Και η προδοσία ιερέα όταν μια κοπέλα του εξομολογήθηκε τη δολοφονία του βιαστή της
Στον απόηχο του εορτασμού της ημέρας της γυναίκας απολογείται και η «Ιστορία» για την τύχη των γυναικών σε δίσεκτες εποχές. Κι όπως βεβαιώνουν οι γραφές χειρότερη περίοδος για τη γυναίκα από την Οθωμανική κυριαρχία δεν υπήρξε.
Στον Κρητικό Πόλεμο, του Μαρίνου Τζανε Μπουνιαλή, στο σημείο που συνδιαλέγονται ο ποιητής με τη Ρίθυμνα (πατρίδα) διαβάζουμε:
«Πατρίδα»
Γιὰ τὲς γυναῖκες σὲ ρωτῶ τὲς μυριοτιμημένες,
πῶς πᾶσι μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ὁπ’ εἶναι σκλαβωμένες;
«Ποιητής»
Ὕπανδρες, νέες, καλογρές, ὅλες ἐπῆγαν ἴσα,
πολλὲς ἐσκλαβωθήκασι κι ἄλλες ἐμαγαρίσα·
κι ἄξιες κ’ εὐγενικότατες καὶ ξακουστές σου κόρες
δουλεύουσιν ἀνέγνωρες, σκλάβες σὲ ξένες χῶρες.
Κι όταν πια σκέπασαν τον τόπο πυκνά τα πέπλα της δουλειάς, παγώνουν το αίμα οι περιγραφές για τη ζωή των γυναικών που η τιμή τους στα σκλαβοπάζαρα ήταν όση για την αγορά ενός αλόγου.
Πολύ παραστατικά όσο περιγράφει ο Νίκος Σταυρινίδης στο βιβλίο του για την περίφημη Γκιουλνούς.
Σε κάθε επιδρομή τους οι Τούρκοι, πρώτα τους λάφυρα αποκτούσαν τις γυναίκες που εύρισκαν στα χωριά που χτυπούσαν. Διάλεγαν τις πιο όμορφες για το χαρέμι των πασάδων ενώ τις καλλονές έστελναν κατευθείαν δώρο στον Σουλτάνο.
Μα δεν ήταν μόνο οι επιδρομές ο εφιάλτης των γυναικών παρά σε καθημερινή βάση περνούσαν των παθών τους τον τάραχο από τον αγά της περιοχής. Όποια ώρα τον έπιανε πλήξη έστελνε και καλούσε τις κοπέλες να μαζευτούν στον οντά του. Εκεί είχε φροντίσει να απλωθεί στο έδαφος ρόβι που σπάνια κρατούσε την ισορροπία του όποιος το πατούσε.
Όταν μαζεύονταν οι κοπέλες, πτώμα στην κούραση από την ολοήμερη δουλειά στα χωράφια, τις υποχρέωναν γυμνόστηθες ή και εντελώς γυμνές να χορεύουν. Εκείνες παρά τις προσπάθειές τους σπάνια στέκονταν όρθιες αφού πατώντας το ρόβι γλιστρούσαν κι έπεφταν στο έδαφος. Κι ενώ ο αγάς σπαρταρούσε στα γέλια, οι υπηρέτες τους χτυπούσαν αλύπητα με το μαστίγιο τις κοπέλες, αν καθυστερούσαν να σηκωθούν και να συνεχίσουν τον χορό.
Από μια τέτοια θλιβερή βεγγέρα έχουμε την παράδοση που αναφέρεται στο χωριό Αρχοντική που παλιά λεγόταν Αρκούδαινα.
Η τραγική μοίρα μιας αρχόντισσας
Όπως αναφέρει η παράδοση ζούσε την εποχή της Τουρκοκρατίας στο χωριό μια αρχόντισσα πανέμορφη και πατριώτισσα. Με κάθε τρόπο βοηθούσε κρυφά τους αγωνιστές, συμβάλλοντας έτσι στον αγώνα για τη λευτεριά.
Δυστυχώς όμως γι’ αυτήν έγινε αντιληπτή η δράση της. Και η τιμωρία της ήταν απάνθρωπη.
Οι βασανιστές της γέμισαν έναν οντά με ρόβι κι έπειτα την οδήγησαν μέσα και την υποχρέωσαν να χορεύει.
