Κάθε Μεγάλη Τρίτη με αφορμή μια εξαιρετική πραγματεία του, έρχεται στη σκέψη ένας από τους σημαντικότερους Ιεράρχες που κόσμησαν την Εκκλησία των Ρεθυμνίων.Ο μακαριστός Θεόδωρος Τζεδάκης. Ήταν η μοναδική στα χρονικά της πόλης περίπτωση Μητροπολίτη που η εκλογή του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, σε βαθμό που του έκτισαν την πόρτα της Μητρόπολης για να συναισθανθεί πόσο ανεπιθύμητος ήταν. Κι όμως όταν τον κάλεσε κοντά Του ο Κύριος έκλαψαν μικροί και μεγάλοι την αναχώρησή Του.
Ο μακαριστός Ιεράρχης Θεόδωρος Τζεδάκης γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1933 στο Ηράκλειο από γονείς, των οποίων η καταγωγή ήταν από τον Αίμωνα και τη Θεοδώρα Μυλοποτάμου.
Στο Ηράκλειο ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, ενώ κατά τα παιδικά του χρόνια συνδέθηκε με το σιναϊτικο μετόχι του Αγίου Ματθαίου και τον ιερομόναχο Ιάκωβο Ευστρατιάδη, κοντά στον οποίο καλλιέργησε την ιερατική του κλήση.
Το 1951 αποφοίτησε αριστούχος από το Β’ γυμνάσιο Αρρένων Ηρακλείου και ακολούθως εισήχθη πρώτος κατά σειρά στη Θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου το 1956 έλαβε το πτυχίο του. Κατά τις πανεπιστημιακές του σπουδές υπήρξε βοηθός του καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Γερασίμου Κονιδάρη και γενικός γραμματέας και πρόεδρος του Φοιτητικού Θεολογικού Συνδέσμου και μετέπειτα γενικός γραμματέας και αντιπρόεδρος της Δ.Ε.Σ.Π.Α.
Στη διάρκεια των σπουδών του έτυχε να συγκατοικεί με τον αείμνηστο Γιάννη Κεφαλογιάννη με τον οποίο και τον συνέδεε μεγάλη φιλία. Κι είχε πολλά να διηγηθεί από την περίοδο εκείνη των φοιτητικών τους χρόνων.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1956 ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος τον χειροτόνησε διάκονο και ακολούθως έφυγε για την Ι. Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά, στην ονομαστή βιβλιοθήκη της οποίας έμεινε για μελέτες και έρευνα για περίπου οκτώ μήνες, περίοδος, η οποία ανέδειξε το υψηλό ερευνητικό του ταλέντο και το διευρυμένο επιστημονικό του επίπεδο.
Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1958 από τον Επίσκοπο Πέτρας Δημήτριο και χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης την ίδια ημέρα.
Την περίοδο εκείνη υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό με τον βαθμό του λοχαγού, υπηρέτησε ο Ιεροκήρυκας των στρατιωτικών μονάδων της Κρήτης, καθηγητής στη σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και διευθυντής της Θρησκευτικής Υπηρεσίας της ΙΙ Μεραρχίας στην Έδεσσα.
Ακολούθως τοποθετήθηκε προϊστάμενος του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά αλλά και Ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, ενώ υπηρέτησε διάφορες σημαντικές θέσεις όπως διευθυντής του περιοδικού «Απ. Tίτος», γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και διευθυντής Ιεραποστολής, τύπου και Διαφωτίσεως.
Παράλληλα υπηρέτησε ως καθηγητής ιδιωτικών σχολείων γενικής και τεχνικής εκπαίδευσης, ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα, διατέλεσε πρόεδρος πολλών συλλόγων και φορέων του Ηρακλείου, υπήρξε συντάκτης της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας ενώ έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια με ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις με ξεχωριστές τις συμμετοχές του στα Κρητολογικά συνέδρια, στα οποία και αναδείχθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους Κρητολόγους του περασμένου αιώνα. Υπήρξε από τους στενούς συνεργάτες της αείμνηστης Χρυσούλας Μπουρλώτου στη διοργάνωση μεγάλων πολιτιστικών εκδηλώσεων και συνεδρίων.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1987 ο αιφνίδιος και αδόκητος θάνατος του Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Τίτου Συλλιγαρδάκη, προκάλεσε νέες Επισκοπικές Εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν στις 6 Οκτωβρίου του ίδιου έτους και έφεραν στο Ρέθυμνο από το Σπήλι τον Μητροπολίτη Θεόδωρο με ομόφωνη απόφαση της Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης.
