Σημαντικά επηρεασμένη από την κλιματική αλλαγή και την έλλειψη επαρκούς οικονομικής στήριξης η μελισσοκομία
Μια ξεχωριστή θέση κατέχει το μέλι, ανάμεσα στα παραδοσιακά προϊόντα της Κρήτης, τόσο για τα ιδιαίτερα γευστικά χαρακτηριστικά του, όσο και για τη συμβολική, την οικολογική και τη θεραπευτική του αξία. Στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου, το Μουσείο Μελιού και το εργαστήριο παραγωγής αποτελούν ένα πρωτότυπο εγχείρημα, που συνδυάζει την παραγωγική διαδικασία με την ενημέρωση και τη βιωματική εμπειρία του επισκέπτη. Δεν πρόκειται απλώς για έναν εκθεσιακό χώρο, αλλά για μια προσπάθεια να αναδειχθεί η σημασία της μελισσοκομίας, να κατανοηθεί η συμβολή της μέλισσας στο περιβάλλον και να αναγνωριστεί ο κόπος πίσω από κάθε σταγόνα μελιού. Όπως επεσήμανε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» η Κατερίνα Λυρώνη, υπεύθυνη των ξεναγήσεων και του περιβάλλοντα χώρου του μουσείου, «η βασική μας δουλειά είναι οι μέλισσες και η παραγωγή του μελιού», ωστόσο ο χώρος έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να υποδέχεται επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι έρχονται να γνωρίσουν από κοντά την ιστορία, την τεχνολογία και τη γεύση του κρητικού μελιού. Το μουσείο λειτουργεί εποχικά, από τον Απρίλιο έως τις αρχές Νοεμβρίου, με σαφή τουριστικό προσανατολισμό, ενώ στη διάρκεια αυτής της περιόδου, χιλιάδες επισκέπτες περνούν από το Μελιδόνι, ανακαλύπτοντας όχι μόνο ένα προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά και μια ολόκληρη παράδοση που συνδέει τη μελισσοκομία με τον πολιτισμό της Κρήτης. Η ανταπόκριση για ένα μουσείο που βρίσκεται σε λειτουργία εδώ και τέσσερα χρόνια είναι μεγάλη και κυρίως αυξανόμενη, παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μελισσοκόμοι και τη φθορά που έχουν υποστεί οι μέλισσες από την κλιματική αλλαγή και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή. Εκτός από την παραγωγή μελιού, το εργαστήριο επικεντρώνεται και στην ανάπτυξη και διάθεση νέων, εναλλακτικών προϊόντων, που βασίζονται στο μέλι και τα παράγωγά του, με στόχο να αξιοποιηθούν οι θεραπευτικές και φαρμακευτικές τους ιδιότητες.