Προφορικές παραδόσεις αναφέρουν ότι ενώ εκείνη χόρευε οι Τούρκοι που την είχαν περικυκλώσει έκοβαν κι ένα κομμάτι από τη σάρκα της όταν την έφτανε το σπαθί τους. Σε λίγο η πανέμορφη γυναίκα μεταβλήθηκε σε μια άμορφη μάζα καταματωμένη. Και τότε γελώντας φώναζαν πως μοιάζει με αρκούδα. Έτσι το χωριό ονομάστηκε Αρκούδαινα.
Σε άλλη πηγή βρήκα ότι επειδή η αρχόντισσα γλιστρούσε πάνω στο ρόβι και συνέχεια έπεφτε οι Τούρκοι την περιγελούσαν φωνάζοντας «σαν την αρκούδα χορεύει».
Η προδοσία επίορκου ιερέα
Πολλές φορές επίσης οι γυναίκες έπεφταν θύματα εμπιστοσύνης σε πρόσωπα υπεράνω υποψίας αν έκαναν το λάθος να εξομολογηθούν πράξεις που τις βάραιναν. Παράδειγμα η πανέμορφη Κρουσταλλιά από τα Λευκόγεια.
Αυτή είχε βάλει στο μάτι ένας φοβερός γενίτσαρος που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Χριστιανών.
Ήταν βράδυ όταν η άτυχη Κρουσταλλιά τον είδε πάνω από το κρεββάτι της με το που αντιλήφθηκε μέσα στον ύπνο της κι ανοίγοντας τα μάτια της ότι δεν ήταν μόνη στο δωμάτιο.
Προσπάθησε να καλέσει σε βοήθεια αλλά εκείνος της είχε κλείσει με την παλάμη του το στόμα. Η κοπέλα παρά τη δεινή της θέση δεν έχασε το θάρρος της. Αμύνθηκε γενναία και πάνω στην πάλη τους τον σκότωσε. Αμέσως μετά με φόβο μη γίνει αντιληπτή και πληρώσει μαζί της το έγκλημα και η οικογένεια της κατάφερε να σύρει το πτώμα μέχρι τη χαράδρα Τρυπητή και να το πετάξει στο βάθος της.
Όταν βρέθηκε το πτώμα του γενίτσαρου οι Τούρκοι άρχισαν λυσσαλέα να αναζητούν τον ένοχο. Ο πασάς του Ρεθύμνου μάλιστα, ήταν τότε ο Οσμάν Πασάς ο επονομαζόμενος Πνιγάρης, υποσχέθηκε μεγάλη αμοιβή σε όποιον του παραδώσει τον φονιά.

Ποια η έκπληξή του όμως όταν εμφανίστηκε μπροστά του ο παπάς του χωριού της Κρουσταλιάς και κατήγγειλε την κοπέλα για τον φόνο.
– Και που το ξέρεις μπρε, ρώτησε ο Οσμάν υποψιασμένος.
– Μου το ξομολογήθηκε πασά μου απάντησε ο πλανεμένος ρασοφόρος. Βάραινε την ψυχή της το κρίμα και μου το είπε στην εξομολόγηση.
Θα περίμενε κάποιος ότι ο Οσμάν πασάς θα ζητούσε να φέρουν κοντά του την κοπέλα. Αμ δε. Εκείνος κάλεσε αμέσως να παρουσιαστούν μπροστά του, τον Δεσπότη, τον Ραββίνο και τον Χότζα.
– Πείτε μου τους ρώτησε. Ποια τύχη πρέπει να έχει ο παπάς που προδίδει αυτό που άκουσε στην εξομολόγηση;
– Θάνατος απάντησαν και οι τρεις με μια φωνή σχεδόν.
Χαμογέλασε με σημασία ο πασάς. Και την άλλη μέρα ο επίορκος ιερέας βρέθηκε κρεμασμένος στον πλάτανο.
Η θέα του κρεμασμένου ιερέα γέμισε φόβο τους Χριστιανούς. Ποιος ξέρει τα θα τραβούσαν στη συνέχεια γιατί εξέλαβαν για σημάδι νέου κύκλου διώξεων τη δολοφονία του παπά.
Που να φανταστούν τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες του σαραγιού και μάλιστα μέρες Μεγάλης Εβδομάδας που πλησίαζε στο τέλος της.
Που να ήξεραν ποιος πραγματικά ήταν ο Οσμάν.
Με φόβο και ο Ηγούμενος του Πρέβελη πήρε την εντολή να εμφανιστεί αμέσως στον Πασά. Περίμενε πως μετά τον ιερέα των Λευκογείων είχε έρθει η σειρά του.
