Πήρα μαζί μου φεύγοντας τον σπόγγο του πίνακα που είχε φτιάξει ο V πριν από έξι χρόνια, και που σιγά-σιγά έφτασα να τον χρησιμοποιώ ως τον δικό μου προσωπικό σπόγγο για να σβήνω. Τον είχε φτιάξει με ένα σφουγγάρι πιάτων μακρόστενο που το κόλλησε από τη σκληρή του πράσινη πλευρά πάνω σε ένα ξύλο κομμένο στο ίδιο μέγεθος και βαμμένο με το ασημί αστάρι που περνάμε τα μέταλλα. Μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια καταπονήθηκε πολύ αλλά δεν διαλύθηκε σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο σπόγγο για πίνακα μαρκαδόρου.
Είναι αλήθεια ότι ήταν ικανός να επιδιορθώνει αρκετά απ’ όσα χάλαγαν κατά καιρούς στο σχολείο. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να ζητάμε τη βοήθειά του, όταν προέκυπτε κάτι. Τον καμάρωνα όταν καθόταν μπροστά στο πρόβλημα σκεφτικός, την ώρα που το μυαλό του δούλευε πριν αναλάβουν τα χέρια.
Ζωγράφιζε όλη την ώρα. Στα βιβλία του, σε ό,τι φωτοτυπίες του έδιναν, στα θέματα των διαγωνισμάτων, στις απαντήσεις τους και στο θρανίο του.
Ζωγράφιζε αγροτικά, ποιμενικούς σκύλους, όπλα, βουνά και πρόβατα. Αφαιρετικά, αρμονικά και δυνατά σχήματα, που έμενα να τα κοιτάζω και δεν του ζήταγα να τα σβήσει. Και όχι μόνο εγώ.
Πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων στο μεγάλο πανό που ζωγράφισαν οι τάξεις, με πολλά παρακάλια τελικά διάλεξε να ζωγραφίσει ένα χειμαδιό πάνω στον Ψηλορείτη. Δεν θεωρούσε σημαντική τη ζωγραφική του παρά μόνο για να παίρνει τη χαρά της ή για να απασχολεί τα χέρια του στη διάρκεια των μαθημάτων που βαριόταν απεριόριστα.
Δε βαρέθηκε ωστόσο να διηγηθεί μια ιστορία του, στη Λογοτεχνία, όταν διαβάσαμε το «Λύκο» του Έρμαν Έσσε. Ένα από τα σκυλιά τους κάποτε έπεσε σε ένα πηγάδι. Προσπάθησαν να το βγάλουν αλλά δεν τα κατάφερναν. Έκλαιγε συνέχεια το σκυλί, δυο μέρες και παραπάνω κι αυτός ήταν από πάνω πολύ αναστατωμένος και επέμενε πολύ – ίσως να έκλαιγε κι αυτός – να τον κατεβάσουν στο πηγάδι. Στο τέλος έγινε. Τον κατέβασαν, μικρός καθώς ήταν, δεμένο με ένα σκοινί και ανέβασε τον σκύλο.
Είχε έντονα ξεσπάσματα αταξίας και ζωηράδας, συχνά, αλλά αγρίευε πραγματικά όταν κάποιο από τα παιδιά που ήταν συγγενής του ή συγχωριανός του τιμωρούνταν για κάποιο λόγο που ποτέ δεν ήταν πιο σοβαρός από την υποχρέωση να υπερασπιστεί τον συγγενή ή τον φίλο του. Ο ίδιος αντιμετώπιζε ψύχραιμα τις τιμωρίες.