Το μουσείο και το εργαστήριο μελιού – Ένας χώρος για όλες τις ηλικίες
Το Μουσείο μελιού δημιουργήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια από δύο μελισσοκόμους, τον Κωνσταντίνο Δαφνομήλη και τον Χρήστο Ανδρίκο, οι οποίοι θέλησαν να συνδυάσουν την παραγωγή με την εξωστρέφεια και την ενημέρωση για το μέλι. Όπως εξήγησε η κ. Λυρώνη, «έχουμε καταστήσει το χώρο μας επισκέψιμο και υπάρχει μία έκθεση με παλιά αντικείμενα μελισσοκομίας, κυψέλες και εργαλεία και στο πλαίσιο της επίσκεψης στον χώρο γίνεται ξενάγηση που διαρκεί περίπου μισή ώρα». Η ξενάγηση ακολουθεί μια πορεία από το παρελθόν μέχρι το σήμερα, με αναφορές στη μινωική περίοδο, στην εξέλιξη των τεχνικών και στην εργασία της μέλισσας, καταλήγοντας στη σύγχρονη μελισσοκομία. Ο επισκέπτης μαθαίνει όχι μόνο πώς παράγεται το μέλι, αλλά και ποια είναι η κοινωνική οργάνωση της κυψέλης, πώς πραγματοποιείται η εξαγωγή και πώς γίνεται η τυποποίηση. Στο τέλος, ακολουθεί γευσιγνωσία, όπου δοκιμάζονται προϊόντα του εργαστηρίου, ενώ η επισκεψιμότητα είναι αυξανόμενη, σύμφωνα με την κ.Λυρώνη: «Ξεκινάμε Απρίλιο και σταματάμε αρχές Νοεμβρίου, το μουσείο έχει καθαρά τουριστικό πρόσημο. Τα καλοκαίρια ο κόσμος είναι πολύς, ενώ η είσοδος παραμένει ελεύθερη, γεγονός που ενισχύει την προσβασιμότητα», ανέφερε. Το κοινό διαφέρει και περιλαμβάνει διαφορετικές ηλικίες και προφίλ επισκεπτών, όπως οικογένειες, ηλικιωμένοι, ζευγάρια, μαθητές, ακόμη και οργανωμένα γκρουπ τουριστικών γραφείων. Οι ξένοι επισκέπτες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με τους Γερμανούς και τους Πολωνούς να ξεχωρίζουν, καθώς στις χώρες τους η μέλισσα και η προστασία της βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της περιβαλλοντικής συζήτησης, σύμφωνα με όσα επεσήμανε η κ. Λυρώνη, εξηγώντας επίσης ότι η απήχηση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διάδοση από στόμα σε στόμα: «Ο άνθρωπος που θα έρθει εδώ και θα γυρίσει μετά στον τόπο του, θα το πει σε έναν φίλο, σε έναν συνάδελφο, στην οικογένεια και την επόμενη χρονιά θα έρθει με τους δικούς του», κατέληξε.

Οι δυσκολίες της παραγωγής και τα προβλήματα του κλάδου
Η παραγωγή μελιού είναι μια διαδικασία που εξαρτάται απόλυτα από τη φύση και γι’ αυτό είναι ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες. «Το μέλι είναι ακριβό και ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει γιατί», υπογράμμισε η κ. Λυρώνη, η οποία όπως ανέλυσε, ο μελισσοκόμος δουλεύει πολλές ώρες, μετακινεί κυψέλες, φροντίζει τα μελίσσια, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ δεδομένο, καθώς αν η σεζόν δεν είναι καλή, οι απώλειες είναι σημαντικές. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, με τις παρατεταμένες ξηρασίες, τις υψηλές θερμοκρασίες και τις φωτιές να περιορίζουν την ανθοφορία και άρα τη δυνατότητα παραγωγής. «Η σεζόν είναι μεγάλη, οι μέλισσες μπορούν να δουλέψουν από τον Μάρτιο μέχρι και τον Νοέμβριο, αλλά όταν ο χειμώνας σου είναι πολύ ξηρός και ξεκινήσει η άνοιξη με πολλές ζέστες και συνεχίσει το καλοκαίρι έτσι, οι ανθοφορίες δεν ευδοκιμούν», εξήγησε. Πέρα από την κλιματική κρίση, οι μελισσοκόμοι έχουν να αντιμετωπίσουν αρρώστιες, παράσιτα και άλλες απειλές για τα μελίσσια, με τις αποδόσεις μελιού να μην είναι πλέον σταθερές, ενώ η ποιότητα απειλείται όταν οι μέλισσες τρέφονται με τεχνητές τροφές. «Οι χρονιές πλέον είναι πολύ δύσκολες, δεν είναι όπως άλλες χρονιές που το μέλι έρεε άφθονο και ωραίο», εξήγησε η κ. Λυρώνη. Η Κρήτη προσφέρει ιδιαίτερες δυνατότητες λόγω της βιοποικιλότητας και των αρωματικών φυτών, με το θυμάρι, τα πεύκα, τη χαρουπιά και το πορτοκάλι να δίνουν διαφορετικές ποικιλίες, την ώρα που το θυμάρι παραμένει το πιο χαρακτηριστικό και αυτό τουλάχιστον στο οποίο το εργαστήριο μελιού στο Μελιδόνι επενδύει στις καλλιέργειες. Ωστόσο, όπως σημείωσε η κ. Λυρώνη, «το θυμάρι πέρυσι, για παράδειγμα, δεν ήταν καλό», επιβεβαιώνοντας ότι αυτές οι διακυμάνσεις δείχνουν πόσο εύθραυστη είναι η ισορροπία στην παραγωγή μελιού.
