Η μεγάλη του προσφορά στη φιλανθρωπία και τον πολιτισμό του τόπου του
Συγκίνηση προκάλεσε και στο Ρέθυμνο ο θάνατος του Βαρδή Βαρδινογιάννη που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών. Η εξόδιος ακολουθία και η ταφή θα πραγματοποιηθούν σε στενό οικογενειακό κύκλο, σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του, χωρίς μέχρι χθες το βράδυ να έχει γίνει γνωστός ο χρόνος και ο τόπος.
Ο Βαρδής Ι. Βαρδινογιάννης γεννήθηκε το 1933 στην Επισκοπή Ρεθύμνου. Καταγόταν από ηρωική οικογένεια των Σφακίων, απόγονος του Ιωάννου Βαρδινογιάννη, αρχηγού της Κρητικής εξέγερσης κατά των Οθωμανών.
Οι Ρεθεμνιώτες που έζησαν τα μεταπολεμικά χρόνια στο Ρέθυμνο έχουν πολλά να πουν για κείνο το ψηλό παλικάρι με τα αδρά χαρακτηριστικά. Ενός Ρεθεμνιώτη που δεν απαρνήθηκε τη ντοπιολαλιά του τόπου του ακόμα και όταν έφθασε σε μια από τις ψηλότερες κορφές της ιεραρχίας στην οικονομική ζωή της χώρας.
Στα νεανικά του χρόνια ήταν ένας από τους εκατοντάδες νέους που ζούσε στην καθημερινότητά του τις δυσκολίες της ζωής.
Ήταν το πέμπτο παιδί του Ιωάννη Βαρδινογιάννη και της Χρυσής Θεοδωρουλάκη. Πολυμελής η οικογένειά του, ζούσε με αξιοπρέπεια χάρις σε μια μικρή επιχείρηση που διατηρούσε ο πατέρας του στην Επισκοπή Ρεθύμνου.
Δεν ήταν ο επιμελέστερος μαθητής και ποτέ δεν γύριζε την πλάτη στις μαθητικές σκανταλιές που οργάνωνε η τάξη του. Εκείνη η γενιά του 1951 που έδωσε τόσους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες στις Επιστήμες στα Γράμματα και στο Επιχειρείν. Ο Βαρδής συμμετείχε σε κάθε δράση των νέων της ηλικίας του χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια του σεβασμού και των άλλων αξιών της ζωής.
Οι συμμαθητές του τον θυμούνται να παίρνει πάντα το μέρος των αδυνάτων όποιο κι αν ήταν το τίμημα. Και ο ατίθασος χαρακτήρας του ήταν η αντίδρασή του σε κάθε μορφή βίας και αυταρχισμού.
Κι όταν απέκτησε την οικονομική ευρωστία αναλαμβάνοντας τα ηνία του Ομίλου έγινε ο μεγάλος φιλάνθρωπος και ο γενναιόδωρος Μαικήνας της πολιτιστικής ζωής και του τόπου του.
Η ζωή στο σχολείο
Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης φοίτησε στο τότε Γυμνάσιο Αρρένων κι ήταν μια παρέα με τον Μπάμπη Πραματευτάκη, τον Μιχάλη Πριναράκη, τον Θεμιστοκλή Ρεράκη και άλλους γνωστούς Ρεθεμνιώτες.
Οι φίλοι του θα μπορούσαν να κάνουν τη μεγαλύτερη αποκοτιά για χατίρι του. Γιατί ποτέ δεν τους έδωσε αφορμή να αμφισβητήσουν την μπέσα του. Πόσες και πόσες μνήμες δεν είχε να μοιραστεί αυτή η παρέα.
Ο Βαρδής επέμενε να θυμάται και να γελά με τη μέρα που επρόκειτο να πάει η τάξη του εκδρομή. Κι εκείνος φθάνοντας καθυστερημένα στο σχολείο είδε το λεωφορείο να φεύγει.
Στην αρχή συννέφιασε στην ιδέα ότι έχανε μια ευκαιρία για διασκέδαση από τις σπάνιες που του πρόσφεραν οι συνθήκες της εποχής. Αποφασιστικός όπως ήταν έψαξε να βρει τρόπο να προλάβει το λεωφορείο. Ένα παρατημένο ποδήλατο του έδωσε τη λύση. Το πήρε αμέσως αφού φρόντισε να αφήσει μήνυμα στον κάτοχο που θα το αναζητούσε. Κι έτσι πρόλαβε το λεωφορείο ενώ οι συμμαθητές του, βλέποντάς τον να μπαίνει, παραληρούσαν από ενθουσιασμό για το κατόρθωμά του παρά το συνοφρύωμα του συνοδού καθηγητή που ήταν υποχρεωμένος να επιβάλει την τάξη.
