Ο Σπύρος Τ. Λίτινας, είχε, εκτός των άλλων και πολλών αρετών του, το θάρρος της γνώμης του να επισημαίνει και να καταγγέλλει ακόμα τα κακώς κείμενα.
Να υπενθυμίσουμε ότι δεν δίστασε μόλις είδε τους ναζί να ταλαιπωρούν έναν πατριώτη τον δικηγόρο Ιωσήφ Μανουσέλη, να πλησιάσει και να τους φωνάξει με τα άπταιστα Γερμανικά του «Τι είναι αυτά που κάνετε; Εγώ έχω σπουδάσει στη χώρα σας τη Γερμανία και αλλιώς σας ήξερα».
Είχε το κουράγιο να ελέγξει τον κατακτητή την ώρα που κροτάλιζε το πολυβόλο στην άμμο των Μισιρίων.
Δεν δίστασε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του για να σώσει πατριώτες όταν τον υποχρέωσαν να κάνει χρέη μεταφραστή στη Γκεστάπο.
Ο Σπύρος Λίτινας δεν σταμάτησε μέχρι το τέλος της ζωής του μέσα από τα βιβλία του να επισημαίνει σφάλματα της διοίκησης με μοναδικό στόχο να μην επαναληφθούν. Είτε αρθρογραφώντας προσπαθούσε να ανακόψει κάθε επιχείρηση που απειλούσε την αισθητική της πόλης. Αφήνουμε τώρα ότι δεν κρατούσε και τη γλώσσα του δοθείσης ευκαιρίας να ζητήσει εξηγήσεις από τους αρμοδίους για το ζήτημα που τον ενόχλησε.
Από τα θέματα που τον είχαν απασχολήσει ιδιαίτερα ήταν η κατεδάφιση του βενετσιάνικου ρολογιού. Φαντάζομαι πόσο θα χαιρόταν αν γνώριζε την ομάδα των νέων και εκλεκτών συμπολιτών μας που έχουν συγκροτήσει ομάδα δράσης με σκοπό την ανακατασκευή του Ενετικού ρολογιού στο Ρέθυμνο, από το 2008 με ψυχή της ομάδας τον κ. Νίκο Δασκαλάκη Πολιτικό Μηχανικό. Το θέμα του ρολογιού απασχόλησε και παλαιότερα κάθε ευαίσθητο στις παραδόσεις αυτού του τόπου συμπολίτη.
Ίσως στην αρχή να μην είχαν συνειδητοποιήσει οι Ρεθεμνιώτες πόσο άστοχη ήταν αυτή η απόφαση. Έφταιγε και το γεγονός ότι έλειπαν οι συμπολίτες που θα έβαζαν τον εαυτό τους ασπίδα για να προστατεύσουν το μνημείο αυτό. Δεν είναι τυχαίο αυτό που αναφέρει ο αείμνηστος Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» ότι αν ήταν στη ζωή ο Εμμανουήλ Καούνης δεν θα επέτρεπε ποτέ την κατεδάφιση του βενετσιάνικου ρολογιού.
Μια κατάθεση οργής στο βιβλίο του «Τα ανάλεκτα»
Γράφει για το θέμα αυτό ο Σπύρος Λίτινας στο βιβλίο του «Τα Ατελεύτητα» (1996):
«Την θλιβερή αυτή ιστορία για μας τους Ρεθεμνιώτες που αφορά το Ρολόι, ανακίνησε και αναχούμισε ο συμπολίτης γιατρός λογοτέχνης κ. Νικόλας Α. Κοκονάς, με το περισπούδαστο βιβλίο του «Το Βενετσιάνικο ΡΟΛΟΙ του Ρεθέμνους».
Θλιβεράν αληθινά ιστορία για μας τους ανθρώπους αυτούς της Πολιτείας των Γραμμάτων του Ρεθέμνου μας, που θα αποτελέσει αληθινά κάρφος και στίγμα στη θρυλούμενη μεγαλοσύνη του στα Γράμματα. Για την πανάθλια συμπεριφορά μας να το κατεδαφίσουμε το σπουδαίο αυτό στολίδι και κόσμημα και γνώρισμα του Ρεθύμνου μας.