Εναλλακτικά και θεραπευτικά προϊόντα – Η υπεραξία της μελισσοκομίας
Πέρα από το μέλι, το μουσείο και το εργαστήριο προχωρούν σε παραγωγή προϊόντων με βάση τα υποπροϊόντα της κυψέλης, τα οποία διαθέτουν αναγνωρισμένες θεραπευτικές ιδιότητες. Η κεραλοιφή, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται σε δερματικά προβλήματα και ξηροδερμία, καθώς «το μέλι έχει αντισηπτικές και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες και βοηθά στην ανάπλαση του δέρματος», σύμφωνα με την κ. Λυρώνη. Η πρόπολη είναι ένα ακόμη προϊόν με σημαντική αξία, το οποίο όπως επεσήμανε η κ. Λυρώνη πρόκειται για «ένα προϊόν που από μόνο του έχει αντισηπτικό και φαρμακευτικό χαρακτήρα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο, είτε σαν βιταμινούχο να ενισχύσει το ανοσοποιητικό, είτε όταν δεν είμαστε καλά, που βοηθάει στο να αισθανθούμε γρήγορα καλά». Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις πονόλαιμου, άφθων, στοματίτιδας, έρπη και άλλων μικρών δερματικών προβλημάτων. Η γύρη επίσης συλλέγεται πριν την επεξεργαστούν οι μέλισσες και αποτελεί μια πηγή πρωτεϊνών, αμινοξέων και ιχνοστοιχείων, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ στην κορυφή βρίσκεται ο βασιλικός πολτός, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «superfood» και χρησιμοποιείται ως ισχυρό φυσικό συμπλήρωμα διατροφής. Η παρουσίαση αυτών των προϊόντων στο πλαίσιο της ξενάγησης δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να γνωρίσουν μια λιγότερο προβεβλημένη πλευρά της μελισσοκομίας, την ώρα που οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ουσιαστικά για το μέλι και τα προϊόντα του ενθουσιάζονται και αγοράζουν, αντιλαμβανόμενοι τη σημασία και την αξία τους. Αυτό δείχνει ότι το μέλλον του κλάδου δεν περιορίζεται μόνο στην παραγωγή μελιού, αλλά και στην αξιοποίηση της μέλισσας ως πηγής προϊόντων με πολλαπλές εφαρμογές στην καθημερινότητα και την υγεία. Το Μουσείο μελιού στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου δεν είναι απλώς ένας επισκέψιμος χώρος, αλλά ένα ζωντανό παράδειγμα για το πώς η παράδοση μπορεί να συνδεθεί με την καινοτομία, την ενημέρωση και τον τουρισμό. Η προσέλευση επισκεπτών από όλο τον κόσμο, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις μέλισσες και τα προϊόντα τους, αλλά και οι προκλήσεις της εποχής δείχνουν την ανάγκη στήριξης και ενίσχυσης του κλάδου. Όπως καταλήγει η κ. Λυρώνη, «δεν αναφερόμαστε μόνο στο ότι το μέλι και τα μελισσοκομικά προϊόντα είναι καλά για τον οργανισμό και για την υγεία του ανθρώπου, αλλά στο ότι η μέλισσα σαν μέλισσα είναι σημαντική για τον πλανήτη μας».