Ενθρονίστηκε στις 9 Δεκεμβρίου μέσα σε κλίμα εχθρικό.
Πλούσιο έργο
Ανεξίκακος ο μακαριστός το άφησε κι αυτό να περάσει. Αμέσως επιδόθηκε σε πλούσιο ποιμαντικό έργο. Δημιούργησε επιτροπές για διάφορους τομείς στήριξης αναξιοπαθούντων. Όπως για τις εγχειρήσεις παιδιών με συγγενείς καρδιοπάθειες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να μεταβούν στο εξωτερικό, αφού στην Ελλάδα δεν ήταν τότε τόσο αναπτυγμένη η καρδιοχειρουργική.
Είχε τόσο ευρεία μόρφωση που καθήλωνε τον ακροατή του ιδιαίτερα στα ιστορικά θέματα.
Κατά τη διάρκεια των εννέα ετών που έμεινε στη Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ίδρυσε τράπεζα αίματος, οργανισμό καταπολεμήσεως ναρκωτικών, υπηρεσία για τη μέριμνα καρκινοπαθών παιδιών σε συνεργασία με νοσηλευτικά ιδρύματα της Αμερικής, σχολή βυζαντινής μουσικής και γραφείο ιεραποστολής. Ίδρυσε ακόμη το πανευρωπαϊκό ίδρυμα «Αρκάδι», με σκοπό την ανάδειξη του ιστορικού Μοναστηριού ως μνημείου Ορθοδοξίας, Ελευθερίας και Πολιτισμού και ενδιαφέρθηκε για την αναστύλωση των Μονών όπως του Αγίου Παύλου στου Γάλλου.
Κορυφαίο του επίτευγμα στον τομέα αυτό ήταν η εκ βάθρων αναστύλωση και επαναλειτουργία της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης, έργο το οποίο απέσπασε το ευρωπαϊκό βραβείο «Europa Nostra», δηλαδή, τη σημαντικότερη διάκριση για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων υλοποίησης έργων αυτού του επιπέδου.
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του η Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου καταστάθηκε κανονική εν ενεργεία Μητρόπολη αφού μέχρι τότε ήταν «τιμής ένεκεν» και ο τίτλος του Μητροπολίτη επεκτάθηκε ως «Υπέρτιμος και Έξαρχος Άνω Κρήτης και Πελάγους Κρητικού».
Επίσης συνέχισε το επιστημονικό του έργο και ξεκίνησε την έκδοση του περιοδικού «Λόγος Πίστεως και Μαρτυρίας και «Νέα Χριστιανική Κρήτη» όπου δημοσιεύονταν ενδιαφέρουσες εργασίες γύρω από την εκκλησιαστική ιστορία αλλά και πλήθος άλλων μελετών και άρθρων.
Για την Κασσιανή έγραψε αληθινή πραγματεία, μνημειώδη στο είδος της, πληρέστατη και μοναδική πηγή για τους μελετητές. Εκεί μπορεί ν’ ανατρέξει κι όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερες πληροφορίες γύρω από τη ζωή της μελωδού.
Περιγράφονται ακόμα και οι λεπτομέρειες που έθεσαν εκτός θρόνου την Κασσιανή, την επικρατέστερη στα καλλιστεία που είχαν γίνει, για την επιλογή της συζύγου του Θεοφίλου.
Μια σημαντική γυναίκα -Υμνωδός και Μελωδός
Η Κασσιανή πέρασε στην ιστορία κυρίως για την τόλμη της να αντιμετωπίσει με τη δύναμη του πνεύματος έναν αυτοκράτορα.
