Από τις εφιαλτικές μορφές στη διάρκεια της Κατοχής, στο Ρέθυμνο, ο Μανόλης Αλεξάκης από το Ξηρό Χωριό, ο διαβόητος Αλεξομανώλης. Φόβος και τρόμος για τους φιλήσυχους ανθρώπους, αντικείμενο οργής για κάθε αγωνιστή, ένα μίασμα που παρίστανε και τον σωτήρα πλουτίζοντας από τον ανθρώπινο πόνο.
Γιατί πολλοί ήταν οι γονείς και συγγενείς μελλοθάνατων της Αγυιάς, που κατέφευγαν σ’ αυτόν για να σώσουν τους αγαπημένους τους.
Ήταν πανίσχυρος και αν θυμηθούμε τις μαρτυρίες Σακτουριανών, από την πόρτα του πέρασε αρκετός κόσμος να διαπραγματευθεί την ελευθερία των ανθρώπων του, που είχαν κλειστεί στις φυλακές της Φορτέτζας, μετά την καταστροφή του χωριού. Ο Αλεξομανώλης είχε τον τρόπο και άδειαζε φυλακές, αλλά με το αζημίωτο. Ενώ άλλοι όμοιοί του τηρούσαν τα προσχήματα, ο Αλεξομανώλης είχε ανοιχτά ταχθεί με το μέρος του εχθρού. Εμφανιζόταν με γερμανική στολή και μπαινόβγαινε στις γερμανικές υπηρεσίες, έχοντας δίκτυο συνεργατών σε όλο τον νομό. Δοσίλογος με τη βούλα κοντολογίς.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση», ότι τον θυμάται να διασχίζει επιδεικτικά τη λεωφόρο της πόλης του Ρεθύμνου με το όπλο στον ώμο, σπάνια εμφάνιση για την εποχή εκείνη. Συμμετείχε ακόμα και σε μπλόκα. Συγκεκριμένα στην εξόρμηση των Γερμανών στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, όπου συνελήφθη ο Διονύσιος Ψαρουδάκης, ένας μοναχός αναγνώρισε τον Αλεξομανώλη και πλησιάζοντάς τον του λέει: «και ‘συ είσαι εδώ;» για να τον αποπέμψει ο προδότης με ένα ηχηρότατο «Ράους».
Μετά από τόσες εγκληματικές πράξεις που διέπραξε, ήταν φυσικό οι αντιστασιακές οργανώσεις να σκεφτούν τρόπους απαλλαγής από αυτόν. Κι ένας μόνο τρόπος υπήρχε. Να θανατωθεί.
Έτσι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν την εξόντωση του Αλεξομανώλη στο άντρο τους, στις Αραβάνες του Ψηλορείτη και το μήνυμα έδωσαν σε κάποιο παιδί, τότε, ονόματι Ζαχαράκη από τον Πρινέ Μυλοποτάμου, να το παραδώσει στον Αναστάση Βαβαδάκη.
Ο Αναστάσης ήταν από τα πιο ψυχωμένα παλικάρια της Αντίστασης.Γεννήθηκε το 1908 στη Λούτρα από πλούσια αγροτική οικογένεια. Πολέμησε στην Αλβανία το 1940.
Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Αν και προερχόταν από την αστική τάξη ήταν ενταγμένος στο Κ.Κ.Ε. Είχε αναλάβει πολλά και σοβαρά καθήκοντα.
Το Μάρτη του ’44, λίγο πριν του ανατεθεί η αποστολή, είχε συνοδεύσει τον καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη στη Μέση, όπου και είχαμε το ματωμένο χρονικό που στοίχησε τη ζωή στον θρυλικό καθηγητή.
Εκεί στη σπηλιά θα συζητούσαν λεπτομέρειες για τη στάση που θα κρατούσε το ΕΑΜ σε επόμενες συναντήσεις με τον ΕΟΡ και στη συνέχεια θα πήγαιναν στην επαρχία Αγίου Βασιλείου για να ενημερώσουν τις εκεί οργανώσεις του ΕΑΜ.
Πρόλαβαν όμως τα γεγονότα και τα μοιραία σφάλματα να γράψουν ένα τραγικό φινάλε στη συζήτηση αυτή.
