Οι άνθρωποι της γενιάς μου, μας λέει, πρόλαβαν να δοκιμάσουν ισχυρές συγκινήσεις από την πολιτική ζωή της χώρας. Μπορεί και μια απλή διαδήλωση να είχε ως συνέπεια «το ξύλο μιας χρονιάς» στην ασφάλεια, αλλά ο κάθε ηγέτης προκαλούσε μια θύελλα συναισθημάτων. Κάθε νέος το θεωρούσε τιμή του να στηρίξει την παράταξή του σε κάθε προεκλογική περίοδο. Κάτι πολύ δύσκολο. Όσοι τα έζησαν θυμούνται.
Σήμερα που όλα είναι υπό αμφισβήτηση και η πολιτική ως αξία φθίνει επικίνδυνα, αναλογίζεσαι εκείνο το παρελθόν. Και πενθείς εκτός από τη νιότη που έφυγε και όλα εκείνα τα συναισθήματα που ήταν έρωτας για το κόμμα σου και χρέος να το υποστηρίζεις με πλήρη γνώση των αξιών του.
Όταν εγώ προσωπικά θυμάμαι εκείνα τα χρόνια που «πας μη εθνικόφρων βάρβαρος» φέρνω στο νου λεβέντες που τιμούσαν και τον λόγο και την κομματική τους ευθύνη. Κι είναι καλό να τους θυμάται κανείς γιατί πολλοί ήρωες του καιρού εκείνου, χάθηκαν στη λήθη γιατί ποτέ δεν καταδέχτηκαν να εξαργυρώσουν τον αγώνα τους.
Πέρασαν 48 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Οι νεότεροι αγνοούν και τις λεπτομέρειες ίσως επειδή οι μεγαλύτεροι έπαυσαν να μιλάνε στα εγγόνια τους για μεγάλες εθνικές στιγμές.
Κι όμως όλη η χώρα πανηγύριζε εκείνο το βράδυ που τέλειωνε ο εφιάλτης επτά χρόνων παραλογισμού.
Όλα είχαν ξεκινήσει στις 21 Απριλίου του 1967 όταν η Δημοκρατία «μπήκε στον γύψο».
Πρωί-πρωί οι δρόμοι του Ρεθύμνου αντιβοούσαν από τις κραυγές του Πέτρου Ταχτατζή που οδηγούμενος πρώτος αυτός στα κρατητήρια ούρλιαζε «Ζήτω η Δημοκρατία».
Τα φερέφωνα των συνταγματαρχών θέλησαν να εξασφαλίσουν και τα νότα τους και από εφημερίδες με ξεκάθαρο το στίγμα τους στα δημοκρατικά ιδεώδη. Αμέσως κάλεσαν στο Αστυνομικό Τμήμα τον εκδότη των «Ρ.Ν.» Γιάννη Χαλκιαδάκη και του ζήτησαν συνεργασία. Εκείνος τους απάντησε ευθαρσώς ότι θα προτιμήσει να σταματήσει την έκδοση.
Η αντίδραση των χουντικών ήταν άμεση. Ακολούθησε νέα οδύσσεια για τον Γιάννη Χαλκιαδάκη με διώξεις και φυλάκιση. Ρεθεμνιώτες φοιτητές οργανώνονται στην Αθήνα με άλλους πυρήνες αντίστασης.
Περνούν επτά χρόνια πέτρινα για την Ελλάδα. Όσοι δεν βρίσκονταν στην Ελλάδα, συσπειρώνονται γύρω από ομάδες που αγωνίζονται για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ο Μπάμπης Πραματευτάκης με αφορμή τη σύλληψη της Αμαλίας Φλέμινγκ συνθέτει στο Μόναχο που έχει αποκλειστεί, όλη τη διάρκεια της επταετίας, το «Χαράματα κτυπούν την πόρτα» σε ποίηση Παύλου Μπακογιάννη που γίνεται φωνή αντίστασης για τους ξενιτεμένους Κρητικούς.