Ήταν πρωί Μεγάλου Σαββάτου όταν τρέμοντας σχεδόν εμφανίστηκε μπροστά στον Οσμάν που τον καλοδέχτηκε κι επειδή κόντευε μεσημέρι του ζήτησε να καθίσει κοντά του να γευματίσουν.
Ο Ηγούμενος τα χρειάστηκε. Πώς να αρνηθεί το κάλεσμα και το χειρότερο πώς να αρτυθεί μερικές ώρες πριν να τελειώσει η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής;
Με μεγάλη του έκπληξη όμως διαπίστωσε ότι οι πιατέλες που κουβαλούσαν οι σκλάβοι στο τραπέζι περιείχαν νηστίσιμα φαγητά.
Ο Ηγούμενος ξαφνιάστηκε.
«Να δεις που ο Πασάς με δοκιμάζει σκέφτηκε. Ποιος ξέρει τι θα μου αξώσει».
Ο Οσμάν όμως χωρίς να χάσει το χαμόγελό του και την καλή του διάθεση γευμάτισε με τον ηγούμενο που περίμενε με αγωνία τώρα να μάθει επιτέλους σε τι όφειλε εκείνη την περίεργη πρόσκληση του Πασά.
Του το είπε ανοικτά και κείνος τον καθησύχασε.
– Μη φοβάσαι του είπε. Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό. Περίμενε μέχρι το βράδυ και τότε θα μάθεις γιατί σε κάλεσα.
Όταν νύχτωσε για τα καλά είδε ο ηγούμενος τον Οσμάν να διαβαίνει το κατώφλι της κάμαρας που τον φιλοξενούσε. Ήταν εντελώς μονάχος και ντυμένος απλά. Χωρίς τα στολίδια και τα άρματα που συνόδευαν το επίσημο ντύσιμό του.
– Ακολούθησέ με και μη φοβάσαι του είπε.
Παραξενεμένος περισσότερο τώρα τον ακολούθησε ο ηγούμενος. Σε λίγο βρέθηκαν στα υπόγεια του σαραγιού. Ο Οσμάν άνοιξε μια κρυφή πορτούλα και άφωνος ο ηγούμενος βρέθηκε σε μια μικρή εκκλησία.
– Δεν είναι ώρα να αναστήσουμε; Άκουσε τον Οσμάν να τον ρωτά. Κι όταν έκπληκτος ο ηγούμενος σήκωσε το βλέμμα να τον αντικρίσει είδε πως τα μάτια του Τούρκου ήταν βουρκωμένα. Ήταν κρυφοχριστιανός όπως αναφέρουν πηγές στις οποίες είχαμε στηρίξει εκτενές αφιέρωμα στον Πνιγάρη που είχαμε δημοσιεύσει παλαιότερα. Και πιο συγκεκριμένα ήταν ο πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίο ο ίδιος ο Μαχμούτ Β΄ είχε δώσει εντολή να μεταμφιεστεί σε πασά και να πάει στην Κρήτη, για να εξοντώσει όλους τους εκεί «μουσουλμάνους κακοποιούς». (Δημήτρη Μιχαλόπουλου: Ποιος ήταν ο τρομερός Πνιγάρης της Κρήτης).
Βρήκαν τον δάσκαλό τους
Μπορεί να βασάνιζαν αλύπητα τις γυναίκες οι γενίτσαροι εκείνες τις σκοτεινές εποχές αλλά κάποιοι από αυτούς βρήκαν τον δάσκαλό τους από κάποιες Κρητικοπούλες που το έλεγε η ψυχή τους.
Ποιος δεν θυμάται τις παραδόσεις για την καπετάν Μαρίνα του Ροδάκινου.
Ήταν Ιούλιος του 1823. Οι Κρητικοί έχουν περιορίσει στα κάστρα τους Τούρκους και ιδιαίτερα εκδικούνται για τα τόσα χρόνια σκληρής σκλαβιάς τους φοβερούς Γενίτσαρους.
Μετά από έκκληση των Τούρκων του Ρεθύμνου που είχαν αρχίσει να τα βλέπουν σκούρα με τους επαναστάτες έφθασαν ενισχύσεις με επικεφαλής τον αιμοσταγή Αλβανό τ Χουσεΐν Πασά.
Αυτός μεθοδικά και εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες των υπερασπιστών του νησιού ξεκινά από το Ηράκλειο και σπέρνοντας τον όλεθρο από το Ηράκλειο μέχρι το Αμάρι φθάνει και στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Με την ίδια τακτική καταφέρνει ανενόχλητος βιάζοντας και σφάζοντας να πλησιάσει το Ροδάκινο.