Ο κ. Κοκονάς ενέσκηψε στο θέμα αυτό του περιβόητου αυτού ρολογιού μας ακάθεκτος να το περιγράψει να το διαλευκάνει να το αναστήσει. Είναι τα μάλα αξιέπαινος γιατί όσα γι’ αυτό έγραψε τα παρουσιάζει όχι μόνο στη γλώσσα μας, την ελληνική, αλλά και στα αγγλικά και στα γερμανικά με αξιώσεις όχι πια δημοσιογραφικής αλλά και επιστημονικής πληρότητας και αρτιότητας. Τύφλα να ‘χουν μηχανικοί και αρχιτέκτονες και τοπογράφοι και ιστοριοδίφες. Και με φωτογραφίες άφθονες σχετικές και για το Ρέθεμνός μας.
Για τη μετριότητά μου εμένα το Ρολόι αυτό ήταν πάντοτε ένα πράγμα μυστηριώδες. Από τα παιδικάτα μου χρόνια είχα μανία να το περιεργάζομαι. Δεν επερνούσα από εκεί χωρίς να σταματώ να το κοιτάζω.
Από μικρό παιδί που ήμουν. Το έβλεπα όπως εξείχε με τα χοντρά πελέκια του τα προεξέχοντα αγκωνάρια του, από τα πρόσθετα νεώτερα κατασκευάσματα επάνω του και γύρω του. Το έβλεπα σαν ένα αλλόκοτο πράγμα. Το έβλεπα και θαύμαζα πώς να είναι, πώς να ήταν αυτό το κουτσοτρουλισμένο ογκωδέστατο κατασκεύασμα Ρολόι. Αφού τίποτε δεν το έδειχνε. Και ο διαφαινόμενος αμυδρά κύκλος επάνω ψηλά, ήταν μαδημένος και ξεθωριασμένος «λικωμένος» με τον κρητικό μας παραστατικό χαρακτηρισμό. Κι όταν εχάλασαν και αφαίρεσαν αυτά τα πρόσθετα γύρω του κτίσματα κατά το έτος 1939, μου άρεσε να περνώ από κάτω από τις καμάρες του, να τις μετρώ και να τις διασκελίζω. Το ίδιο επερνούσαν και οι άλλοι, και τα τροχοφόρα. Από κάτω του. Και τους εξυπηρετούσε όλους το δυστυχισμένο.
Και ήρθεν αυτή η καταραμένη δικαιολογία ότι εμποδίζει την κυκλοφορία και πρέπει να το χάλασωμεν.
Πράγμα το οποίον (κακούργημα) κατά του Ρεθέμνους, ευρέθηκαν συμπολίτες από Δημοτικό Συμβούλιο, να το πραγματοποιήσουν, ενώ είχε κηρυχθεί «διατηρητέο» μνημείο.
Κι όσον αφορά εμένα δεν είχα πάρει χαμπάρι τι εβυσοδομείτο και τι εσχεδιάζετο. Αργά αντιλήφθηκα τα γινόμενα. Κατόπιν εορτής, όταν πλέον δεν είχα χρόνο να αντιδράσω…».
Αυτά αναφέρει με πόνο ψυχής ο Σπύρος Τ. Λίτινας για το ρολόι και λυπάται που δεν κατάφερε να αντιδράσει όπως είχε κάνει με τον Άγιο Φραγκίσκο…
Η παρέμβαση για τον Άγιο Φραγκίσκο
Πράγματι όπως μαρτυρούν οι γραφές και στο σημαντικό αυτό μνημείο της πόλης επρόκειτο να γίνει μια βεβήλωση που απέτρεψε ο λόγιος συμπολίτης.
Έγκαιρα ευτυχώς είχε διαπιστώσει ότι γίνονται παρεμβάσεις στην αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου προκειμένου να στεγαστούν εκεί τα αθλητικά σωματεία.
Πήγε επί τόπου, βεβαιώθηκε και χωρίς να χάσει καιρό έγραψε ένα πύρινο άρθρο στην «Κρητική Επιθεώρηση» με αποκαλυπτικά στοιχεία απαιτώντας την επέμβαση κάθε αρμόδιας αρχής.
