν δώσουν οριστικό τέλος στον γαμήλιο δεσμό τους, να προσπαθήσουν να σώσουν το γάμο και την οικογένειά τους επιλύοντας τις προσωπικές τους διαφορές και ασυμφωνίες.
Ο λόγος που οι γυναίκες επεδίωκαν την καταχώρηση του διαζυγίου τους, ήταν για να λάβουν επίσημο έγγραφο που να επιβεβαιώνει την οικογενειακή τους κατάσταση, ότι δηλαδή ήταν ελεύθερες να συνάψουν νέο γάμο.
Το διαζύγιο talaq
Ο Ιερός Νόμος προέβλεπε την έκδοση διαζυγίου εφόσον το επιθυμούσε ο σύζυγος. Πρόκειται για το διαζύγιο talaq. Σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν απαραίτητο η γυναίκα να δώσει την συγκατάθεσή της, ούτε ήταν υποχρεωτική η καταγραφή στο Ιεροδικείο.
Το Κοράνι ορίζει ως μόνη προϋπόθεση για την εγκυρότητά του την ύπαρξη δύο μαρτύρων τη στιγμή της αποκήρυξης της συζύγου.
Στην Οθωμανική Κρήτη η λύση ενός γάμου δεν ήταν σπάνια. Απλά τα περισσότερα διαζύγια θα ήταν ταλάκ και δεν καταγράφηκαν. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι οποιαδήποτε εκτίμηση σε αριθμούς ή ποσοστά θα ήταν παρακινδυνευμένη.
Οι Οθωμανοί υπήκοοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να προσέρχονται στο Ιεροδικείο, καθώς υπήρχε η πρόβλεψη του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Για ένα γάμο ή ένα διαζύγιο, που δεν άγγιζαν τα όρια δικαστικής διαμάχης, ήταν λιγότερο απαραίτητη η παρουσία στον καδή και η καταγραφή τους.
Μετά από κάθε είδος διαζυγίου, υπήρχε μια περίοδος που η γυναίκα όφειλε να παραμείνει άγαμη – για τρείς μήνες ή για διάρκεια τριών εμμήνων ρύσεων- κυρίως για να αποφευχθεί πιθανότητα εγκυμοσύνης. Και ακόμη για να έχει το ζευγάρι και ιδιαίτερα ο σύζυγος τον απαιτούμενο χρόνο για να σκεφτεί ψυχραιμότερα την απόφασή του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αποχής, υπήρχε η δυνατότητα να ανακαλέσει ο σύζυγος την επιθυμία του για διαζύγιο.
Εάν όμως ο σύζυγος ανακαλέσει το διαζύγιο αφού έχει λήξει η περίοδος αποχής, τότε είναι υποχρεωμένος να συνάψει νέο γαμήλιο συμβόλαιο ή να ανανεώσει το γάμο του ορίζοντας νέα γαμήλια προσφορά.
Για όσο διαρκεί αυτή η περίοδος αποχής (iddet), η γυναίκα έχει πλήρες δικαίωμα στις οικονομικές παροχές που προκύπτουν από το διαζύγιο ταλάκ, δηλαδή τη διατροφή, την ένδυση και τη στέγαση, καθώς και την καταβολή της γαμήλιας μη προκαταβαλλόμενης προσφοράς της.
Για μια διαζευγμένη γυναίκα που είναι ήδη έγκυος, η περίοδος αποχής εκτείνεται μέχρι τη στιγμή της γέννας.
Οι κανόνες είναι πιο αυστηροί για τις χήρες. Στην περίπτωση θανάτου του συζύγου, το ιντέτ τηρείται με την ίδια αυστηρότητα, όχι μόνο για να εξακριβωθεί πιθανή εγκυμοσύνη, αλλά και ως ένδειξη πένθους και σεβασμού στη μνήμη του νεκρού.
Η περίοδος αποχής που πρέπει να τηρήσουν οι χήρες , όπως αναφέρει το Κοράνι, είναι τέσσερις μήνες και δέκα μέρες. Δηλαδή στο διάστημα αποχής προστίθεται το διάστημα πένθους των 40 ημερών. Οι έγκυες χήρες οφείλουν να παραμείνουν σε κατάσταση αποχής μέχρι να γεννήσουν.