Ένα Γερμανικό απόσπασμα που περνούσε από εκεί κυνηγώντας έναν λιποτάκτη, ήταν η αρχή του τέλους. Κάποιος στρατιώτης που είχε απομακρυνθεί κατά την αναζήτηση πλησίασε κοντά στην είσοδο της σπηλιάς και με τη βεβαιότητα ότι άκουσε ομιλίες προχώρησε να βεβαιωθεί αν υπήρχαν άτομα στο εσωτερικό της.
Έγινε όμως αντιληπτός από τον Βαβαδάκη που βρισκόταν εκεί στην έξοδο της σπηλιάς, ο οποίος και τον πυροβόλησε. Αμέσως μετά πλησίασε και το Γερμανικό απόσπασμα. Οι στρατιώτες ακροβολίστηκαν γύρω από τη σπηλιά και άρχισαν να ρίχνουν φωτοβολίδες για να τους αντιληφθούν από το στρατόπεδο της Πηγής, που βρισκόταν κοντά στη σπηλιά και να στείλουν ενισχύσεις.
Οι αμυνόμενοι προσπάθησαν να αντικρούσουν τον εχθρό με τα πενιχρά εφόδια που διέθεταν. Μπροστάρης όπως πάντα σε κάθε δύσκολη αποστολή ο Μαθιουδάκης πήρε το ξεμπλοκάρισμα πάνω του, αλλά η μάχη που ακολούθησε ήταν άνιση. Από τους επιζήσαντες ήταν ο Βαβαδάκης που είχε μόνο τραυματιστεί στο χέρι. Ακολουθώντας τις οδηγίες που του είχαν δοθεί κατά τη διάρκεια της μάχης, αφού πέρασε από έναν αλευρόμυλο και ενημέρωσε σύνδεσμο του ΕΑΜ, κατέληξε στο σπίτι του Γ. Δροσάκη, αντάρτη του ΕΛΑΣ στο Χαμαλεύρι. Ήταν το μόνιμο καταφύγιο κάθε αντάρτη και πηγή τροφοδοσίας για την οργάνωση. Εκεί, σαράντα περίπου μέρες μετά τη μάχη στη σπηλιά της Γκιουμπράς, πήρε το μήνυμα που του ανέθετε την εκτέλεση του Αλεξομανώλη.
Η ιδέα τώρα ότι θα καθάριζε τον τόπο από ένα μίασμα όπως ο Αλεξομανόλης, του έδινε φτερά. Για την επιχείρηση αυτή, διάλεξε βοηθό του τον πιο πιστό του φίλο και συναγωνιστή, τον Ηλία Ανωμεριανάκη, κάτοικο και πρόεδρο της κοινότητας Μαρουλά.
Ο Ηλίας Ανωμεριανάκης με την γυναίκα του Πηνελόπη ήταν νιόπαντροι, είχαν ένα μικρό κοριτσάκι την Ελένη και περίμεναν ένα δεύτερο παιδί. Είχαν όνειρα. Είχαν μια φάμπρικα και κτήματα. Ο Ηλίας ήταν πρόεδρος της Κοινότητας Μαρουλά και δεν είχε από τους Γερμανούς κατακτητές προσωπικά καμία ενόχληση. Αλλά διάλεξε τον δρόμο της πρεπιάς, τον δρόμο της αξιοπρέπειας, τον δρόμο τον στενό και φωτεινό. Διάλεξε τον δρόμο που είχε διαλέξει πριν από αυτόν ο παππούς του Κυριάκος Ανωμεριανάκης που πολέμησε στη σφαγή και το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου στα 1866 και βγήκε μέσα από τις φλόγες ζωντανός μεταξύ ελάχιστων που διασώθηκαν. Διάλεξε τον δρόμο του πατέρα του, του Στυλιανού Ανωμεριανάκη, προέδρου επίσης της κοινότητας Μαρουλά για πολλά χρόνια, Μακεδονομάχου και τιμημένου με βραβείο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Είχε λοιπόν ο Ηλίας Ανωμεριανάκης όλα τα εχέγγυα και τις παρακαταθήκες να γίνει ένας από τους αμέτρητους ήρωες της πατρίδας μας για την προάσπιση της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Ενταγμένος νωρίς στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), την πλέον παλλαϊκή αντιστασιακή οργάνωση της Κατοχής, βοηθούσε στον Αγώνα.
Θάνατος στον προδότη
Σύμφωνα με τον κ. Ηλία Κοπανάκη ο Ανωμεριανός, φημισμένος για την παλικάριά του επίσης, είχε κάθε λόγο να θέλει την εξόντωση του προδότη που είχε διαδραματίσει ελεεινό ρόλο, σε μια υπόθεση που έχει σχέση με τον θάνατο του αδελφού του Κυριάκου Ανωμεριανάκη.
