• Επισημάνσεις του διδάσκοντα κοινωνιολογίας της μετανάστευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Κώστα Γούση στα «Ρ.Ν.»
• «Το δύσβατο θαλάσσιο πέρασμα από τη Λιβύη στην Ιταλία έχει καταστήσει το νησί επίκεντρο των μεταναστευτικών ροών»
Μπορεί πλέον να μην προκαλούν τόσο μεγάλη εντύπωση οι συνεχείς, χιλιάδες αφίξεις μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη, αλλά το αφήγημα στον δημόσιο διάλογο δεν μοιάζει να μετατοπίζεται προς μία κατεύθυνση που θα προσέγγιζε το μεταναστευτικό, όχι με όρους ανησυχίας, ξενοφοβίας και μετάθεσης της ευθύνης προς τη διεθνή και την κεντρική διοίκηση, αλλά με βάση την ανάγκη για άμεση διαχείριση των υπαρχόντων προκλήσεων και ζητημάτων, είτε αυτά έχουν να κάνουν με την υποδοχή, είτε με την ένταξη των μεταναστών στο νησί και τη χώρα. Πίσω από την μετατροπή της Κρήτης στο πλέον κεντρικό πέρασμα της Μεσογείου για τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη βρίσκεται η απουσία ενός οργανωμένου, ανθρώπινου και νόμιμου πλαισίου υποδοχής και ένταξης μεταναστών και δη στα νότια παράλια του Ρεθύμνου. Η τραγωδία του ναυαγίου της Πύλου στις 14 Ιουνίου του 2023, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους 82 άνθρωποι και προέκυψαν εκατοντάδες αγνοούμενοι, πέρα από το γεγονός ότι έσπειρε τον φόβο στον μεταναστευτικό κόσμο που επιχειρεί να κάνει το πέρασμα στην Ευρώπη, κατέστησε πλέον δύσβατο και ακόμα πιο επικίνδυνο το ταξίδι από τη Λιβύη στην Ιταλία, παράγοντας που επεξηγεί εν μέρει και τη ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια.
Αντί για ένα σχέδιο λοιπόν που να ανταποκρίνεται στις διεθνείς υποχρεώσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελληνική πολιτεία επενδύει συστηματικά σε πολιτικές αποτροπής, επαναπροωθήσεων και εγκλεισμού σε κέντρα «φιλοξενίας», όπως αυτό στην Αγιά των Χανίων, τα οποία όχι απλώς δεν έχουν στο επίκεντρο τον άνθρωπο και την προστασία του, αλλά στοχεύουν στον κοινωνικό του αποκλεισμό, σε μία προσπάθεια «διαφύλαξης» μάλιστα του τουριστικού προϊόντος του νησιού, σε περιόδους αυξημένης τουριστικής ζήτησης. «Όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια διολισθαίνουμε σε αυτό που ονομάζουμε πολιτικές αποτροπής. Στις δομές διαμονής και φύλαξης οι άνθρωποι ζουν σαν φυλακισμένοι. Οι ελλείψεις είναι τεράστιες, ανεπαρκής στελέχωση, απουσία διερμηνέων, προβλήματα σίτισης, ιατρικής φροντίδας και ψυχικής υγείας», ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Κώστας Γούσης, εντεταλμένος διδάσκων Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο γνωστικό αντικείμενο της «Κοινωνιολογίας της Μετανάστευσης», ο οποίος σκιαγράφησε την ισχύουσα, ελληνική κοινωνική πολιτική στο μεταναστευτικό ζήτημα και περιέγραψε την κατάσταση που επικρατεί στις δομές διαμονής των προσφύγων.
