Στην Αλίκη που αγωνίζεται ακόμη
Το να συναισθάνεσαι είναι διαφορετικό από το να ταυτίζεσαι. Όταν ταυτίζομαι με τον ήρωα, τον καλό ή τον κακό ήρωα, μπαίνω μέσα στη δράση και τις πράξεις του, ακόμη κι αν αυτές έχουν συμβεί πολλές γενιές πριν. Μέσα από αυτήν την ταύτιση προβάλλω τη δική μου κατάσταση, το μίσος, το φθόνο, τη λύπη, κάθε είδος πάθος που υπάρχει μέσα μου. Η ταύτιση μαθαίνεται εύκολα, γίνεται τρόπος ζωής και διαμορφώνει τον κώδικα, το αλφάβητο, για να διαλέγει κανείς. Ποιοι είναι καλοί; Οι δικοί μου! Οι κακοί είναι οι άλλοι.-
Η ταύτιση είναι πανάρχαιος αλλά και διαχρονικός τρόπος να ανήκω ή τουλάχιστον να νοιώθω ότι ανήκω κάπου. Όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα! Η ταύτιση δεν με αφήνει να καταλάβω πού και ποιος είμαι εγώ και πού και ποιος είναι ο άλλος. Στην ακραία περίπτωση Είτε ταυτίζομαι με τον ήρωά μου και παίρνω μαζί του φωτιά ή τον απορρίπτω, τον μισώ και προσπαθώ να τον καταστρέψω.
Συναισθάνομαι από την άλλη είναι νοιώθω τι νοιώθει ο άλλος, αλλά παραμένω στον εαυτό μου. Βλέπω τη συνθήκη του, βλέπω τις αιτίες του, καταλαβαίνω αλλά μένω ο εαυτός μου. Μπορώ να συνομιλήσω μαζί του. Δεν είναι ο ήρωας. Και ούτε είμαι εγώ. Αν χρειαστεί θα του απλώσω το χέρι μου. Μπορώ να είμαι εκεί! Να μην χάνομαι στο πάθος του, μισώντας ή αγαπώντας τον και αποκαθηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο κάθε δυνατότητα πραγματικής συνεννόησης.
Ήθελα πολύ καιρό τώρα να μιλήσω – και πάλι – για το σχολείο μου, στον ορεινό Μυλοπόταμο, όπου εργάσθηκα ως εκπαιδευτικός επτά χρόνια (2017-2024). Γιατί υπάρχουν πράγματα που έζησα, που έμαθα και οφείλω να ειπωθούν. Υπάρχει μια έγνοια γι αυτόν τον τόπο σαν ανοιχτή πληγή. Και ξέρω πια πως η πληγή δεν είναι μόνο δική μου, αλλά ο ίδιος ο τόπος, σύσσωμος, με τους ανθρώπους και τα ζωντανά του και τα βουνά και τα δέντρα του είναι η πληγή που όλοι φέρουμε. Μια συλλογική πληγή.-
Θα ήταν πολύ πιο εύκολη ίσως η κατάσταση, (πιο ανεκτή η πληγή δηλαδή), αν αυτός ο ίδιος τόπος δεν είχε τόσο μεγάλη, εκθαμβωτική ομορφιά. Ομορφιά, μυστικότητα, λατρευτικά μέρη, μυρωδιές και φως που μπαίνουν στο μεδούλι και που οδηγούν και διαμορφώνουν την ανάσα και το βλέμμα.
Αυτός είναι ο τόπος που οι μαθητές μου και οι οικογένειές τους ζουν.
Τα Βορίζια είναι το ίδιο όμορφα. Είναι και αυτά εξάλλου κομμάτι του Ψηλορείτη.