Στη διάρκεια της περιόδου αποχής, ο σύζυγος είναι υποχρεωμένος να παρέχει στην τέως γυναίκα του διατροφή, ένδυση και έξοδα για την ιατρική της φροντίδα. Οι έγκυες συνεχίζουν να λαμβάνουν τη διατροφή μέχρι να γεννήσουν.
Ο σύζυγος δεν έχει δικαίωμα να διώξει από το σπίτι τη γυναίκα που χώρισε, μέχρι την ολοκλήρωση του ιντέτ της. Αν είναι έγκυος, δεν μπορεί να την απομακρύνει μέχρι να γεννήσει.
Μετά τη λήξη της περιόδου αποχής, η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη, αν δεν το έχει κάνει ήδη, και είναι ελεύθερη να συνάψει νέο γάμο με άλλον άντρα.
Το διαζύγιο hul
Πρόκειται για διαζύγιο με πρωτοβουλία της γυναίκας. Σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο, η γυναίκα έχει το δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο, για λόγους ασθενείας ή ανικανότητας.
Στα διαζύγια ταλάκ προβλεπόταν η αποζημίωση της γυναίκας, ωστόσο στα διαζύγια χούλ, όφειλε να αποζημιωθεί και ο άντρας. Πιθανόν οι φορές που μια γυναίκα παραιτούταν από τα δοσίματα και τα έξοδα στέγασης και διατροφής, που δικαιούταν μετά το διαζύγιο, να ήταν ο τρόπος να αποζημιώσει τον άντρα της.
Διαζύγιο με δικαστική απόφαση
Υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις που το διαζύγιο δεν προέκυπτε από πρωτοβουλία του συζύγου ή την συναίνεση των δυο συζύγων. Μια γυναίκα κατέφευγε στο Ιεροδικείο με ορισμένες απαιτήσεις που τελικά οδήγησαν σε διαζύγιο.
Μια γυναίκα μπορούσε να ζητήσει τη διάλυση ενός γάμου αν είχε παντρευτεί ανήλικη. Ο εξισλαμισμός μιας γυναίκας ήταν επίσης λόγος να διαζευχθεί ένα ζευγάρι.
Το δικαστήριο έδινε περιθώριο στη σύζυγο να εξισλαμιστεί, σε περίπτωση που αρνιόταν, εκδιδόταν διαζύγιο. Είναι πολύ πιθανό, γυναίκες να προσχώρησαν στο ισλάμ, ακριβώς για να διαλυθεί ο γάμος τους.
Η Εκκλησία ήταν αυστηρή με το θέμα διαζυγίου. Κατά την οθωμανική περίοδο προσπάθησε να αντιδράσει στα διαζύγια και κυρίως στην προσφυγή των ορθοδόξων στον καδή για την έκδοσή τους. Οι απειλές για αφορισμό δεν είχαν αποτέλεσμα.
Παραδείγματα πρακτικών διαζυγίου στο διαμέρισμα του Ρεθύμνου κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης
1) Διάλυσις γάμου Χριστιανής μετά Τούρκου
Τ.Α.Η. Κωδ. 1 (Μεταφράσεις Τουρκικών Εγγράφων υπό Νικ. Κ. Σταυρινίδη τ. Α’)
1 Ιουλίου 1658
Η φόρου υποτελής Εργίνα, κάτοικος του χωρίου Άγιος Ανδρέας Ρεθύμνης προσελθούσα ενώπιον του Ιεροδικαστικού τούτου Συμβουλίου κατέθεσεν οικειοθελώς επί παρουσία του συζύγου της Μεχμέτ Μπεσέ τα εξής:
Υπό τον όρον παραιτήσεως από τα είκοσι γρόσια της γαμηλίου δωρεάς μου, των εξόδων διατροφής μου και των εξόδων στεγάσεώς μου, διέλυσα τον μετά του ειρημένου Μεχμέτ Μπεσέ γάμον μου. Ούτος ομοίως απεδέχθη την διάλυσιν ταύτην και εις αντίκρυσμα μοι έδωσε πέντε μουζούρια κριθήν, έμ μουζούρι κουκιά, δέκα κεφάλια τυρόν, πέντε αίγας, πέντε πρόβατα και λοιπά χρειώδη οικιακής φύσεως, άτινα παρέλαβον άπαντα και ούτως εξοφλήσαμεν έκαστος τας συζυγικάς προς αλλήλους υποχρεώσεις μας. Από σήμερον και εφεξής ουδεμίαν έχω απαίτησιν παρά του ειρημένου Μεχμέτ Μπεσέ
Επικυρωθέντα ιεροδικαστικώς πάντα ταύτα, κατεγράφησαν τη αιτήσει των ώδε αρχάς του μηνός Σεβάλ του έτους 1608 (1658). Οι Μάρτυρες κλπ.