Επειδή τα νέα κυκλοφορούσαν γρήγορα ακόμα και στις εποχές που δεν υπήρχε η συνδρομή της τεχνολογίας, έμαθαν στο χωριό για τον επικείμενο ερχομό των Αιγυπτίων. Μια ομάδα, καμιά δεκαπενταριά γυναίκες με τα παιδιά τους έσπευσαν να βρουν τόπο να κρυφτούν. Μια σπηλιά τους πρόσφερε καταφύγιο αλλά οι στρατιώτες κατάφεραν να τις εντοπίσουν.
Από φόβο μήπως στη σπηλιά υπήρχαν και άνδρες με τουφέκια κι επειδή δεν είχαν άλλο τρόπο να το διαπιστώσουν έστειλαν έναν στρατιώτη να ερευνήσει. Εκείνος μη μπορώντας να κάνει και διαφορετικά άρχισε να αναρριχάται για να φτάσει στο σπήλαιο. Από μια άστοχη κίνηση κατά την αναρρίχηση εκπυρσοκρότησε το όπλο του και τον τραυμάτισε σοβαρά στο πόδι. Δυο δάχτυλα είχαν αποκοπεί και η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη.
Εκείνος όμως έπρεπε να ολοκληρώσει την αποστολή του, αφού ανέπνεε ακόμα. Κατάφερε με φρικτούς πόνους να φτάσει στο σπήλαιο. Βρήκε τα γυναικόπαιδα και τα παρέδωσε στους άλλους. Εκείνοι έδεσαν τις γυναίκες εκτός από τα παιδιά που κοιτούσαν φοβισμένα και δεν ήξεραν τι να κάνουν και παρέδωσαν την άκρη του σχοινιού στον τραυματισμένο στρατιώτη αδιαφορώντας για την κατάστασή του. Τον διέταξαν να τις μεταφέρει στο Ρέθυμνο για να συνεχίσουν εκείνοι τον δρόμο τους. Άλλωστε δεν είχε να κάνει παρά με λίγες τρομοκρατημένες γυναίκες που, καθώς ήταν και δεμένες δεν μπορούσαν να του δημιουργήσουν πρόβλημα.
Μέσα σε φρικτούς πόνους ξεκίνησε ο στρατιώτης σέρνοντας τις αιχμάλωτες. Σε λίγο δεν μπορούσε να κρατήσει τις φωνές του σε βαθμό που άρχισαν να τον λυπούνται και οι ίδιες οι αιχμάλωτες. Μια από αυτές η Μαρίνα, ανδρογυναίκα με τα όλα της, περίμενε να φτάσουν κοντά σε ένα βράχο και εκεί ζήτησε τον λόγο από τον στρατιώτη.
– Εδώ του είπε κακόμοιρε, φυτρώνει ένα βοτάνι που σταματά το αίμα από την πληγή, παγουριαίνει και τον πόνο. Ας θες άφησέ με να σου φέρω λίγο να βάλεις στο πόδι σου να γειάνει.
Ήταν τέτοια η κατάσταση του τραυματία που δεν περίμενε να το σκεφτεί. Αμέσως της έλυσε τα χέρια. Η Μαρίνα σύρθηκε με την κοιλιά στο σημείο που βρισκόταν ένας θάμνος και με τεράστια προσπάθεια απέσπασε ένα δυο κλωνάρια.
Τα έδωσε στον Τούρκο βοηθώντας να τα βάλει στην πληγή. Φαίνεται πως είχε άμεσο αποτέλεσμα το βότανο, γιατί ο στρατιώτης σταμάτησε να βογκά. Έδειχνε ανακουφισμένος.
Η Μαρίνα δεν έχασε καιρό.
– Τώρα του είπε είδες που είναι το βότανο. Κατέβα να πάρεις περισσότερο γιατί αυτό που μπόρεσα να κόψω δεν θα σε φτάσει. Κι έχουμε δρόμο μπροστά μας.
Ο Τούρκος χωρίς να χάσει καιρό χαμήλωσε, υπολόγισε την απόσταση μέχρι τον θάμνο και ετοιμάστηκε να συρθεί μέχρι εκεί. Η Μαρίνα με κομμένη την ανάσα τον παρακολουθούσε και μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς είχε τα χέρια ελεύθερα πήρε μια μεγάλη πέτρα και την πέταξε με αστραπιαίες κινήσεις στο κεφάλι του στρατιώτη. Εκείνος από τη ζάλη δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι έπεσε στο γκρεμό. Έτσι η Μαρίνα κατάφερε να σώσει τις συγχωριανές της από το σκλαβοπάζαρο και την ατίμωση.