Στη Γ’ γυμνασίου πια, η τάξη του σε ομάδες, είχε αναλάβει να διαβάσει από τον τόμο των Παραδόσεων του Ν. Πολίτη κάποιες ιστορίες και να τις διαμορφώσει σε μικρά θεατρικά. Η ομάδα του V διάλεξε μια παράδοση με τον τρόπο που την αφηγούνταν στη Νάξο. Κεντρικό θέμα ήταν η αναζήτηση της κόρης από το παλικάρι, που έπρεπε σε πολύ λίγο χρόνο να την ψάξει και να τη βρει μέσα στις εκατό κάμαρες ενός μαγεμένου παλατιού, ξεκλειδώνοντας μια-μια τις πόρτες. Μοιράστηκαν στην ομάδα οι ρόλοι και αυτός επινόησε και διάλεξε να είναι το «Κλειδί»… το οποίο δοκίμαζε στις πόρτες ο ήρωας. Οι διάλογοι με τον κάτοχό του, τον πρωταγωνιστή, εξελίχθηκαν έτσι ώστε το προσωποποιημένο κλειδί έγινε ο έξυπνος σύντροφος του γεμάτου άγχος νέου, που του έδινε κουράγιο, τον κορόιδευε και το διασκέδαζε πολύ…
Πριν την παρουσίαση του θεατρικού που θα κάναμε σε εκδήλωση στο Ρέθυμνο μαζί με πολλά άλλα σχολεία, μας είπε πως δεν θα έρθει. Τον παρακαλέσαμε. Η Αλίκη κι εγώ, του είπαμε πως θα του ανεβάσουμε το βαθμό… πως δεν παρατάμε έτσι την ομάδα… πως είχε κάνει τόσο καλή δουλειά… και ήμουν σίγουρη πως είχε πεισθεί και πως την άλλη μέρα ο V θα ήταν στο λεωφορείο από το Γαράζο για το Ρέθυμνο.
Δεν ήταν… Διάλεξε να μείνει στο χωριό, στο χειμαδιό και σε ό,τι άλλο κάναν. Βοήθεια και συμπαράσταση στη μεγάλη οικογένεια, γονείς, παππούδες, αδέλφια, ξαδέρφια και επίσης ντρεπόταν πολύ να εκτεθεί σε ένα κόσμο διαφορετικό που καθόλου δεν ήξερε.
Η Αλίκη κι εγώ τον γνωρίζαμε – νομίζαμε – αρκετά καλά. Τον είχαμε ζήσει και στα τρία γυμνασιακά του χρόνια. «Διάβαζε!! Μπορείς να γίνεις αρχιτέκτονας, να πας στη Σχολή Καλών Τεχνών… έτσι ωραία που ζωγραφίζεις… Πήγαινε να τελειώσεις το ΕΠΑΛ, να γίνεις ηλεκτρολόγος ή μηχανικός, τόσο που κόβει το μυαλό σου και πιάνουν τα χέρια σου…να μην το αφήσεις».
Μας άκουγε με μισό χαμόγελο, ευγενικό και με το βλέμμα κάπου αλλού στραμμένο, έμπλεκε κάπως αμήχανα τα χέρια του, που ήταν πάντοτε σκασμένα και χαραγμένα από τη δουλειά…τις αποφάσεις τις είχε ήδη μέσα του. Ίσως κάποιες στιγμές να κλονίστηκε λίγο. Αλλά ήταν από παιδί βοσκός, του άρεσε, του έδινε δύναμη, ταυτότητα, ήταν χρήσιμος σε αυτή τη μεγάλη οικογένεια που τον είχε ανάγκη. Όλες του οι δυνάμεις θα ήταν στη διάθεσή της, στην προστασία των αδελφών του, στην επαγρύπνηση και στην προσφορά σε αυτή την κοινότητα, με τα παραβατικά και μη στοιχεία της, καθώς σε αυτήν ένοιωθε πως ανήκε και σε αυτήν αναγνωριζόταν η αξία του.
Και το σχολείο; Απέτυχε ολοκληρωτικά στον προορισμό του όσο αφορά τον V; Θα ήθελα να τον ρωτήσω αν κάτι θυμάται, αν κάτι έμεινε μέσα του. Θα ήθελα κυρίως να είμαι σίγουρη πως πέρασε καλά. Πως δεν διώχνει σαν εφιάλτη την ανάμνηση των γυμνασιακών χρόνων όπως πολλοί ενήλικες. Αυτό θα ήταν ήδη κάτι σημαντικό γι αυτόν και για τη μελλοντική του οικογένεια. Αλλά είναι αρκετό; Αυτό ζητάμε από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση; Από ένα περιφερειακό σχολείο, το Γυμνάσιο Γαράζου, σε μια δύσκολη ως προς τις κοινωνικές και για αρκετές οικογένειες τις οικονομικές συνθήκες περιοχή στον Μυλοπόταμο του Ρεθύμνου; Ασφαλώς όχι!