2) Δήλωσις διαζυγίου
Τ.Α.Η. Κωδ. 1 σελ. 45 (Ν. Σταυρινίδη, Μεταφράσεις Τουρκικών εγγράφων Τόμος Α’)
28 Αυγούστου1658
Προσήλθον οι Γεώργιος, υιός Πέρου, Γεώργιος, υιός Εμμανουήλ, Κωνσταντίνος υιός Ανδρέα, φόρου υποτελείς, κάτοικοι του χωρίου Χρωμοναστήρι, και κατέθεσαν ότι ο Αβάζ, υιός Αβδουλλάχ, νέος μουσουλμάνος, διεζεύχθη προς μηνός την Μαρίαν, θυγατέραν Μιχαήλ, από το χωρίον Χρωμοναστήρι.
Εάν δεν παρέλθουν τρείς μήναι και δέκα ημέραι, δεν δύναται να συνάψη αύτη δεύτερον γάμον
3) Λύσις του γάμου της Αισές
6 Οκτωβρίου 1657. (Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης 17ος-18ος αι. επιμ. Γιάννη Παπιομύτογλού Ρέθυμνο 1995, αρ. εγγρ. 55)
Εκ των κατοίκων του χωρίου Καρέ η τέως χριστιανή Αισέ δούλη του Θεού προσελθούσα ενώπιον του ιεροδικαστηρίου ανέφερε τα εξής:
«Προ έξ μηνών ο σύζυγός μου τέως χριστιανός Χασάν δούλος του Θεού, προκειμένου να αναχωρήση εις την Κωνσταντινούπολιν μου επλήρωσεν το καπίνι μου, το οποίον είχεν ορισθή εις 15 ριάλια και τρία μουζούρια στάρι και με διεζεύχθη, ενώπιον μαρτύρων. Ζητώ να ερωτηθούν οι τότε παρόντες μάρτυρες»
Παρόντες ευρίσκονται οι εκ των κατοίκων του ιδίου χωρίου, Χασάν, Μεχμέτ, Αχμέτ και Αλή δούλοι του Θεού. Ορκισθέντες καταθέτουν τα εξής:
«Ο Χασάν ο απουσιάζων, προκειμένου να αναχωρήση εις την Κωνσταντινούπολιν μας εκάλεσεν εις το σπίτι του και έδωκεν ενώπιόν μας την αξίαν του καπινίου το οποίον είχεν ορίσει εις την Αισέν 15 ριάλια. Και το στάρι το οποίον είχεν ορισθή ανέθεσεν εις τον εκ των κατοίκων του ιδίου χωρίου τον Αγάν του χωρίου Καρέ Χακή του Σεφκή, ο οποίος ανέλαβε να το παραδώση. Και έσχισεν ενώπιόν μας το συμβόλαιον του γάμου. Ημείς τούτο γνωρίζομεν και τούτο μαρτυρούμεν»
Μετά την νόμιμον κατάθεσιν των μαρτύρων η λύσις του γάμου καταχωρείται ενταύθα.
Ο Ιεροδίκης
Χατζή Μουσταφά Εφένδης
4) Καταχώρηση διαζυγίου Χριστιανών
22 Μαίου 1709 (Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης 17ος-18ος αι. επιμ. Γιάννη Παπιομύτογλου Ρέθυμνο 1995, αρ. εγγρ. 157)
Σήμερον την 22 Μαΐου 1121 (1709) ο Αντώνιος υιός του Παπατζανή εχώρισε την σύζυγόν του Ειρήνην, θυγατέρα του Δημητρίου Μηναδάκι χριστιανή και η πράξις αύτη πρωτοκολλάται ενταύθα.
Ο Ιεροδίκης
Μουλά Μαχμούτ του Σουλευμάν