Τα έφηβα αγόρια λοιπόν, στο σχολείο μου, ήταν αναγκασμένα να ακολουθούν το πρότυπο του δυνατού σωματικά, ανθεκτικού και ατρόμητου άντρα. Πιο δυνατού, ανθεκτικού και ατρόμητου από όλους τους άλλους άντρες, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και όταν αυτές δεν προϋπέθεταν επίδειξη δύναμης και επιβολής, δηλαδή ανά πάσα στιγμή… Τα κορίτσια γοητεύονταν κάπως από αυτό, αλλά και το φοβούνταν και θύμωναν και πολύ συχνά το περιφρονούσαν. Το σημαντικό όμως είναι ότι εντέλει το αποδέχονταν. Στην αποδοχή αυτή διέκρινα τη μοιρολατρία τόσο στα κορίτσια όσο και στις μητέρες. Πολλές θα ήθελαν αυτή η διαρκής κουραστική ανταγωνιστική κατάσταση μεταξύ των αγοριών/γιών είτε των αντρών τους, να πάψει. Όχι όλες. Από την άλλη το αγόρι τους μεγάλωνε με ένα συγκεκριμένο εσωτερικευμένο προγραμματισμό: ότι οφείλει να υπερβαίνει κάθε είδους όρια. Μερικές φορές έβλεπα πως η υπέρβαση αυτή, η αντίδραση δηλαδή του αγοριού σε ό,τι αποτελούσε περιορισμό ή πρόκληση, αποκτούσε τέτοια αξία που γινόταν πιο σημαντική από την ασφάλεια και τη ζωή του την ίδια, όπως και από τη ζωή και την ασφάλεια των άλλων.
Το παιχνίδι ήταν τυφλό και επαναλαμβανόμενο και ο εγκλωβισμός στο ρόλο απόλυτος. Δεν υπάρχει ηρεμία και χαρά σε αυτούς τους ρόλους και σε ανύποπτο χρόνο μπορούσε να γίνει ακραία ανταγωνιστικό και επικίνδυνο. Οι αιτίες των συμπεριφορών αυτών είναι πολλές και γυρνούν βαθιά μέσα στο χρόνο. Πολλές από αυτές τις ξέρουμε, έχουν εξάλλου προσεγγισθεί, αναλυθεί και καταγραφεί από τόσους κοινωνικούς επιστήμονες.
Αλλά …. θέλω να φτάσω σε αυτό που ζήσαμε, η Αλίκη κι εγώ. Και που είχε να κάνει με την από τη μεριά μας συναίσθηση απέναντι στα παιδιά και τους γονείς τους. Το να είσαι εκεί, για πολύ καιρό, να ακούς, να μιλάς, και πάλι να ακούς. Να θέτεις τους όρους σου, του αλληλοσεβασμού και της ισότητας, όχι αφ’ υψηλού αλλά με την αξία της αγάπης σου. Να παλεύεις για να μείνετε πάνω από το θυμό και την ένταση, να δημιουργείται εμπιστοσύνη, να αίρεται σιγά σιγά η καχυποψία και να λιγοστεύει το αίσθημα της αποξένωσης και της υποτίμησης. Αυτό δημιουργεί -δύσκολα, αργά, με πισωγυρίσματα και με απώλειες- αλλά σίγουρα δημιουργεί, ένα χώρο συνύπαρξης. Δημιούργησε λοιπόν το χώρο, στο σχολείο μας, όπου ζωγραφίσαμε, παίξαμε θέατρο, πήγαμε βόλτες και εκδρομές και σε αυτά υπήρχε χαρά. Πολλή χαρά στην καθημερινή συνάντησή μας γιατί δεν υπήρχε σε αυτόν τον ασφαλή από ανταγωνισμούς χώρο η ανάγκη να δείξει κανείς κάτι πέρα από αυτό που είναι.
Όταν γύρναγαν στο σχολείο, μετά το Σαββατοκύριακα που περνούσαν στα χωριά τους ή μετά τις διακοπές, ήταν πάλι άγρια και ανήμερα. Και ξεκινούσε η προσπάθεια από την αρχή. Και αυτή η προσπάθεια είχε κάποια αποτελέσματα.