Θα μπορούσα να προτείνω, να εκθέσω σκέψεις και ιδέες για την αποτελεσματικότερη λειτουργία ενός σχολείου σε αυτή την περιοχή. Αλλά η δυσάρεστη πραγματικότητα το αποκλείει. Το σχολείο τα τελευταία επτά χρόνια «λειτουργεί» με αναπληρωτές εκπαιδευτικούς και κάποιους λίγους μόνιμους νεοδιόριστους και τα εισαγωγικά στο ρήμα δηλώνουν πως η λειτουργία αυτή είναι όλο και πιο πλημμελής. Κάθε χρόνο διαφορετικοί διδάσκοντες, τοποθετούνται αργά έως πολύ αργά μέσα στη σχολική χρονιά και πάντα λείπουν κάποιες ειδικότητες, χάνονται αμέτρητες διδακτικές ώρες και τα παιδιά μένουν στον δρόμο περιμένοντας τα λεωφορεία. Και αυτή τη σημερινή μέρα, 17 του Σεπτέμβρη 2024, το Γυμνάσιο Γαράζου στελεχώνουν ο αναπληρωτής διευθυντής που παλεύει να κρατήσει το σχολείο και δύο εκπαιδευτικοί της Ειδικής Αγωγής που ουσιαστικά υπάρχουν στο σχολείο ως φύλαξη που διαρκεί δύο με τρεις ώρες καθημερινά. Από τις συνολικά 99 εβδομαδιαίως διδακτικές ώρες των τριών τάξεων, γίνονται με κενά λιγότερες από 15…
Θα επιστρέψω ωστόσο στον V και στους δασκάλους του. Οι εκπαιδευτικοί στέκονται το λιγότερο αμήχανοι μπροστά σε παιδιά σαν τον V, γιατί έρχονται για πρώτη φορά στην περιοχή, γιατί πολλοί διδάσκουν ούτως ή άλλως για πρώτη φορά. Έχουν επίσης ακούσει από αρνητικά έως φρικτά πράγματα για παιδιά όπως ο V, για την περιοχή του ορεινού Μυλοποτάμου και για το τι κακό μπορεί να τους συμβεί εκεί. Έχουν ακούσει φήμες για γεγονότα και διαδόσεις, μια ασχολία πολύ αγαπητή για τη μικρή μας Μυλοποταμίτικη και Ρεθεμνιώτικη κοινωνία.
Ο τρόπος που στη συνέχεια εξελίσσεται η σχέση μαθητών-διδασκόντων εξαρτάται από τον βαθμό που οι εκπαιδευτικοί είναι σε θέση να κατανοήσουν και να αποδεχτούν την ιδιαιτερότητα, να αποβάλουν τις προκαταλήψεις από ακούσματα και φήμες και να δουν καθαρά αυτό που έχουν μπροστά τους, τους μαθητές, το περιβάλλον και τις ιστορίες τους. Η αποτελεσματικότητα της δουλειάς τους αλλά και το «καλώς έχειν» των ίδιων, εξαρτάται από τη δυνατότητά τους να σταθούν με ανοιχτό μυαλό και καρδιά, αυστηρά και δίκαια, απέναντι στο μαθητή, ανεξάρτητα από το οικογενειακό του ιστορικό και από το πόσο συμπαθής ή αντιπαθής μπορεί να τους είναι. Ποιος είπε ότι η δουλειά μας δεν είναι μια δοκιμασία του ήθους μας…;
Δεν είναι καθόλου εύκολο όλο αυτό, γιατί κανείς δεν τους προετοιμάζει, αλλά σε αυτά τα επτά χρόνια που αναφέρομαι, κάποιοι το κατόρθωσαν, είδαν καθαρά, λειτούργησαν παιδαγωγικά και έφυγαν με αγάπη μέσα τους και έχοντας δεχθεί αγάπη από μαθητές και γονείς, για να πάνε στα άλλα σχολεία και για τη συνέχεια της ζωής τους.
