Καταφύγιο πολλών αγωνιστών μεταξύ των οποίων και ο θρυλικός Αναγνώστης Κατσαντώνης
Η μεγάλη γιορτή του Σωτήρος Χριστού μας μεταφέρει σε ένα από τα καπετανοχώρια του νομού, το Άνω Μέρος, όπου το Μοναστήρι της Καλόειδαινας δεν είναι μόνο ιερός χώρος προσκυνήματος, αλλά και το σπουδαίο κέντρο αγωνιστών που έδρασαν σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Για την Καλόειδαινα ο αξέχαστος ιστοριοδίφης Στέργιος Μανουράς, αναφέρει σε μια συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει για το αρχείο του Πολιτιστικού Ρεθύμνου:
«Στην περιφέρεια της Κοινότητας βρίσκεται και το ερειπωμένο παλιό Μοναστήρι της Καλόειδαινας, σε μικρή απόσταση από το Κεφαλοχώρι που καταστράφηκε από του Τούρκους τον Οκτώβριο του 1823. Από τα Μοναστήρι σώζεται η Εκκλησία του, μια σπάνια βασιλική με (δυτικό) τρούλο που ήταν τοιχογραφημένη. Είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα Χριστού. Την ημέρα της γιορτής της (6 Αυγούστου) κάθε χρόνου γίνεται, μετά την λειτουργία, μεγάλο πανηγύρι δίπλα στη δροσερή πηγή της τοποθεσίας της Καλόειδαινας που συνεχίζεται τις βραδινές ώρες στο χωριό. Οι Ανωμεριανοί θεωρούν τη Καλοείδαινα το Ιστορικό Σύμβολο της περιφέρειάς τους. Ειδήσεις από γραπτές πηγές για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας σχετικές με το Άνω – Μέρος ή τ’ άλλα χωριά της περιφέρειάς του δεν μας είναι γνωστές. Από την προφορική παράδοση γνωρίζουμε ότι δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στο Άνω – Μέρος ούτε εξισλαμίστηκαν Ανωμεριανοί. Μια τέτοια απόπειρα που έγινε σε κατοίκους άλλου μικρότερου συνοικισμού, στο Μετόχι Σταλός, εξουδετερώθηκε έγκαιρα.
Στην περιφέρεια Αμαρίου τα επαναστατικά γεγονότα του Μεγάλου Αγώνα του 1821 άρχισαν τον Ιούνιο του έτους εκείνου.
Οι Τούρκοι που κατοικούσαν στα Αμαριώτικα χωριά πήγαν τις οικογένειές τους στο Ηράκλειο για να τις προστατεύσουν από επιθέσεις των Ελλήνων και μετά συγκεντρώθηκαν στο Βαθιανό για να αντιμετωπίσουν τους Επαναστάτες πιο αποτελεσματικά.
Από την προφορική παράδοση είναι γνωστό ότι στην αρχή της Επαναστάσεως το Άνω Μέρος είχε «δεκαεπτά (17) τουφέκια».
Στους πολεμιστές του Άνω Μέρους συμπεριλαμβάνονταν και οι νεώτεροι σε ηλικία καλόγεροι του Μοναστηριού της Καλόειδαινας.
Στα τέλη του θέρους ή στις αρχές του Φθινοπώρου του έτους έγιναν οι άτυχες για τους Έλληνες μάχες στις Αμουργέλες και στη Γέργερη.
Από την προφορική επίσης παράδοση στο Άνω – Μέρος είναι γνωστό ότι στις μάχες αυτές πολέμησαν και πολλοί Ανωμεριανοί μαζί με καλογέρους της Καλόειδαινας που συγκροτούσαν φαίνεται ένα από τα 12 «μπαϊράκια» του Αμαρίου. Αρχηγός τους ήταν ο ηγούμενος της Καλόειδαινας Βαρούχας που σκοτώθηκε μαζί με άλλους Ανωμεριανούς και Καλοειδονιώτες μοναχούς στις μάχες αυτές.
Το όνομα του Βαρούχα δεν είναι γνωστό. Πιθανότατα είναι ο Παγκράτιος, που το όνομά του αναφέρεται σε ένα ιερατικό άμφιο που βρέθηκε στον τάφο της Εκκλησίας το λείψανο του στη Μονή της μετανοίας του.