Αμέτρητοι είναι οι Ρεθεμνιώτες που δίνουν το δικό τους αγώνα. Οι περισσότεροι θα γνωρίσουν τη φρίκη των κολαστηρίων της Μπουμπουλίνας. Ανάμεσά τους ο Γιάννης και η Αιμιλία Βογιατζάκη, ο Γιώργης Περάκης, ο Γιάννης Σμπώκος και πολλοί άλλοι.
Ο Ουρανογιώργης θα επιχειρήσει να ξεσηκώσει φλόγες επανάστασης με την ιστορική συνάντηση αγωνιστών στο Αγιασμάτσι.
Η νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1967 στο Αγιασμάτσι
Μεγάλη αποκοτιά εκείνη η συνάντηση που άφησε έντονο το αποτύπωμά της στην ιστορία.
Νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1967 στο σπίτι του Γιώργη Ουρανού στο Αγιασμάτσι είχαν συγκεντρωθεί για σύσκεψη όλοι οι πυρήνες αντίστασης του νησιού. Ήταν δηλαδή εκτός από τον Γιάννη Χαλκιαδάκη και οι παπά-Πέτρος Γαβαλάς, Τηλέμαχος Πλεύρης, ο Γιώργης Ξυλούρης, ο Φοίβος Ιωαννίδης, ο γυμνασιάρχης Σταμαθιουδάκης, ο Μανόλης Σκουλάκης, ο Γ. Γιαννόπουλος.
Σκοπός της συνάθροισης ήταν ο σχεδιασμός δράσης με την ευκαιρία της άφιξης του βασιλιά Κωνσταντίνου και των Παπαδόπουλου, Παττακού, Μακαρέζου για να παραστούν στις εκδηλώσεις των Αρκαδίων. Η παράτολμη πρόταση ήταν είτε να τους απαγάγουν και από τον βασιλιά και να ζητήσουν να ορκίσει δημοκρατική κυβέρνηση είτε να τους σκοτώσουν.
Σύμφωνα με μετέπειτα αφήγηση των γεγονότων του παπά-Πέτρου Γαβαλά που του είχε δοθεί η προεδρία στη συνάντηση και λόγω σχήματος ήταν ο πρώτος που αντέδρασε στο ενδεχόμενο δολοφονίας, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να σκοτώσει Έλληνες όσο εθνικά ανάξιοι και αν ήταν.
Όπως θα γράψει αργότερα ο Γιώργος Ουρανός σε ένα ενδιαφέρον κείμενο που δημοσιεύτηκε στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», όλο αυτό ήταν σχέδιο της οργάνωσης Δ.Ε.Κ.Α. που είχε συσταθεί πολύ ενωρίς, μόλις ένα μήνα μετά την επιβολή της δικτατορίας. Δεν ήταν πολυάριθμη ομάδα για ευνόητους λόγους, αλλά καθένας από τα μέλη του έκανε για περισσότερους.
Από το Ρέθυμνο, στους πρωτεργάτες της οργάνωσης ήταν ο Γιώργης Ουρανός, αργότερα πρόεδρος της Ένωσης Κιτροπαραγωγών Κρήτης, που δεν είναι πια στη ζωή, ο Γιάννης Χαλκιαδάκης απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων», ο Γιώργης Περάκης δικηγόρος και αργότερα βουλευτής του ΠΑΣΟΚ ο Μανούσος Σταμαθιουδάκης συνταξιούχος γυμνασιάρχης 66 ετών που ήταν και ο μεγαλύτερος σε ηλικία από όλα τα μέλη της οργάνωσης.