Δεν ήταν όμως αυτοί οι περισσότεροι… Οι περισσότεροι, οικονομικά ζορισμένοι, ταλαιπωρημένοι από τις δυσκολίες εγκατάστασης και μετακίνησης στο σχολείο, πολλές φορές οργισμένοι γι αυτές τις συνθήκες και πεπεισμένοι για την…εγκληματική φύση της περιοχής, πτοημένοι και δίχως να βρίσκουν πουθενά έμπνευση, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν όπως θα έπρεπε ή θα ήθελαν στο έργο τους. Ωστόσο σε αυτό τους εμπόδιζε και κάτι ακόμη: Η αντίληψη για την κανονικότητα που είχαν στο νου τους. Ήθελαν να έχουν μπροστά τους «κανονικούς μαθητές ενός κανονικού σχολείου για να κάνουν τη δουλειά τους», που δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα ή αν υφίσταται πλέον σε οποιοδήποτε σημερινό αστικό η επαρχιακό περιβάλλον.
Πόσο προετοιμάζεται, αναρωτιέμαι ο σύγχρονος εκπαιδευτικός για να αντιμετωπίσει στο σύνολό του το σημερινό «μη κανονικό σχολείο», ώστε να μην αποτελέσει γι αυτόν η δουλειά του από πρόβλημα έως εφιάλτη; Υπάρχουν διάφορες παγίδες τις οποίες πρέπει να προσέξει, όπως αυτή του διαχωρισμού της τάξης σε καλούς και κακούς, με το πιεστικό αίσθημα της υποχρέωσης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των «καλών» και το παράλληλο δίλημμα να αποβάλει απ’ το μάθημα «τους κακούς» ή όχι. Εκεί ακριβώς αρχίζει ωστόσο ο πραγματικός παιδαγωγικός και κοινωνικός του ρόλος, καθώς ο δάσκαλος στο Δημόσιο σχολείο, στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, στην υποχρεωτική εκπαίδευση, δεν λειτουργεί φροντιστηριακά αλλά είναι εκεί για δύο εξίσου σημαντικούς λόγους. Για να διδάσκει το αντικείμενό του και για να δίνει το παράδειγμά του. Ως προς τον αλληλοσεβασμό, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τη συμπερίληψη και όλα αυτά τα ωραία και δύσκολα που θα ζητούσαμε να χαρακτηρίζουν τον κόσμο μας.
Στην περίπτωση του σύγχρονου εκπαιδευτικού όμως – συνήθως – η ανάγκη να επιβιώσει, να διατηρηθεί στο επάγγελμα και να φύγει γρήγορα και όσο πιο κοντά μπορεί στην εστία του, διαλύει κάθε οραματισμό. Και δεν έχει βοήθεια στον αγώνα του… σχεδόν ποτέ… ιδιαίτερα αν πρόκειται για δάσκαλο που δεν καταλήγει εύκολα στη λύση: «Σε πετάω έξω απ’ την τάξη για να κάνω το μάθημά μου και δεν με νοιάζει ποιος θα σε μαζέψει»... Συμπληρώνω πως καθόλου δεν βοηθούν οι πρόσφατοι πλασματικοί θεσμοί του Συμβούλου Σχολικής Ζωής και του Μέντορα, που σε ένα υποστελεχωμένο σχολείο δεν λειτουργούν καν.