Οι επιχειρήσεις του Τουρκικού στρατού με επικεφαλής τον Χουσεΐν συνεχίστηκαν με τις μάχες στις Αμουργέλες και στη Γέργερη με καταδιώξεις των Ελλήνων στη Μεσσαρά.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1823, όπως γράφει ο Κριτοδουλίδης, ξεκίνησε ο στρατός του Χουσεΐν από την Αγία Βαρβάρα για το Αμάρι. Μπήκε από την Αμπαδιά, προχώρησε χωρίς να βρει αντίσταση τον Φουρφουρά, Βιζάρι, Μπισταγή, Μέρωνα και κατάστρεψε τα χωριά αυτά και τη Μονή Ασωμάτων. Σκότωνε όσους συναντούσε στον δρόμο του. Κοντά στο Αμάρι έσφαξε πολλά γυναικόπαιδα που δεν πρόλαβαν να φύγουν προς το Σμιλέ και το Χωρδάκι. Τότε ένα τμήμα του στρατού του Χουσεΐν πέρασε από το Γερακάρι και τις Βρύσες. Πήγε στο Άνω – Μέρος και κατάστρεψε το χωριό και το Μοναστήρι της Καλόειδαινας. Αυτή ήταν η πρώτη καταστροφή του Άνω – Μέρους από κατακτητές της Κρήτης.
Μετά τη λήξη της Επαναστάσεως του 1821, όπως γράφει ο Άγγλος περιηγητής Pasliley, το 1834 κατοικούσαν στο Άνω – Μέρος 50 οικογένειες όλες χριστιανικές. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει ότι τότε (1834) το Άνω – Μέρος ήταν «πρωτεύουσα» της Επαρχίας Αμαρίου.
Το Άνω – Μέρος δηλαδή ανασυγκροτήθηκε γρήγορα από την καταστροφή του 1823. Το Μοναστήρι της Καλόειδαινας όμως δεν ανασυγκροτήθηκε, γιατί δεν επέζησαν καλόγεροι να αναλάβουν την ανοικοδόμησή του. Τα εισοδήματα από τα κτήματά του διατέθηκαν για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας της Σχολής που λειτουργούσε στο Μοναστηράκι. Το 1850 τα υπόλοιπα μοναστηριακά κτήματα πουλήθηκαν και το τίμημά τους χορηγήθηκε για τη Σχολή αυτή της Επαρχίας Αμαρίου και έτσι διαλύθηκε το ένδοξο Μοναστήρι».
Ο Αρχηγός Κατσαντώνης
Στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 οι Ανωμεριανοί έλαβαν μέρος με Αρχηγό τον Αναγνώστη Κατσαντώνη. Μόλις έμαθαν στην Καλόειδαινα όπου βρισκόταν συγκεντρωμένοι, την πολιορκία του Αρκαδίου, έτρεξαν αμέσως να βοηθήσουν. Δυο μέρες πολέμησαν γύρω από το Ιστορικό Μοναστήρι. Η πολεμική δράση των Ανωμεριανών στη διάρκεια της Επαναστάσεων του 1866 αποτέλεσε την αιτία της δεύτερης καταστροφής του χωριού τους από τους Τούρκους.
Ο Εμμ. Γενεράλης γράφει το 1901 σχετικά για το Άνω – Μέρος ότι «ελογίζετο μεταξύ των πρώτων της επαρχίας (Αμαρίου) χωρίων και η σημαία του πάντοτε τετιμημένη και νικηφόρος επανήρχετο εκ των μαχών. Ιδία δε το 1866 έκλεισε το Άνω – Μέρος αναδείξαν τον οπλαρχηγόν τον Κατσαντώνην, διά το θάρρος και την στρατιωτικήν σύνεσιν, ένα εκ των διακρινομένων Καπετάνιων της τότε επαρχίας και του Νομού».
Και στις επόμενες Κρητικές Επαναστάσεις οι Ανωμεριανοί έλαβαν μέρος πάντα με αρχηγό τους τον Αναγνώστη Κατσαντώνη που βρισκόταν επικεφαλής τους μέχρι που ανακηρύχθηκε η «Αυτονομία».
Σε ηλικία περίπου 80 ετών συναντήθηκε ο Καπετάνιος Κατσαντώνης με τον τότε Αρμοστή της Κρήτης πρίγκιπα Γεώργιο. Ο Αρμοστής τον ρώτησε: «- Και τι ζητείς τώρα από μένα Καπετιάνιο»; «Δεν ζητώ τίποτε», αποκρίθηκε ο γηραιός Καπετάνιος, «αλλά ήθελα να Σε ιδώ. Εμείς επολεμούσαμενε τόσους χρόνους από προπάππων και γονέων ως τώρα για να δούμε ελευθερία και να δούμεν Έλληνα να μας κυβερνά. Τίποτε άλλο δε ζητώ, τίποτα δεν θέλω και τώρα ειμπορώ ν’ αποθάνω ευχαριστημένος».