Αργότερα στη σχολή ναυτικών δοκίμων που έδωσε εξετάσεις με τον συμμαθητή του τον Μπάμπη Πραματευτάκη δεν μπόρεσε να χαρεί την επιτυχία του, καθώς αποκλείστηκε ο φίλος του λόγω «πεποιθήσεων».
Έτσι ήταν πάντα ο Βαρδής. Κι ίσως κάτι τέτοια περιστατικά «έκτισαν» τον αντιστασιακό μέσα του.
Μέρες Αντίστασης
Ο Βαρδής αποφοίτησε το 1955 από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων κι ακολούθησε καριέρα αξιωματικού στο Πολεμικό Ναυτικό, στα χνάρια του αδελφού του Νίκου.
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου τον βρήκε απέναντι όπως και κάθε Κρητικό γαλουχημένο από τα νάματα της δημοκρατίας. Μυήθηκε αμέσως στο αντιδικτατορικό κίνημα του Ναυτικού και βοήθησε έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ο ανεφοδιασμός των πλοίων σε περίπτωση κινήματος.
Η δράση του αυτή του στοίχισε την αναγκαστική αποστρατεία του τον Ιούλιο του 1967 με τον βαθμό του πλωτάρχη και την εξορία του στην Αμοργό.
Στο μεταξύ είχαν έρθει οι ευκαιρίες που έδωσαν τη δυνατότητα στον αδελφό του Νίκο να αναπτύξει τη δράση -εφαλτήριο της μετέπειτα οικονομικής δυναμικής με τη δημιουργία του Ομίλου. Ο πρόωρος θάνατός του ήταν ισχυρό πλήγμα για την οικογένεια. Ο Βαρδής από το 1972 είχε αρχίσει να ασχολείται με τις επιχειρήσεις του αδελφού του και ένα χρόνο αργότερα μετά τον θάνατο του Νίκου ανέλαβε την ηγεσία του Ομίλου και μεγαλούργησε.
Η ζωή του με τη Μαριάννα
Η μεγάλη στιγμή στη ζωή του Βαρδή ήταν η γνωριμία του με τη Μαριάννα. Σε φιλικό σπίτι τη γνώρισε. Εκείνη ήταν μαθήτρια Γυμνασίου κι εκείνος ένας απλός αξιωματικός του ναυτικού.
Κατάλαβε με την πρώτη ματιά ότι η Μαριάννα ήταν η γυναίκα της ζωής του και όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια δεν τον ξεγέλασε το ένστικτό του. Κι εκείνη όμως δεν έμεινε αδιάφορη. Με βασικό θεμέλιο τον έρωτα δημιούργησαν το σπιτικό τους και μια υπέροχη οικογένεια με πέντε παιδιά, τον Γιάννη (1962), τη Χριστιάνα (1964), τον Γιώργο (1967), τον Νίκο (1974) και τη Βαρδιάννα (1976). Αργότερα ήρθαν τα εγγόνια και τα δισέγγονα.
Κουμπάρος στον γάμο τους ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης.
Στα πρώτα χρόνια του γάμου της η Μαριάννα εργαζόταν στην αμερικανική πρεσβεία. Για να εξασφαλίζει μάλιστα περισσότερα χρήματα δούλευε και στο ραδιοφωνικό σταθμό στην Αμερικανική Βάση στο Ελληνικό.
Αντιμετώπισε με ψυχραιμία όλες τις δυσκολίες που δημιουργούσαν οι μεταθέσεις του συζύγου της όταν υπηρετούσε στο ναυτικό. Αδιαμαρτύρητα τον ακολουθούσε παντού και φρόντιζε να διευρύνει τους πνευματικούς της ορίζοντες διψώντας για γνώση. Έτσι όταν ο Βαρδής βρέθηκε στην Αμερική, όπου τον έστειλε η υπηρεσία του, εκείνη που τον ακολούθησε χωρίς να το συζητήσει καν αποφάσισε να σπουδάσει οικονομικά στο Denver Universuty, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Ακολούθησε μετάθεση του Βαρδή στη Βρετανία, όπου εκεί η Μαριάννα κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης.
Όσο χρόνο όμως κι αν της απορροφούσε η εργασία και οι υποχρεώσεις της νοικοκυράς, δεν τη στερούσε από τα παιδιά της.
Η μοναδική στιγμή που αμαύρωσε την ευτυχία της και τη σημάδεψε αφήνοντας οδυνηρό τραύμα στην ψυχή της ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Βαρδή Βαρδινογιάννη από τη 17 Νοέμβρη.