Οι συνθήκες διάλυσης για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους μαθητές σε ένα σχολείο όπως το Γυμνάσιο Γαράζου δημιουργούνται ασφαλώς και πρώτα απ’ όλα από το αρμόδιο υπουργείο και τους φορείς του από το οποίους απορρέει η ευθύνη για τους διορισμούς, τις τοποθετήσεις, την οργάνωση, τη λειτουργία του όλου συστήματος. Συμβάλλει εξίσου σε αυτή τη διάλυση, η αδιαφορία και η προκατάληψη της τοπικής κοινωνίας του Μυλοποτάμου και της ευρύτερης κοινωνίας του Ρεθύμνου. Είναι καθησυχαστικό και εύκολο να υιοθετεί κανείς την ταυτότητα του «πολιτισμένου» και να δείχνει τον απέναντι, ξεχωρίζοντας ανέξοδα τα ερίφια από τα πρόβατα. Αλλά είναι εξαιρετικά προβληματικό και δεν λύνει κανένα πρόβλημα.-
Όσο αφορά τον V, θα μπορούσε να γίνει αρχιτέκτονας, ζωγράφος, κτηνίατρος, θεατρικός συγγραφέας και αυτό αν γινόταν θα θεωρούνταν επιτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ωστόσο ο V είναι και θέλει να παραμείνει στον τόπο του, στα Ζωνιανά ή στα Λιβάδια, στις Αλόιδες, στη Δροσιά ή στα Απλαδιανά, στα Αγρίδια στου Μακρυγιάννη, στον Άγιο Μάμα ή όπου αλλού και να είναι βοσκός και στην περίπτωσή του το υπάρχον σχολείο δεν έχει να του προσφέρει αρκετά. Αφενός γιατί μιλάμε για ένα σχολείο που παρά το ό,τι έχει αρκετό αριθμό μαθητών δεν θα λειτουργήσει σχεδόν καθόλου ως τον Νοέμβριο, ελάχιστα ως τις γιορτές των Χριστουγέννων και στοιχειωδώς από εκεί και μετά. Αφετέρου γιατί το συμβατικό σχολείο, δεν μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά και αποτελεσματικά στις περιπτώσεις και για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των κοινωνιών αυτών.
Η προτεινόμενη λύση από στελέχη της εκπαίδευσης είναι να κλείσουν, τα μικρά περιφερειακά σχολεία. Ανάμεσα στις άλλες οδυνηρές συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης είναι ότι παιδιά όπως ο V θα τελειώσουν μόνο το Δημοτικό.
Δεν πρέπει για το καλό του τόπου αυτού να εξαφανιστούν τα περιφερειακά σχολεία. Το να χαρακτηρισθούν δυσπρόσιτα – υπόσχεση που έχει δοθεί από τον υπουργό Παιδείας, πριν τις εκλογές, στον δήμαρχο Μυλοποτάμου, είναι μια λύση όχι σωτήρια ούτε δημιουργική, αλλά σίγουρα δίνει ελπίδα για το μέλλον.
Σε αυτή την κατά κάποιο τρόπο ύστατη λόγω συνταξιοδότησης αναφορά μου στα παραπάνω θέματα είχα σκοπό κυρίως να μιλήσω για τον V και τη γενναιότητά του να βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο, όπου συγκρούονται η ζωή στα βουνά με όρους προβιομηχανικούς με το σύγχρονο «Μεταπολιτισμό» όπου τα παραδοσιακά σύμβολα κάθε είδους καταρρέουν. Και δεν μπορώ παρά να κλείσω την αναφορά μου με μια ευχή*, να υπάρξει σε μας τους μεγάλους το σθένος, η σοφία και η θέληση αυτό το παιδί να βρει το δρόμο του για το μέλλον, για το καλό του και για το καλό όλων μας. Αυτό προϋποθέτει έγνοια και ενασχόληση από μέρους μας. Προϋποθέτει Πολιτεία και Κοινωνία στις οποίες ο V θα είναι σαν το παιδί του καθενός από εμάς.
Γιατί είναι…
Ως τότε στην ιστορία αυτή, τη γενναιότητα τη μονοπωλεί ο V …
*Ευχή για τον V και τα άλλα παιδιά που αποχαιρετώ με άπειρη αγάπη. Που έκαναν το Γυμνάσιο Γαράζου να είναι για μένα το πιο όμορφο σχολείο του κόσμου.