Ο Εμμ. Γενεράλης, επίσης, αναφέρει ότι «Από του 1866 μέχρι σήμερα (1901) εδιπλασιάσθη η κώμη (του Άνω – Μέρους ). Προς πάσαν διεύθυνσιν κτίζονται οικίαι ευρύχωροι και κατά χωρίον ευπροσωπόταται. Ολόκληροι συνοικίαι έχουσι ανακύψει εκ δυσπροσίτοις και λιθώδεοι κατωφέρειαι αφειλόμεναι εις την δραστηριότητα και φιλοπονίαν κατοίκων».
Την εποχή εκείνη αναδεικνύεται ο Ανωμεριανός Αντώνιος Κυριακάκης (Βαρούχας), ένας από τους «πληρεξούσιους» της Επαρχίας Αμαρίου στην Κρητική Συνέλευση. Η υπογραφή του, μαζί με των άλλων πληρεξουσίων, διακρίνεται κάτω από κείμενο του πρώτου «Κρητικού Συντάγματος» του 1899. Λίγα χρόνια αργότερα, στην εποχή της αυτονομίας, άλλος Ανωμεριανός, ο Ζαχαρίας Κατσαντώνης, αναδεικνύεται το 1906 δήμαρχος Κουρητών (όπου υπάγεται και το Άνω – Μέρος ) και διατηρεί το αξίωμα του μέχρι της καταργήσεως των δήμων.
Και μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελληνική Επικράτεια οι Ανωμεριανοί συνέχισαν την προσφορά τους στους Εθνικούς Αγώνες. Δεκαπέντε (15) είναι οι Ανωμεριανοί που έπεσαν Νεκροί στα πεδία των μαχών από το 1912 μέχρι το 1922.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή το Άνω – Μέρος, οι Δρυγιές και το Χωρδάκι άρχισαν να εξελίσσονται σε μια από τις πιο πλούσιες, ειδικώτερα σε ελαιοπαραγωγή, Κοινότητες της Επαρχίας Αμαρίου. Το Άνω – Μέρος με τους ήσυχους, ευγενικούς και εργατικούς κατοίκους του βρισκόταν στο δρόμο της αναπτύξεως και της προόδου. Το δρόμο αυτό ανέκοψε ο Έλληνο – Ιταλικός πόλεμος του 1940. Εξήντα τέσσερις (64) κάτοικοι της Κοινότητας, κληρωτοί και έφεδροι, πήραν μέρος στον πόλεμο αυτό. Έξι από αυτούς σκοτώθηκαν στις διάφορες μάχες και άλλοι τρεις στη Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941), όπου πολέμησαν Ανωμεριανοί χωροφύλακες που βρέθηκαν στην Κρήτη τότε.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Αναγνώστη Ιωάννη Αναγνώστη μας δίνει ο αείμνηστος λόγιος του Ρεθύμνου και εκλεκτός ερευνητής, Στέργιος Μανουράς δικηγόρος.
Η γιαγιά του, που ήταν εγγονή του Ιωάννη Αναγνώστη έλεγε στο μικρό τότε Στέργιο ότι ο ήρωας παππούς, κατέφευγε συχνά στην Καλόειδαινα επικηρυγμένος από τους Τούρκους. Ήταν πολύ πιστός και ενάρετος, σχεδόν άγιος. Κάποιες φορές μάλιστα είχε ακούσει αγγελική λειτουργία εκεί, ενώ η εκκλησία ήταν άδεια.
Μια μέρα μάλιστα ενώ προσευχόταν άκουσε μια φωνή να του λέει: «φύγε… φύγε…». Βγήκε έξω και τι να δει;
Ανέβαινε ένα τούρκικο ασκέρι για να τον πιάσει. Και χάρις στη φωνή αυτή κατάφερε να ξεφύγει.
Η επανάσταση του 1866 τον βρίσκει πανταχού παρόντα έτσι ώστε να λέγεται ότι «όπου πρίνος και κλαδί Κατσαντώνης κατοικεί». Καταδιώκοντάς τον οι Τούρκοι, ρωτούν τη μάνα του που είναι γιος σου; Εκείνη τους απαντά: «Δεν ξέρω αφεντάδες μου, γιατί αυτός στο Κέντρος βραδιάζεται στον Ψηλορείτη ξημερώνεται, στον Ψηλορείτη ξημερώνεται στο Κέντρος βραδιάζεται».