Γαμπρός του Ηλία ήταν ο Νίκος Καλογεράκης της ιστορικής οικογένειας των Περιβολίων. Κι επειδή είχε δώσει μέχρι τότε σπουδαία δείγματα αντιστασιακής δράσης ο Ανωμεριανάκης τον έβαλε στο σχέδιο, για να έχει κι αυτός έναν πολύτιμο βοηθό αν χρειαζόταν. Ο Καλογεράκης είχε παντρευτεί την αδελφή του Ηλία, Άρτεμη με την οποία είχαν αποκτήσει τρία παιδιά τον Μιχάλη, τον Ηλία και τον Λευτέρη.
Ήταν άνθρωπος φιλήσυχος μα φλογερός πατριώτης και δέχτηκε μετά χαράς να βοηθήσει.
Πηγή αξιόπιστη του Περακάκη για να γράψει σχετικά με τη θυσία των Ανωμεριανάκη και Καλογεράκη, η σύζυγος του Νίκου Μιχ. Καλογεράκη, Άρτεμις Ανωμεριανάκη.
Στα ίχνη του δοσίλογου
Όπως συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές, ένα από τα παλικάρια της ομάδας αναλάμβανε τη στενή παρακολούθηση του προδότη. Που πήγαινε, ποιες ώρες προτιμούσε να βγαίνει, την καθημερινότητά του δηλαδή, με κάθε λεπτομέρεια.
Ενημέρωνε στη συνέχεια τον επικεφαλής της ομάδας για νεότερες εντολές.
Ο Αλεξομανώλης είχε κι αυτός ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο. Συνήθως πρωινές ώρες ήταν στα γραφεία της Γκεστάπο στο Ρέθυμνο και κατά τις 3-4 το απόγευμα επέστρεφε στο χωριό του. Αλλά δυστυχώς για τους πατριώτες είχε καταφέρει να διαθέτει παντού «μάτια» και «αυτιά» κι έτσι γλίτωσε αρκετές φορές.
Στις 3 Μαΐου 1944 ο Αναστάσης Βαβαδάκης με τον Ηλία Ανωμεριανάκη πήγαν στη θέση Σκάφες, στην περιοχή Αλμπάνι Μετόχι δεξιότερα από τα Μισίρια, κοντά στον δημόσιο δρόμο, απ’ όπου συνήθως περνούσε ο προδότης και του ’στησαν ενέδρα κρυμμένοι στον κούμο ενός ερειπωμένου σπιτιού. Από κοντά και ο Καλογεράκης στο χωράφι του, παρακολουθούσε την κίνηση. Αυτό αναφέρει και ο Εμμ. Τσιριμονάκης στο βιβλίο του για την Αντίσταση.
Στην ώρα του φάνηκε ο Αλεξομανώλης με προορισμό το Ξηρό χωριό. Αλλά καθώς φάνηκε είχε λάβει τα μέτρα του. Στο ίδιο αυτοκίνητο επέβαιναν και Γερμανοί στρατιώτες. Ενημερωμένοι καθώς ήταν όλοι από κάποιον για την επιχείρηση που είχε αναλάβει το αντάρτικό, λίγο πριν από το σημείο της ενέδρας, κατέβηκαν και κρύφτηκαν περιμένοντας την κίνηση των ανταρτών για να επέμβουν. Όσο για τον Αλεξομανώλη συνέχιζε τον δρόμο του δήθεν αμέριμνος.
Κανένας δεν τον άκουσε
Το άγρυπνο μάτι του Νίκου Καλογεράκη εντόπισε τις κινήσεις, αντιλήφθηκε τους Γερμανούς που είχαν κρυφτεί και έσπευσε να ενημερώσει τους συντρόφους του. Θέλεις τώρα ότι δεν πρόλαβε, θέλεις η «κακή» ώρα να έβαλε στο νου του Αναστάση και του Ηλία πως θα ήταν τίποτα Γερμανοί από αυτούς που κινούνταν συνήθως στην περιοχή, η κακή αυτή εκτίμηση, είχε σαν αποτέλεσμα, να μη δώσουν σημασία κι έτσι έγινε το κακό.