Το πάθημα αγά στο χωριό Κεραμέ
Και μια ακόμα χαριτωμένη ιστορία, σχετική με τη λεβεντιά των γυναικών, μας αφηγείται όπως την άκουσε ο κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, στο βιβλίο του «Κεραμές κι Αγαλλιανός».

Ήταν λοιπόν ένας αγάς, πιθανότατα από το Φρατί, που ερχόταν συχνά στο χωριό Κεραμέ για να φέρνει στα όρια της απόγνωσης τους ντόπιους με τη χυδαία του συμπεριφορά.
Συνήθιζε να μαζεύει τις κοπέλες του χωριού στον οντά του Κώστα του Σπυριδοτζαγκάρη και τις έβαζε να χορεύουν, αφού έριχνε ρόβι ή ψαρές ώστε οι κοπέλες να γλιστρούν και να πέφτουν κάτω. Ο καιρός περνούσε όμως και η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Κι εκεί που οι πάντες αναζητούσαν λύση μια γενναία γυναίκα η Τζιριτογληγόραινα, μητέρα του Τζιριτομιχάλη, αποφάσισε να διακινδυνεύσει, αρκεί να σώσει τις κοπέλες από τις νοσηρές διαθέσεις του αγά.
Και η ευκαιρία δεν άργησε να της δοθεί. Μια μέρα ήρθε ξανά το φρικτό κάλεσμα. Έπρεπε να μαζευτούν όλες οι κοπέλες στο γνωστό σπίτι, όπου τις περίμενε ο αγάς. Εκείνος βλέποντας να μπαίνουν μια-μια κοιτάζοντας το πάτωμα, κατακόκκινες από ντροπή, με βήμα που σερνόταν και από την κούραση της μέρας, χάιδευε τα γένια του με σαρδόνιο χαμόγελο. Περιέφερε τη ματιά του σε κάθε μια ξεχωριστά και σκεφτόταν τι άλλο να προστάξει για να κάνει την ψυχαγωγία του πιο έντονη. Κι εκεί που διασκέδαζε με τα σκυμμένα κεφάλια και η ματιά του αδιάκριτα περιφερόταν στα δροσερά κορμιά, ένα βλέμμα τον διαπέρασε.

«Άλλο και τούτο» σκέφτηκε. Ποια να ‘ταν αυτή που τον κοιτούσε προκλητικά και γεμάτη νάζι σαν να αποζητούσε την προσοχή του; Τα ‘χασε ο αγάς. Αυτό δεν του είχε ξανατύχει. Ρώτησε και έμαθε πως ήταν η Τζιριτογληγόραινα!
Περίεργος πάντα στύλωσε τη ματιά του πάνω της κι εκείνη που το αντιλήφθηκε δεν σταμάτησε να τον προκαλεί με το νάζι της.
Δεν άντεξε άλλο ο αγάς. Κάλεσε την όμορφη καλεσμένη του να σιμώσει. Κι εκείνη πλησίασε βέβαια αλλά μόλις έφθασε σε απόσταση κατάλληλη απλώνει το χέρι και σφίγγει με λύσσα τα γεννητικά όργανα του χυδαίου τυράννου.
Εκείνος από τον αφόρητο πόνο είχε καθηλωθεί. Κι ούτε να σκεφτεί να αντιδράσει. Μόλις η γενναία κοπέλα πέτυχε το στόχο της, χωρίς να μετριάσει το σφίξιμο έκανε νεύμα στις άλλες. Κι αυτές πέφτοντας πάνω του έβγαλαν το άχτι τους χτυπώντας τον αλύπητα με τα τσόκαρά τους.
Από κείνη τη μέρα ο αγάς δεν ξαναφάνηκε στο χωριό. Εύκολα να φανταστούμε ότι ο θρασύδειλος αυτός δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει γνωστό το πάθημά του. Γιατί που ξανακούστηκε να κάνουν τόπι στο ξύλο κοτζάμ αγά μερικές ανυπεράσπιστες κοπέλες;
Έτσι γλίτωσαν οι κοπέλες του χωριού χάρις στην ηρωική τους συγχωριανή που τις έσωσε με την αποφασιστικότητά της.
Και ο χυδαίος αγάς βρήκε επιτέλους τον μάστορή του.