Ο Αναγνώστης, ήταν άνθρωπος πιστός, ευσεβής και ενάρετος, όπως όλοι οι μεγάλοι αγωνιστές της λευτεριάς. Ήταν ψάλτης γι’ αυτό είχε το παρατσούκλι Αναγνώστης. Είχε πάντα πάνω του ασημένια θήκη με τίμιο ξύλο, που σώζεται στην τρισεγγονή του Αθηνά Καλογεράκη, με το οποίο σταύρωνε αρρώστους για να γίνουν καλά. Πίστευε ότι το τίμιο ξύλο τον προστάτευε και δεν τον εύρισκαν οι τούρκικες σφαίρες. Μια φορά που τραυματίσθηκε σε μάχη, υποψιάσθηκε λέγοντας: «Μου κλέψανε το τίμιο ξύλο», όπως και είχε γίνει. Στο μοναστήρι της Καλόειδενας στο Κέντρος, συχνά κατέφευγε, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Κάποιες φορές είχε ακούσει αγγελική λειτουργία εκεί, ενώ η εκκλησία ήταν άδεια. Άλλη φορά, που προσευχόταν μέσα, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει «φύγε, φύγε!», βγήκε έξω και είδε τούρκικο ασκέρι ν’ ανηφορίζει για να τον πιάσει, διηγιόταν η εγγονή του Γαρυφαλλιά Ν. Καλογεράκη, που τον είχε ζήσει, στο τσιφλίκι του στη Νερατζέ απέναντι από τον Άϊ Γιάννη, το οποίο είχε αγοράσει από Τούρκους.
Ήταν άριστος στη σκοποβολή. Σε μια σύγκρουση με Τούρκους, σκοτώνουν τον επικεφαλή Αγά. Διακπλητίζονταν οι συναγωνιστές του ποιός τον σκότωσε. Τους λέγει τότε, «πηγαίνετε να δείτε και αν τη μπάλα (σφαίρα), την έχει στο αστέρι του κουτέλου (μέτωπο) τον σκότωσα εγώ», όπως και ήταν, διηγόταν ο εγγονός του Γιάννης Εμμ. Κατσαντώνης.
Στην επανάσταση του 1866, στην πολιορκία του Αρκαδίου, ανταποκρινόμενος στις εκκλήσεις των πολιορκημένων, συναντάται με τον απεσταλμένο της Ελληνικής Κυβέρνησης, Συνταγματάρχη Κορωναίο, στο Κλεισίδι. Διαφωνούν και αποφασίζει να προχωρήσει με τους επαναστάτες του, στο Αρκάδι για να χτυπήσει τους πολιορκητές από τα νώτα τους. Σημαιοφόρος μπροστά τίθεται ο ευπαρουσίαστος αδελφός του Θεοχάρης. Η σφοδρή καταιγίδα που τους προλαβαίνει στον δρόμο κάνει ασήκωτες τις βράκες τους, δυσκολεύει τις κινήσεις τους και μουσκεύει το μπαρούτι τους, τα όπλα τους δεν πυροβολούσαν. Αναγκάζονται έτσι να επιστρέψουν άπρακτοι.
Ο Εμμ. Γενεράλις (1860-1943), Επιθεωρητής Β/θμιας εκ/σης Κρήτης, γράφει το 1901 σχετικά: «Ιδία δε το 1866 έκλεισε το Άνω Μέρος, αναδείξαν τον οπλαρχηγόν του Κατσαντώνην, δια το θάρρος και την στρατιωτικήν σύνεσιν, έναν εκ των διακρινομένων Καπετάνιων της τότε επαρχίας και Νομού».
Ο Αναγνώστης συμμετείχε αργότερα στις επαναστάσεις 1878 και 1889 σαν υπαρχηγός της επαρχίας του. Στην επανάσταση του 1896 -1897 ήταν πολύ γέρος για να λάβει μέρος στη μάχη. Εξελέγη όμως πληρεξούσιος της επαρχίας του και σε κάθε συνέλευση συμμετείχε ένοπλος δίνοντας πολύτιμες συμβουλές στρατηγικής.
Οι Τούρκοι αργότερα του ζήτησαν να σταματήσει τον ένοπλο αγώνα με όποιο αντάλλαγμα ήθελε. Εκείνος ζήτησε να μπορεί ελεύθερα να φέρει τα άρματά του, το οποίο δεν δέχτηκαν. Οι κόρες του διαμαρτυρόταν, γιατί δεν τους ζήτησε κανένα τσιφλίκι. Τελικά συνέλαβαν τον αδελφό του Θεοχάρη, εκβιάζοντάς τον αν δεν σταματήσει την επαναστατική του δράση θα τον σκοτώσουν και έτσι τον πίεσαν να περιορίσει ένα διάστημα την δράση του.
