Του Γιάννη Κεφαλογιάννη
Αν κάτι πρέπει να μας αφήσει ως αποτύπωμα η πρόσφατη σχεδόν δεκαετής περίοδος οικονομικής κρίσης και δημοσιονομικής πειθαρχίας για τη χώρα είναι η αλλαγή κουλτούρας σε σχέση με την αντίληψη της οικονομίας.
Το 2015 οι πολίτες είχαν κουραστεί από το πολιτικό σύστημα και στήριξαν στην πλειοψηφία τους το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ένα ανέφικτο, μη κοστολογημένο μανιφέστο του ΣΥΡΙΖΑ. Λίγο αργότερα κλήθηκαν να ψηφίσουν σε ένα δημοψήφισμα που αφορούσε σύνθετους οικονομικούς όρους: «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» και «Preliminary Debt sustainability analysis». Αποδείχθηκε ότι ήταν μόνο άλλη μια άσκηση επαναστατικής γυμναστικής και μάλιστα υπό την άμεση απειλή ασύντακτης χρεοκοπίας.
Το 2019 οι πολίτες αποφάσισαν και επέλεξαν μια σοβαρή και κοστολογημένη πρόταση διακυβέρνησης χωρίς ανέφικτες υποσχέσεις. Το 2023 επέλεξαν τη σταθερότητα. Επέλεξαν την στήριξη μιας πολιτικής πρότασης που περιλαμβάνει εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών οι οποίες δομούνται πάνω στα επιτεύγματα ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος που ήδη υλοποιείται. Με οριοθετημένο δημοσιονομικό κόστος αλλά και ξεκάθαρο αναπτυξιακό και κοινωνικό αποτύπωμα.
Σε αυτή την κατεύθυνση, οφείλουμε να αναδείξουμε ότι ο σχεδιασμός μας για το Ρέθυμνο συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική σταθερότητα και την προσήλωση στους εθνικούς αναπτυξιακούς και οικονομικούς στόχους. Η πολιτική σύνδεση ανάμεσα στον εθνικό σχεδιασμό και στην δημιουργία αναπτυξιακών προοπτικών για το Ρέθυμνο είναι άρρηκτη και συνεχής. Το 2012 εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν από την προηγούμενη περίοδο αγωνιστήκαμε και πετύχαμε να μην κλείσουν δομές στο Ρέθυμνο, το 2015 ως αξιωματική αντιπολίτευση θέσαμε ως πρώτη προτεραιότητα να μη σταματήσουν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που είχαν ξεκινήσει ενώ το 2023 τρέχουν στο Ρέθυμνο έργα που υπερβαίνουν τα 220 εκατομμύρια ευρώ και το μεγαλύτερο έργο της Κρήτης, ο ΒΟΑΚ, δεν αποτελεί πρακτικά μέρος της προεκλογικής συζήτησης αφού έχει ήδη μπει σε τροχιά υλοποίησης.
Όπως γίνεται αντιληπτό όταν η ελληνική οικονομία είναι σε αναπτυξιακή τροχιά δημιουργούνται αναπτυξιακές ευκαιρίες τόσο σε περιφερειακό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Όταν η ελληνική οικονομία παραπαίει η προσπάθεια επικεντρώνεται στην ελαχιστοποίηση των συνεπειών. Το πιο επικίνδυνο πράγμα στην πολιτική είναι η αγνοία και η έπαρση. Κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα όταν κάποιοι πίστευαν ότι θα χορεύουν θεσμούς αγορές και διεθνή ταμεία και κατέληξαν σε εμβληματικού επιπέδου αναθεωρήσεις καταλήγοντας γραφικοί και εθνικά επικίνδυνοι.
Η διαφορά αποτυπώνεται και στα επίσημα οικονομικά στοιχεία. Το Ρέθυμνο έλαβε την περίοδο της πανδημίας 120 εκατ. ως επιστρεπτέα προκαταβολή, 32 εκατ. ως αποζημίωση ειδικού σκοπού, 87 εκατομμύρια από το ΤΕΠΙΧ. Μόνο για το Ρέθυμνο τα μέτρα στήριξης ξεπέρασαν τα 239 εκατομμύρια ευρώ. Την ίδια στιγμή πετύχαμε μείωση του ΕΝΦΙΑ σε επίπεδο Ρεθύμνου για την περίοδο 2018-2022 κατά 7,5 εκατομμύρια ευρώ και ποσοστιαία περίπου κατά 35%.
Σε ότι αφορά το αναπτυξιακό σκέλος της οικονομίας, η κυβέρνηση Τσίπρα προσπάθησε να αυξήσει τους πόρους από το εθνικό ΠΔΕ για να καλύψει την δομική αδυναμία μόχλευσης πόρων από ευρωπαϊκά προγράμματα όπως προκύπτει και από τη βουτιά του συγχρηματοδοτούμενου ΠΔΕ το 2018. Αντίθετα, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέλαβε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με καλύτερη μέχρι το 2019 εκτέλεση τα 6 δισεκατομμύρια και για τρία χρόνια υπερβαίνει τα 10 δισεκατομμύρια. Παρέλαβε τη χωρά μας στη 19η θέση στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ και σήμερα παραμένουμε σταθερά στις πρώτες θέσεις.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στην βελτίωση της καθημερινότητας του συνόλου των πολιτών: Για παράδειγμα ένας μισθωτός με δύο παιδιά και έσοδα περί τις 20.000 θα πληρώσει κατά 457 ευρώ λιγότερους φόρους. Αντίστοιχα, ένας ελεύθερος επαγγελματίας με το αντίστοιχο εισόδημα έχει όφελος που προσεγγίζει τις 2500 ευρώ, την ίδια στιγμή που έχει αυξηθεί ο κατώτατος μισθός και οι συντάξεις και έχει μειωθεί το ποσοστό ανεργίας από 13,0% τον Φεβρουάριο του 2022 σε 11,4% στην αντίστοιχη φετινή περίοδο.
Κάποιες από τις βασικές διεκδικήσεις που μόνο με σταθερά βήματα μπορούμε να πετύχουμε είναι:
• Η ανεργία να φτάσει στο 8% το 2027.
• Στο τέλος της τετραετίας ο μέσος μισθός να προσεγγίσει τα 1.500 και ο κατώτατος τα 950 ευρώ.
• Να επέλθει σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος έως το 2027.
• Να προχωρήσει η αύξηση του αφορολόγητου για τις οικογένειες και ή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και του μη μισθολογικού κόστους.
• Να υλοποιηθεί αύξηση κατά 8% του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και των αναπηρικών επιδομάτων.
Πρώτο βήμα για τα παραπάνω η επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας που θα αναβαθμίσει το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας μας. Άλλωστε, όπως έχει πει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης το πραγματικό δίλημμα είναι ένα: Εάν θα πάμε με σταθερότητα μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω.
* Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης είναι υποψήφιος βουλευτής Ρεθύμνου με τη Νέα Δημοκρατία