Μετά την απόπειρα
Πόσο σημαντικός ήταν ο Βαρδής Βαρδινογιάννης στη συνείδηση όσων τον γνώρισαν φάνηκε μετά την απόπειρα της τρομοκρατική οργάνωσης «17 του Νοέμβρη» εναντίον του.
Ήταν τον Νοέμβρη του 1990 όταν πραγματοποιήθηκε η επίθεση με τρεις ρουκέτες σε βάρος του.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής οι ρουκέτες βρήκαν στόχο το αυτοκίνητο που επέβαινε, όμως ο Βαρδινογιάννης σώθηκε χάρη στην πολύ ισχυρή θωράκισή του. Ο ίδιος, σε συνομιλία που είχε αμέσως μετά με τον στενό φίλο του Αντώνη Λιβάνη (τότε διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου) είπε ψύχραιμα: «..σούταρε πέναλτι ο Σαραβάκος και βρήκε το δοκάρι…».
Αυτή η ατάκα έμεινε να χαρακτηρίζει την παροιμιώδη ψυχραιμία που έδειχνε ο Βαρδής σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Κι είναι γεγονός ότι η απόπειρα αυτή προκάλεσε το κοινό αίσθημα στον ίδιο βαθμό που προκάλεσε και η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Γιατί ο Βαρδής δεν ήταν το σύμβολο της άπληστης πλουτοκρατίας αλλά μια εμβληματική μορφή που εκτός από τα επιχειρηματικά του συμφέροντά του νοιαζόταν και για τον τόπο του.
Φιλάνθρωπος και Μαικήνας πολιτισμού
Όσο ψηλά κι αν έφθασε ο Βαρδής Βαρδινογιάννης ποτέ δεν ξέχασε από που είχε ξεκινήσει. Και από τα πρώτα χρόνια που άρχισε ο Όμιλος να επικρατεί στην οικονομική ζωή του τόπου του κανένας Ρεθεμνιώτης που χτύπησε σε ώρα ανάγκης την πόρτα του δεν έφυγε παραπονεμένος.
Ασθενείς με σπάνιες και απειλητικές για τη ζωή ασθένειες μεταφέρθηκαν στα μεγαλύτερα διεθνώς νοσηλευτικά κέντρα και επέστρεψαν στον τόπο τους υγιείς. Αριστούχοι μαθητές προχώρησαν στις σπουδές τους με υποτροφίες του Ομίλου και διακρίθηκαν στον χώρο της επιστήμης. Εκατοντάδες Ρεθεμνιώτες εξασφαλίστηκαν επαγγελματικά σε θέσεις των εταιρειών του Ομίλου, ενώ παράλληλα με τις επενδυτικές δράσεις του εξασφαλίστηκαν και άλλες πολλές θέσεις εργασίας για ανέργους στην περιοχή του λεκανοπεδίου.
Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης έδωσε τη δυνατότητα στη Μαριάννα του να γίνει η «Ελπίδα» κάθε καταδικασμένου παιδιού να παλέψει με την επάρατη. Ποτέ δεν της αρνήθηκε τα κεφάλαια που χρειάστηκαν για την ίδρυση της Ογκολογικής Κλινικής και την μετεκπαίδευση ιατρών σε μεγάλα κέντρου για την εξειδίκευσή τους σε εγχειρήσεις μεταμόσχευσης μυελού.
«Μπορεί να μου «έφαγε» ενάμιση καράβι αλλά χαλάλι της», συνήθιζε να λέει όταν το έφερνε ο λόγος καμαρώνοντας για τη γυναίκα του.
Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης όμως υπήρξε και ο γενναιόδωρος Μαικήνας της πολιτιστικής ζωής.
Όλες οι μεγάλες διοργανώσεις, όλες οι σημαντικές πολιτιστικές προσπάθειες του Ρεθύμνου είχαν πάντα την αμέριστη και γενναιόδωρη υποστήριξή του.
Γι’ αυτό αγαπήθηκε από τους Ρεθεμνιώτες με την ίδια θέρμη συναισθημάτων που έδειξαν και δείχνουν για τον Παύλο και τον Θεόδωρο, τα αδέλφια του.
Για όλους ήταν πάντα ο Βαρδής κι έτσι ήθελε να τον αποκαλούν. Για το μόνο που παραπονιόταν καμιά φορά ήταν που δεν του επέτρεπε το πρόγραμμά του να κατέβει στο Ρέθυμνο κι εκεί στου Κλικλί το βιβλιοπωλείο πέρασμα των συμμαθητών του να βρει κάποιους από αυτούς και να θυμηθούνε τα παλιά. Εύρισκε όμως παρηγοριά στη νοσταλγία του να στείλει σε κάθε συνάντησή τους που γινόταν κάθε χρόνο το κάτι τις του που πάντα περίσσευε να πιούνε στην υγειά του ας ήτανε απών.