Μια τραγική εμπειρία, όμοια με τον γέρο του Μωριά, που τον πόνεσε πολύ είχε το 1899, όταν δολοφονήθηκε ο πρωτογιός του Κυριάκος (πατέρας του Παπά Κυριάκου) στο Κέντρος, από Ελληνικά χέρια, στη δίνη βεντέτας στην οποία δεν είχε εμπλακεί.
Για τον σπουδαίο αυτό αγωνιστή ο απόγονός του Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών έχει κάνει ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στην εφημερίδα του Ηρακλείου Πατρίς (Τρίτη, 23 Νοεμβρίου 2021) με τίτλο «Οπλαρχηγός Καπετάν Ιωάννης Αντ. Κατσαντώνης (Αναγνώστης 1817-1016).
Από αυτό κρατάμε μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που δεν είναι ευρύτερα γνωστή.
Στη δύση του βίου του ο Αναγνώστης είχε γίνει πολύ ευαίσθητος. Λέγεται ότι κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων απομακρυνόταν από το χωριό για να μην ακούει τι ς κραυγές των χοίρων που σφάζονταν για το γιορταστικό τραπέζι.
Ο μπαρουτοκαπνισμένος αγωνιστής δεν άντεχε τον θόρυβο αυτό που του θύμιζε τις σφαγές των Χριστιανών από τους Τούρκους, όπως αναφέρει η κόρη του Χαρίκλεια Κατσαντώνη Καλογεράκη.
Κι όπως τονίζει ο δρ Καλογεράκης Ευτύχιος «Και στις τελευταίες μέρες της ζωής του, ερχόταν οι αναμνήσεις και φώναζε «αποκέ μωρέ Γιώργη απάντα τσι Τούρκους, νάτσι έρχονται». Έβγαζε πολεμικές ιαχές και έκανε κινήσεις σκόπευσης, βγάζοντας το περιεχόμενο του υποσυνειδήτου του.
Στο Άνω Μέρος, υπήρχε από το 1997, στην είσοδο του χωριού η προτομή του που με τα χρόνια την κάλυπταν οι πικροδάφνες από ολόγυρα κι ήταν χαμένη στη λησμονιά. Ακόμα και στις μέρες μας πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτιόταν ποιος είναι αυτός στην προτομή.
Η κατάσταση αυτή ενοχλούσε από καιρό τον σπουδαίο Αμαριώτη επιχειρηματία κ. Ιάκωβο Παττακό. Γιατί ο τιμώμενος στην προτομή δεν ήταν ο καθένας. Ήταν ο περίφημος Ιωάννης Αναγνώστης Κατσαντώνης που η λαϊκή μούσα είχε αφήσει στον αιώνα με τους στίχους:
«Νάσανε ούλοι οι αρχηγοί
ωσάν τον Κατσαντώνη
ήθελε κάμουν την Τουρκιά
να μην πολυξαπλώνει…».
Κι όμως ο ήρωας έμενε ξεχασμένος στο ίδιο του το χωριό.
Αυτό έπρεπε κάποτε να διορθωθεί και ο κ. Παττακός ως πρόεδρος τότε του Πολιτιστικού Συλλόγου, με την αποφασιστικότητα που τον διακρίνει ανέλαβε πρωτοβουλία. Με τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου του και χωρίς καμιά αντίρρηση από τον πρόεδρο του χωριού οργάνωσε τελετή αποκαλυπτηρίων που στήριξε με προθυμία ο δήμος Αμαρίου.
Σύμφωνα με τον Ανωμεριανό Εμμανουήλ Σοφιαδάκη, από τους γενναίους συμπολεμιστές του Αναγνώστη, όπως κατέθεσε στο συγγραφέα Εμμ. Ζαχ. Κατσαντώνη ο σεβάσμιος πολεμιστής είχε πάρει μέρος σε 63 μάχες με απαράμιλλο ηρωισμό.
Αυτά μας φέρνει σήμερα στο νου το πανηγύρι στην Καλόειδαινα που είναι από τις σημαντικότερες κοινωνικές εκδηλώσεις όλης της επαρχίας Αμαρίου. Και η παραδοσιακή φιλοξενία των Ανωμεριανών την κάνει ακόμα σπουδαιότερη.