Το άρθρο του δεν άφησε αδιάφορο τον Εισαγγελέα Γεώργιο Γιαννακόπουλο, που έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον λόγιο Σπύρο Τ. Λίτινα. Γνώριζε ότι ποτέ δεν θα έκανε θέμα για το τίποτα. Και με απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση του αρθρογράφου διέκοψε τις εργασίες.
Έτσι σώθηκε το ξύλινο βενετσιάνικο μεσοπάτωμα, που λόγω της πολυκαιρίας είχε αποσαθρωθεί και δεν έγινε το τσιμεντένιο με πλάκα μεσόροφο πατάρι που είχαν προγραμματίσει.
Στο γκρέμισμα του ρολογιού ο Σπύρος Λίτινας έτυχε να γίνει ακούσιος μάρτυρας. Περνούσε τυχαία την ώρα που το χαλούσαν. Έφριξε …Και πώς να σταματήσει εκείνο το μικρό πλήθος των εργατών που δούλευε πυρετωδώς. Για πρώτη φορά σε παρόμοια διαδικασία είχαν τοποθετηθεί τόσοι εργάτες. Σαν να περίμεναν οι έχοντες δώσει την εντολή τις αντιδράσεις κι έσπευδαν να προλάβουν την κατεδάφιση πριν ξεσπάσει θύελλα.
Για κακή του τύχη την ώρα που ο Σπύρος Τ. Λίτινας έβραζε από την οργή παρακολουθώντας ανήμπορος να παρέμβει την κατεδάφιση, περνούσε από το σημείο ο τότε δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης.
Κι όπως ήταν φυσικό δέχτηκε το ξέσπασμα του λόγιου συμπολίτη:
– Τι είναι αυτά που κάνετε κ. Τίτο του φώναζε με όλη του την δύναμη Εγκληματείτε… Εγκληματείτε.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του Πετυχάκη που δεν ήξερε τι να απαντήσει στον οργισμένο Λίτινα. Κάποια στιγμή, ψελλίζοντας αφού κι ο ίδιος καταλάβαινε πόσο αστείο ήταν το επιχείρημά του απάντησε:
– Αμε τι να κάνωμεν; Να τ’ αφήσωμεν αυτό το ρολόι και να ‘ρθουν μεθαύριο οι Ιταλιάνοι να λένε πως ο τόπος μας είναι δικός τους;
Έμεινε αποσβολωμένος να τον κοιτά ο Λίτινας. Με αυτό το επιχείρημα λοιπόν συναίνεσε το δημοτικό συμβούλιο στο γκρέμισμα του ρολογιού; Σε αναφορά που κάνει στο βιβλίο του «Τα ατελεύτητα» με αφορμή την έκδοση του Νίκου Κοκονά για το ρολόι, εκφράζει την απογοήτευσή του που δεν έμαθε ποτέ ποιοι ονομαστικά ήταν οι σύμβουλοι που δέχτηκαν να στερηθεί το Ρέθυμνο ένα από τα σημαντικά του μνημεία.
Ήταν κοινό μυστικό ότι τα μεγάλα συμφέροντα καθόριζαν την τύχη του τόπου και οι τοπικοί παράγοντες δεν αναλάμβαναν το πολιτικό κόστος για να αποτρέψουν παρόμοιες παρεμβάσεις.
Μπορεί να μην είχε πάντα αποτέλεσμα η κάθε έκρηξη του Σπύρου Τ. Λίτινα, όταν αντιλαμβανόταν τα κακώς κείμενα και τα κατήγγειλε. Δεν σταμάτησε όμως μέχρι το τέλος της ζωής του να επισημαίνει κάθε άτοπη ενέργεια σε βάρος του τόπου, χωρίς να τον απασχολεί ποτέ η αίσθηση ότι φθάνει στα όρια της υπερβολής.
Να φανταστούμε πως θα αντιδρούσε με τη νέα εμφάνιση της πλατείας στη Σοχώρα για παράδειγμα. Ευτυχώς που «έφυγε» πριν το δει και αυτό…