Η κυρίαρχη ρητορική και πρακτική κινείται προς την καταστολή και τις επαναπροωθήσεις, με καταγγελίες που συσσωρεύονται και αποκαλύψεις που επιβεβαιώνονται πλέον ακόμη και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως τόνισε ο κ. Γούσης, υπογραμμίζοντας ότι σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου αναγνωρίστηκε επαναπροώθηση στον Έβρο, καταδεικνύοντας την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων από τις ελληνικές αρχές. «Το παράδειγμα της τραγωδίας στην Πύλο είναι επίσης ενδεικτικό και ουσιαστικά ένα έγκλημα», ανέφερε. «Οι συνθήκες και οι καθυστερήσεις στη διάσωση και η αδιαφορία απέναντι στις ευθύνες αποκαλύπτουν μια «θανατοπολιτική» διάσταση στην αντιμετώπιση της μετανάστευσης. Το ερώτημα είναι αν θα πρέπει να υπάρξουν νόμιμες και ασφαλείς δίοδοι για τους ανθρώπους που θέλουν να φτάσουν στην Ευρώπη. Πολλοί από όσους καταφθάνουν στην Ελλάδα προέρχονται από περιοχές σε πολεμική σύγκρουση, έχουν προσφυγικό προφίλ και δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Η έλλειψη όμως ασφαλών οδών ωθεί τους ανθρώπους σε επικίνδυνα δρομολόγια και πολλές φορές στον θάνατο. Αντί να οργανωθεί μια πολιτική που να εξασφαλίζει τη νόμιμη και ασφαλή είσοδο μεταναστών και προσφύγων, αναζητείται διαρκώς τρόπος για να ανατεθεί η «διαχείριση» σε τρίτες χώρες, με αποτέλεσμα να εξωτερικοποιείται η ευθύνη, όπως υποδεικνύουν και οι εξαγγελίες για συμφωνίες με χώρες όπως η Λιβύη, μια χώρα που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ασφαλής για αιτούντες ασύλου», ανέφερε ο κ. Γούσης. Όπως επεσήμανε επίσης, τέτοιες πρακτικές όχι μόνο είναι δεν είναι αποτελεσματικές, αλλά παραβιάζουν ευθέως το διεθνές δίκαιο, όπως αποδεικνύει και η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία. «Δεν υπάρχουν συμφωνίες υποδοχής στην πράξη. Η Τουρκία δεν δέχεται πίσω τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να παραμένουν εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα σε μια παρατεταμένη αναμονή, σε συνθήκες αγωνίας και παραβίασης στοιχειωδών δικαιωμάτων».
Αυτή η «κανονικοποίηση» της αποτροπής και του εγκλεισμού αποτυπώνεται πλήρως και σε τοπικό επίπεδο, ειδικά στην Κρήτη και το Ρέθυμνο, όπου απουσιάζουν οι δομές υποδοχής που να λειτουργούν με αποτελεσματικότητα και να σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. «Η στρατηγική πίσω από αυτές τις συνθήκες φαίνεται να είναι η αποθάρρυνση, «Κάντε τους το βίο αβίωτο» ώστε να οδηγηθούν σε εθελούσια αναχώρηση», ανέφερε ο κ. Γούσης. Επιπλέον, το οικονομικό βοήθημα το οποίο σύμφωνα με τη νομοθεσία δικαιούνται, το παίρνουν όλο και λιγότεροι. Σύμφωνα με περσινά στοιχεία, μόνο το 43% όσων δικαιούνται ένα οικονομικό βοήθημα το λάμβαναν. Παράλληλα, όπως συμπλήρωσε, με τις εξαγγελίες του νέου νομοσχεδίου από το υπουργείο Μετανάστευσης, η πολιτεία επιχειρεί να ποινικοποιήσει ακόμα και την απλή διοικητική παραβίαση της παραμονής χωρίς χαρτιά, θεσπίζοντας εξοντωτικά πρόστιμα. «Το Υπουργείο εξήγγειλε νομοσχέδιο για το οποίο θα γίνει διαβούλευση μέσα στον Ιούνιο, το οποίο θέλει να μετατρέψει το να είναι ένας άνθρωπος χωρίς χαρτιά στην Ελλάδα, μία διοικητική παράβαση δηλαδή, σε ποινικό αδίκημα. Έτσι θα προβλέπονται ποινές και εξοντωτικά πρόστιμα, άρα παραδείγματα του τι σημαίνει πολιτικές αποτροπής και πολιτικές εχθρότητας. Πρόκειται για μία λογική ποινικοποίησης της μετανάστευσης, που ενισχύει το ξενοφοβικό και αντιμεταναστευτικό κλίμα και στο κοινωνικό πεδίο». Παράλληλα, ο κ. Γούσης υπογράμμισε ότι αντί για στρατόπεδα, θα μπορούσαν να υπάρχουν πολιτικές αποκεντρωμένης στέγασης, όπως το πρόγραμμα «Εστία» που έχει πλέον καταργηθεί και το οποίο προέβλεπε στέγαση σε διαμερίσματα εντός των τοπικών κοινωνιών. «Ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να υποστηρίξει και την ένταξη, δημιουργώντας διαύλους αλληλεπίδρασης και αποδοχής», σημείωσε και πρόσθεσε ότι «το καθήκον της κοινωνίας για την αλληλεγγύη δεν αναιρεί ότι η πολιτεία έχει τη βασική ευθύνη για την υποδοχή και τη φιλοξενία. Δεν μπορεί η κοινωνία των πολιτών να σηκώνει το βάρος που το κράτος αρνείται να αναλάβει», κατέληξε.