Ενώ έβγαιναν από την κρυψώνα τους για να δράσουν, βρέθηκαν ξαφνικά και οι τρεις περικυκλωμένοι. Ο Ηλίας Ανωμεριανάκης εκτελέστηκε επί τόπου. Τους άλλους δύο δεμένους τους οδήγησαν στην Γκεστάπο, όπου τους υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια σύμφωνα με τα αρχεία της Εθνικής Αντίστασης. Μάταιη η προσπάθειά τους να πάρουν λέξη από το στόμα των δύο παλικαριών. Κανένας δεν μίλησε. Έτσι «τσελεκωμένους» τους οδήγησαν προς τις φυλακές της Φορτέτζας. Ήταν γνωστός ο τόπος που γίνονταν οι εκτελέσεις. Και προς τα εκεί οδηγούσαν οι δήμιοι τους δυο πατριώτες, που δεν είχαν σκοπό να υποταχτούν στη μοίρα τους. Ήταν φτιαγμένοι από τη στόφα εκείνη των γενναίων που δεν παραδίδονται του χάρου χωρίς αντίσταση, μέχρι το τέλος.
Κι εκεί που βάδιζαν με απότομες κινήσεις τα «τσελεκωμένα» τους χέρια απώθησαν τους στρατιώτες, αιφνιδιάζοντάς τους και προσπάθησαν να ξεφύγουν.
Γρήγορα όμως συνήλθαν και άφησαν τα όπλα τους να γράψουν τον θλιβερό επίλογο. Τον Νίκο Καλογεράκη εκτέλεσε ο γερμανός αστυνομικός Έρμαν. Ο Αναστάσης Βαβαδάκης, ενώ πήρε την κατηφόρα κι όλα έδειχναν πως θα γλίτωνε, έπεσε η ζώνη του κι όπως μπερδεύτηκε στα πόδια του, τον καθυστέρησε έτσι ώστε να τον προφτάσει ο διώκτης του και να τον πυροβολήσει. Σαν θηρία έτρεξαν και οι άλλοι στη μεριά του και με απίστευτη θηριωδία τον αποτέλειωσαν πυροβολώντας στο κεφάλι του.
Λίγο αργότερα οι ναζί αγγάρεψαν κρατούμενους να θάψουν τα πτώματα, εκεί στο φρούριο.
Μια άλλη εκδοχή για την εκτέλεση
Ο κ. Ηλίας Κοπανάκης στο βιβλίο του, περιγράφοντας τα γεγονότα, αναφέρει ότι το βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, την ώρα που τους οδηγούσαν στις φυλακές, ο Βαβαδάκης έκανε την ύστατη προσπάθεια απόδρασης με τις γνωστές συνέπειες που προαναφέραμε από στοιχεία του Περακάκη.
Για τον Καλογεράκη αναφέρει ότι την επομένη εκτελέστηκε από τον Έρμαν, αφού είχε επιτραπεί στον Μιχάλη τον μεγαλύτερο γιο του Νίκου, να τον συναντήσει και ν’ ακούσει τις τελευταίες παραγγελιές του πατέρα του.
Μετά την απελευθέρωση, με κατανυκτική τελετή μεταφέρθηκαν τα οστά του Ηλία και του Νίκου στο Ηρώο των Μισιρίων, πλάι στους άλλους εκτελεσθέντες συγχωριανούς τους, του δε Αναστάση σε δικό του τάφο στη Λούτρα.
Εύλογος ο προβληματισμός του κ. Ηλία Κοπανάκη ως προς την άμεση εκτέλεση του Ηλία Ανωμεριανάκη. Και αναφέρει επίσης κάτι ενδιαφέρον, ότι αμέσως μετά τον θάνατό του, φόρτωσαν τη σορό σε ένα κάρο και την οδήγησαν στο χωριό.
Το απόγευμα της 6ης Μαΐου του 1944 κόσμος αμέτρητος συρρέει στην κηδεία. Η οικογένεια θρηνεί τον δεύτερο άντρα που χάνει μέσα σε λίγους μήνες.
Η έγκυος γυναίκα του Ηλία Ανωμεριανάκη, Πηνελόπη, το γένος Λογιάκη, είχε κρεμαστεί στο πρόχειρο φέρετρο, που δεν χωρούσε καλά-καλά τον νεκρό και θρηνούσε. Μια μικρή ομάδα γερμανών κατέφθασε στο σημείο κι ένας βαθμοφόρος διάβασε χωρίς να μπορεί να προφέρει το «ρ» ότι ο Ηλίας θα κηδευόταν χωρίς ιερέα με απόφαση του Κρέις Κομμαντατούρ.