Τελικά αυτό που αποφασίστηκε ήταν, ότι η οργάνωση με όλους τους ενόπλους θα έστηναν ενέδρα στη Δυτική πύλη του Αρκαδίου, θα συνελάμβαναν και θα απήγαγαν τον Βασιλιά κατά την έξοδό του από την εκκλησία μετά τη δοξολογία και τον οποίο θα οδηγούσαν σε ασφαλές μέρος. Από εκεί θα τον εξανάγκαζαν με την απειλή των όπλων, να ορκίσει Δημοκρατική κυβέρνηση καταλύοντας τη δικτατορία.
Όμως για κακή τους τύχη δύο ημέρες μετά την Παγκρήτια αυτή σύσκεψη, σε μια βομβιστική ενέργεια μελών της οργάνωσης στο Ηράκλειο, συνελήφθησαν από την Ασφάλεια Ηρακλείου τρεις από αυτούς, και στη συνέχεια ξεκίνησε πογκρόμ συλλήψεων. Σε λίγες ημέρες είχαν συλληφθεί όλα τα μέλη της οργάνωσης.
Στην αγροικία του στο Αγιασμάτσι αργά τη νύκτα της 7ης Νοεμβρίου μετά από συντονισμένη επιχείρηση της Ασφάλειας Ηρακλείου συνελήφθη και ο Γιώργης Ουρανός, η σύζυγός του Φωτεινή και ο πρωτανιψιός του Μανώλης Σταυρακάκης μαθητής του γυμνασίου τότε, 16 χρόνων, ο οποίος εκείνη την περίοδο διέμενε μαζί τους.
Επίσης τότε βρέθηκαν και κατασχέθηκαν όλα τα όπλα τους, που ήταν κρυμμένα εκεί και όλοι μαζί το ίδιο βράδυ μεταφέρθηκαν στην Ασφάλεια Ηρακλείου.
Αμέσως ξεκίνησαν οι ανακρίσεις με τις γνωστές απάνθρωπες μεθόδους της χούντας. Με βάση την αναφορά της Ασφάλειας Ηρακλείου που φέρει ημερομηνία 22 Νοεμβρίου ’67 συντάχθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα του Φρουράρχου Χανίων προς τον Βασιλικό Επίτροπο του Έκτακτου Στρατοδικείου Χανίων με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου του ’67.
Ο βασιλικός επίτροπος ενεργών ως εισαγγελέας του Στρατοδικείου, συνέταξε το κατηγορητήριο με βάση τον νόμο 509 του 1947 που είχε νομοθετηθεί στην έναρξη του Εμφυλίου πολέμου για τις διώξεις των Ελλήνων κομμουνιστών και «αντιφρονούντων» και τους ορίστηκε δίκη στις 13 Δεκεμβρίου ’67 με πολύ βαριές κατηγορίες για Εθνική προδοσία και σχεδιαζόμενη ένοπλον κατάλυσιν του πολιτεύματος.
Ωστόσο η πραγματική απόφαση για τη σχεδιαζόμενη επίθεση των αγωνιστών και για την απαγωγή του βασιλιά δεν έγινε γνωστή, και για τούτο δεν ματαιώθηκε η επίσκεψη του βασιλιά στις εκδηλώσεις ούτε και η συμμετοχή στην κυβερνητική αποστολή του αντιπροέδρου της χούντας Στυλιανού Παττακού.
Οι κατηγορίες με τις οποίες παραπέμφθηκαν, ήταν βαρύτατες και φυσικά οι ποινές θα ήταν εξ’ ίσου εξοντωτικές και για την τρομοκράτηση των υπόλοιπων αντιδρούντων Δημοκρατών πολιτών.
Όμως την ημέρα που θα ξεκινούσε η δίκη στις 13 Δεκεμβρίου, ξημερώματα, εκδηλώθηκε το Βασιλικό πραξικόπημα από τη Θεσσαλονίκη, όπου δημιουργήθηκε πολύ μεγάλη αναστάτωση στο στράτευμα και έτσι η δίκη αναβλήθηκε.