Όμως όλο αυτό είναι λιγότερο από το ελάχιστο. Άνθρωποι που πατούν τα πόδια τους σε μια άλλη εποχή, σε μια «προνεοτερική», όπως λένε οι επιστήμονες, αντίληψη κοινωνικών σχέσεων και αξιών δικαίου, αλλά παράλληλα ζουν στο σήμερα, με το βάρος της «παράδοσής του ανδρισμού» να τους διαλύει, με την πρόκληση να ανταποκρίνονται όλο και πιο πολύ στον καταναλωτισμό που κυβερνά και να προβάλλονται μέσα από αυτόν, μην έχοντας άλλο πεδίο για να δείξουν την αξία τους, με το πολύ κακό επίπεδο της Παιδείας που μας εξασφαλίζει η Πολιτεία σε αυτές τις περιοχές… Θα πει κανείς εύλογα πως η κοινωνία αυτή δεν έχει σωτηρία και θα συμπληρώσει πως αυτό που περιγράφω πιο πάνω είναι σε ευρύτερη κλίμακα ανεφάρμοστο.
Και είναι πράγματι ανεφάρμοστο επειδή κανείς δεν θα το επιδιώξει και επειδή έχει ήδη καταδικαστεί από καιρό αυτή η Κοινωνία. Πρωτίστως καθώς έχει στοχευμένα χρησιμοποιηθεί επί δεκαετίες, για άθλιους και εγκληματικούς πελατειακούς και ψηφοθηρικούς σκοπούς, που αναδεικνύουν τους πιο ανέντιμους ανάμεσά της και μετά επιδεικτικά, σπασμωδικά και πάλι στοχευμένα και επαναλαμβανόμενα γίνεται στόχος προς επίδειξη δύναμης, με την εισβολή μέσα στη νύχτα, στα σπίτια των πιθανών «εγκληματιών» επίλεκτων αστυνομικών δυνάμεων, χωρίς όμως να επιτυγχάνεται εν τέλει η πάταξη της ανομίας τους. Γιατί η πρόσθετη βία στη βία που τους δυναστεύει ήδη εσωτερικά, είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται για να θεραπευθεί αυτή η πληγή.
Ακόμη πιο απελπιστικός ωστόσο είναι ο λόγος που μάς αφορά όλους και έχει να κάνει με το θέμα στην αρχή αυτού του κειμένου. Ας ελέγξουμε πόσες φορές αυτόματα, δίχως σκέψη και με πολλή απαξίωση έχουμε αναφερθεί «στους βοσκαραίους» και πρόσφατα στους «οπεκεπέδες», ταυτίζοντας τα χειρότερα, τα πιο σκοτεινά κομμάτια μας με αυτό που φανταζόμαστε ότι συμβαίνει εκεί. Καθαρίζουμε έτσι στέλνοντας τον αποδιοπομπαίο τράγο μακριά στην κακή κοινωνία των βουνών. Ας σκεφτούμε επίσης πόσες φορές χρησιμοποιείται και έχει «παιχτεί» η «μάτσο» εικόνα αυτής της κοινωνίας, για μικρές ή μεγάλες απολαβές. Δίχως να υπολογίζουμε ότι παίζουμε με τα ιερά και τα όσια, ψυχών, ιστοριών, σχέσεων και ενός παρελθόντος που ενώ θα έπρεπε να σεβόμαστε και να μελετάμε, εκμεταλλευόμαστε την όποια εναπομείνασα γνησιότητά του.
Δεν ξέρω αν και ποιοι νοιάζονται για όλα αυτά επί της ουσίας. Αλλά αν δεν νοιαζόμαστε να κατανοήσουμε και να συναισθανθούμε, οι πολίτες – γιατί την κάθε εξουσία τη συμφέρουν και τη τρέφουν αυτά τα φαινόμενα – τότε οφείλουμε να συνηθίσουμε τέτοια γεγονότα, όπως τα φονικά στα Βορίζια, και να περιμένουμε ακόμη χειρότερα.
Χρειάζεται θάρρος η κατάματη αποδοχή της πραγματικότητας στην οποία συμβάλλουμε. Το θάρρος είναι που αυτή τη στιγμή μάς λείπει.-