Και μια ακόμα λεπτομέρεια συγκλονιστική από τον κ. Ηλία Κοπανάκη.
Αποχαιρετώντας τον γιο της η άμοιρη μάνα του, παράχωσε δίπλα του ένα μικρό μπογαλάκι και του παράγγειλε να δώσει στον αδελφό του Κυριάκο, που δεν είχε προλάβει να ντυθεί γαμπρός, τα προικιά του.
Ο λεβέντης ιερέας του χωριού, ατρόμητος και πατριώτης, δεν υπάκουσε στη διαταγή και έψαλε νύχτα τη νεκρώσιμη ακολουθία με λίγους ακόμα χωριανούς. Και άλλα πολλά μπορείτε να αναζητήσετε στο βιβλίο του κ. Κοπανάκη για το Μαρουλά. Αξίζει να έχετε στη βιβλιοθήκη σας το έργο αυτό.
Το τέλος του προδότη
Όσο για τον προδότη Αλεξομανόλη, όπως και οι όμοιοί του έπεσε στα… «μαλακά». Ο Μάρκος Πολιουδάκης αναφέρει ότι μετά από σύλληψη και δίκη χάθηκαν τα ίχνη του. Ο Νίκος Περακάκης γράφει ότι ο προδότης μετά από σύντομη φυλάκιση, έμεινε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί στα Άνω Λιόσια έκτισε το σπίτι του, ζώντας τα υπόλοιπα χρόνια του με απόλυτη οικονομική άνεση. Πέθανε γύρω στα 1980 και ετάφη στο νεκροταφείο των Αγίων Θεοδώρων, σύμφωνα πάντα με τον αντιστασιακό συγγραφέα στο πολύτιμο βιβλίο του «Εθνικό Συναξάρι».
Αυτό το τέλος είχε ο Αλεξομανώλης που έκλεισε τόσα σπίτια με την αντεθνική του δράση κι όμως η επίσημη πολιτεία με τη στάση της μόνο που δεν του απένειμε και εύσημα. Μια θλιβερή πραγματικότητα που έκανε αρκετούς ήρωες να εγκαταλείψουν τη χώρα μετά την απελευθέρωση και αφού είχαν κάνει στο ακέραιο το καθήκον τους, μη αντέχοντας να βλέπουν την αντιμετώπιση αυτή σε ανθρώπους εθνικά αναξίους, που τελικά ενώ διέπραξαν τόσα εγκλήματα, δεν είχαν την τύχη που τους άξιζε.
Οφείλουμε ευγνωμοσύνη πάντως και το αναφέρουμε ακόμα μια φορά στον Νίκο Περακάκη που ξεπερνώντας τις μικρόψυχες αντιλήψεις μιας εποχής, έγραψε τα συναξάρια των συναγωνιστών του που για μεγάλο διάστημα λόγω πολιτικών παθών απουσίαζαν από επίσημης ιστορικές πηγές. Κι ας είχαν πολεμήσει οι άνθρωποι αυτοί για τη λευτεριά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Εμείς την αγωνιστικότητά τους αναγνωρίζουμε και τιμούμε και όχι την ιδεολογία που αφορά μόνο τα ίδια τα πρόσωπα, είναι υπόθεση του καθενός.
Το σημερινό μας αφιέρωμα έγινε και με άλλες αφορμές που δίνει η επικαιρότητα, όπως η τελετή στη μνήμη Ανωμεριανάκη που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 7 Μαΐου και ώρα 6 μ.μ. στην πλατεία Μαρουλά, αλλά και ως σπονδή στη μνήμη του άτυχου νέου που έπεσε θύμα τροχαίου, βυθίζοντας στο πένθος τη Λούτρα και η ψυχή του πήγε να συναντήσει τον ήρωα πρόγονό του. Ας είναι η μνήμη τους αιωνία.
Πηγές:
Νίκου Περακάκη: «Εθνικό Συναξάρι».
Μαρτυρία της Άρτεμης Ανωμεριανάκη χήρας Νίκου Μιχ. Καλογεράκη στο συγγραφέα Νίκο Περακάκη.
Ομιλία του Ηλία Κοπανάκη στην τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του αγωνιστή της Αντίστασης Ηλία Ανωμεριανάκη στο Μαρουλά.
Ηλία Κοπανάκη: Μαρουλάς Ρεθύμνου.
Εμμ. Κ. Ορφανουδάκη: Η μάχη στη Μέση Ρεθύμνης.