Η νέα δίκη για τους αγωνιστές της Δ.Ε.Κ.Α. ορίζεται για την 1η Φεβρουαρίου ’68. Πράγματι η δίκη ξεκινάει την 1η Φεβρουαρίου στο Έκτακτο Στρατοδικείο και τελειώνει στις 3 Φεβρουαρίου με την έκδοση της απόφασης.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους 24 καταδικασθέντες αγωνιστές ήταν, από 11 χρόνια φυλάκιση για τον Φοίβο Ιωαννίδη, 5 χρόνια για τον Θανάση Σκουλά, 4 χρόνια για τον Γιώργη Ουρανό και τον Γιώργη Γιαννόπουλο, 3,5 χρόνια για τον Δημήτρη Ξυριτάκη, 2 χρόνια για τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, τον Στρατή Μεσσήνη, τον Μανώλη Παπαϊωάννου, και τον παπά-Πέτρο Γαβαλά και λιγότερα χρόνια για τους υπόλοιπους.
Όλοι οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές. Άλλοι στην Ν. Αλικαρνασό άλλοι στην Αγυιά Χανίων, καθώς και σε άλλες φυλακές της χώρας όπου και εξέτισαν τις ποινές τους.
Η αντοχή που έδειξαν οι συλληφθέντες στα βασανιστήρια έσωσαν τους νεαρούς τότε Γιώργη Παπαδάκη νομάρχη αργότερα Ρεθύμνου και τον αδελφό του Μιχάλη που κρατούσαν «τσίλιες» εκείνο το μοιραίο βράδυ έξω από το σπίτι του θείου τους Ουρανογιώργη. Διαφορετικά όπως ομολογούν οι ίδιοι ούτε που θα έπαιρναν ποτέ δίπλωμα στην επιστήμη τους.
Όσο για τις εκδηλώσεις των Αρκαδίων έγιναν με μεγαλοπρέπεια και μάλιστα ήρθε και το βασιλικό ζεύγος Κωνσταντίνος και Άννα Μαρία, οι οποίοι μάλιστα εγκαινίασαν και τον χώρο που βρίσκονται οι προτομές των ηρώων στο Μαυσωλείο.
Μόνο που όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ της «Κρητικής Επιθεώρησης» ήρθαν κατευθείαν στο Αρκάδι. Μάλλον για περισσότερη ασφάλεια άλλαξε την τελευταία στιγμή το πρόγραμμα.
Η ζωή στη φυλακή
Οι συλληφθέντες από τη χούντα περνούσαν ώρες μαρτυρίου στα κολαστήρια. Κι όταν τέλειωνε η φρίκη των βασανιστηρίων οδηγούνταν στη φυλακή. Πως περνούσαν όμως τις μέρες τους οι έγκλειστοι;
Μας λέει ένας από τους κορυφαίους αντιστασιακούς ο Νίκος Απανωμεριτάκης:
– Είναι γνωστό ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι αξιοποιώντας την εμπειρία των παλιών πολιτικών κρατουμένων της δικτατορίας του Μεταξά και του εμφυλίου πολέμου μετά την κατοχή, εφαρμόζαμε τον κανόνα «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαί σου, γύμναζε το κορμί σου και διάβαζε».
– Πως αλήθεια περνούσε η μέρα σας;
– Στο 24ωρο ο κρατούμενος κλεινόταν στο κελί του πάνω από 16 ώρες τις υπόλοιπες τέσσερις ώρες το πρωί κι άλλες τέσσερις το απόγευμα στο προαύλιο.
Φροντίζαμε τη καθημερινή καθαριότητα του κελιού και την προσωπική μας καθαριότητα κ.λπ.
– «Τρώγε το φαί σου» είπατε. Αλλά φαντάζομαι τι θα τρώγατε.
– «Τρώγε το φαί σου» σήμαινε ότι πρέπει να επιβιώσεις. Το φαγητό τις περισσότερες φορές ήταν άθλιο. Σαν διαμαρτυρία και καταγγελία πολλές φορές κάναμε αποχή συσσιτίου και απεργία πείνας. Για κάθε κρατούμενο αναλογούσε την ημέρα το ποσό των 16 (δεκαέξι) δραχμών τότε πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό. Ευτυχώς όμως οι συγγενείς, εκτός από τις διώξεις, ταλαιπωρίες κ.λπ. επωμίστηκαν και το καθήκον όταν μας επισκέπτονταν μας έφερναν και διάφορα τρόφιμα.
– Άρα είχαν σημασία και οι άλλες παραινέσεις των παλιών.
– Εννοείται. «Γύμναζε το κορμί σου» εφαρμόζαμε έξω στο προαύλιο με περπάτημα, τρέξιμο, βόλεϊ κ.λπ. Αυτό σήμαινε ότι πρέπει να είσαι σε καλή φυσική κατάσταση, γιατί όταν ελευθερωθείς σε χρειάζεται η οικογένεια, η κοινωνία και ο αγώνας συνεχίζεται.
Ο τελευταίος κανόνας «Διάβαζε – μελέτα» στηριζόταν στο αυτονόητο ότι η γνώση είναι δύναμη. Το ευτύχημα είναι ότι βρεθήκαμε συγκρατούμενοι με σπουδαίους ανθρώπους και επιστήμονες. Κάποιες από τις ώρες προαυλισμού είχαμε οργανώσει μικρές ομάδες κρατουμένων και γίνονταν μαθήματα όμως: Συνταγματικό δίκαιο πολιτικές επιστήμες, και ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά κ.λπ.). Δάσκαλοι – καθηγητές: Γεράσιμος Νοταράς, Κώστας Σοφούλης, Λευτέρης Βερυβάκης, Φοίβος Ιωαννίδης, Παύλος Ζάννας, Στάθης Γιώτας, Σωτήρης Δέδες, Κώστας Πύρζας κ.λπ.
Οι ατελείωτες ώρες εγκλεισμού στο κελί κυλούσαν με αυτομόρφωση, διάβασμα, (λογοτεχνία, ιστορία κ.λπ.) και μελέτη μαθημάτων και ξένων γλωσσών…
Γεγονότα που γαλούχησαν αντιστασιακούς
Από τα θύματα της χούντας που βασανίστηκε ανελέητα ήταν και ο Γιώργης Περάκης.
Σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας παραχώρησε τον είχαμε ρωτήσει πως γαλουχήθηκαν οι φλογεροί υποστηριχτές της δημοκρατίας. Και κείνος μας είπε έχοντας ζήσει τόσους αγώνες από κοντά και με ενεργό μάλιστα συμμετοχή:
– Στη δεκαετία του ’50 και μετά ήταν αγώνες για τη δημοκρατία, το 114 πάνω απ’ όλα για την Κύπρο. Όταν εξορίστηκε ο Μακάριος στις Σεϋχέλλες, στο Ηράκλειο ξεσηκώθηκε όλη η νεολαία. Έτυχε να είμαι στην πρώτη γραμμή ως μαθητής του Κοραή. Διαλύσαμε το αγγλικό προξενείο, ευτυχώς ο πρόξενος είχε φυγαδευθεί από την ταράτσα. Γράφτηκαν στις εφημερίδες μερικά ονόματα, ανάμεσά τους και το δικό μου. Απειλές για ποινικές διώξεις και αποζημιώσεις. Ευτυχώς τοπικοί παράγοντες σταμάτησαν το πράγμα εκεί.
Αργότερα φοιτητές στην Αθήνα όλη η νεολαία για την Κύπρο. Βρεθήκαμε με τον μακαρίτη φίλο Βαγγέλη Πετρίδη που κρατούσαμε και στο Ηράκλειο μπροστά το πλακάτ στον σύλλογο Κυπρίων Φοιτητών, ως εκπρόσωποι, πρόεδρος και γραμματέας του συλλόγου Κρητών Φοιτητών, σε μια σύσκεψη που ήταν παρών Κύπριος υπουργός, αν θυμάμαι Σπυριδάκης.
Δήλωσα πως Κρήτες φοιτητές είμαστε έτοιμοι σε ό,τι μάς ζητηθεί. Αγχόνες του Καραολή και Δημητρίου δεν μας φόβιζαν, μας ενέπνεαν. Και ήταν πολλοί που θα ρίσκαραν. Αντί για μήνυμα ήρθε σε λίγο είδηση πως ο Μακάριος υπέγραψε τις κατάπτυστες συνθήκες της Ζυρίχης και Λονδίνου και ο Αβέρωφ, υπουργός Εξωτερικών δήλωσε πως ήταν η ευτυχέστερη ημέρα της ζωής του. Και ο Μακάριος αργότερα ότι «εβιάσθη». Οι ηγέτες πεθαίνουν, δεν βιάζονται, σκέφτηκα και είπα.
Αργότερα αφιέρωσα ως βουλευτής ατέλειωτες ώρες στην Επιτροπή για τον Φάκελο της Κύπρου. Μάταια. Κανείς δεν πλήρωσε.
Και ήρθε η χούντα και η νεολαία έβραζε, αλλά κάτω από την τυραννία των συνταγματαρχών δεν μπορούσε να ξεσηκωθεί. Όταν φάνηκε κάποια επίφαση ελευθερίας με τον Μαρκεζίνη στην προσπάθεια μετάβασης σε κακέκτυπο, δήθεν δημοκρατίας, οι φοιτητές ξέσπασαν στη Νομική πρώτα, ύστερα στο Πολυτεχνείο.
Η χούντα κατέλαβε το πολυτεχνείο, αλλά πρόδωσε και χάρισε στους Τούρκους σχεδόν τη μισή Κύπρο.
Και έπεσε.
Έμεινε από τότε σαν μίμηση, σαν μνημόσυνο να το πεις, η κατάληψη κάθε αίθουσας και κτιρίου από το δημοτικό έως το πανεπιστήμιο και από κάθε εγκαταλελειμμένο κτίριο μέχρι το υπουργείο.
Και αυτοί οι αγώνες των καταλήψεων μάς «χάρισαν» έναν πρωθυπουργό και τώρα αρχηγό της αντιπολίτευσης.
Μετά τη Μεταπολίτευση με την ευθύνη όλων των κομμάτων, χωρίς καμία εξαίρεση, που φοβούμαι έχει γίνει καθεστώς και κρατεί ίσως ακόμη, επεχείρησαν, επιτυχώς μάλλον, να παγιδεύσουν τη νεολαία στους φορείς τους κύρια στους συλλόγους τους.
Αλλά αγωνιστές και ιδεολόγοι και μπροστάρηδες δεν αναδεικνύονται με διορισμούς και γραμμές και κομματικούς σωλήνες.
Νομίζω είναι καιρός να πάψουν τα κόμματα να κηδεμονεύουν τη νεολαία, για να αναδειχθούν οι αγωνιστές και οι άξιοι με τη δική τους προσωπικότητα.
Το Ρέθυμνο προπύργιο της Δημοκρατίας
Θα γραφτούν πολλές σελίδες τιμής για τους αγνούς δημοκράτες. Μέχρι που θα έρθει η μέρα που η Δημοκρατία θα απαλλαγεί από τα δεσμά της. Το Ρέθυμνο θα ξαναδώσει τα διαπιστευτήριά τους με συντριπτικά αποτελέσματα σε δημοψηφίσματα.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Αλλά η πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών συναντά κάθε χρονιά την επέτειο με μνήμες λεβεντιάς. Και απλά εύχεται ποτέ πια η Δημοκρατία να μην περάσει τη δίνη του παραλογισμού που έζησε για επτά πέτρινα χρόνια. Σαν να ’ναι χθες.