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής οικογένειας. Στον πατέρα της Κασσιανής, επιφανές μέλος αυτής της οικογένειας, φαίνεται πως είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυλή της Βασιλεύουσας. Όταν μεγάλωσε συνδύαζε εξαιρετική σωματική ομορφιά και εξυπνάδα. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή, που τοποθετείται χρονικά το 821 ή το 830, ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντάς της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐρρύη τὰ φαῦλα» («Από τη γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]»), αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» («Αλλά και από τη γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]»), αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση, ο ακριβής διάλογος ήταν:
-Εκ γυναικός τα χείρω.
-Και εκ γυναικός τα κρείττω.
Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή πιστεύεται ότι είναι μύθος. Ο διάλογος ευρίσκεται σε λόγο Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου που αποδίδεται στον Χρυσόστομο ή τον Γρηγόριο τον Θαυματουργό (Patrologia Graeca, 50, 795A), αλλά μάλλον προέρχεται από τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως (434-446). Κατ’ άλλους οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αφού έζησε ο Θεόφιλος, ενώ το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης, η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους, ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Δεν σώζονται άλλες πληροφορίες για την Κασσιανή μέχρι το 843, οπότε και μαθαίνουμε ότι ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56). Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο. Καμία βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική, δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.
Ωστόσο, σύμφωνα με μία ανεπιβεβαίωτη παράδοση, η Κασσιανή ταξίδεψε στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας και αργότερα εγκαταστάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της στην Κάσο, όπου και απεβίωσε μεταξύ του 867 και του 890.
Στην Κασσιανή αποδίδονται μια σειρά από λειτουργικά ποιήματα: Ένας κανόνας Περί των νεκρών ο οποίος σώζεται μόνο σε ένα χειρόγραφο και στην ακροστιχίδα του αναφέρεται το όνομα της ποιήτριας. Επίσης στην ποιήτρια αποδίδεται το τετραώδιο του Μεγάλου Σαββάτου Άφρων γηραλέε. Σώζονται επίσης 21 Στιχηρά Ιδιόμελα, δηλαδή μικρότερα ποιήματα προς τιμήν διαφόρων Αγίων για ορισμένες μέρες του εκκλησιαστικού έτους, από τα οποία σήμερα χρησιμοποιούνται στην επίσημη λειτουργία μόνο 7. Γενικά είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η συγγραφική αυθεντικότητα των κομματιών, γιατί δεν μπορούν να στηριχθούν στοιχεία πάνω στα χαρακτηριστικά του συγγραφικού ύφους. Ήταν αυτή που συνέθεσε πολλά τροπάρια της Ακολουθίας των Αγίων Πέντε Μαρτύρων.
Εκτός από τα λειτουργικά ποιήματα η Κασσιανή συνέταξε μια σειρά από πνευματώδη ημιθρησκευτικά επιγράμματα, που τους έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός Γνώμαι κι έτσι εμφανίζονται στα χειρόγραφα. Έχουν γραφεί στον βυζαντινό 12σύλλαβο, ο οποίος ρυθμίζεται σύμφωνα με τον τονισμό της λέξης και σπάνια υπερβαίνουν τις δύο γραμμές σε έκταση. Σ’ αυτές περιγράφονται ανθρώπινες ιδιότητες και χαρακτήρες. Σε αυτά εξυμνείται η φιλία, η εξυπνάδα, η σιωπή κατά την κατάλληλη στιγμή. Επίσης καυτηριάζονται διάφορες ανθρώπινες αδυναμίες όπως η φιλαργυρία, η ανοησία, το ψεύδος κ.ά.
Αξίζει όμως να σταθεί κανείς περισσότερο στο έργο της. Γιατί δεν είναι μόνο το «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις» που την καταξίωσε και που τόσο λογοτεχνικά μετέφεραν στη νέα ελληνική ο Κωστής Παλαμάς και ο Θεόφιλος Βορέας.
Η Κασσιανή συνέθεσε και τους τέσσερις πρώτους ειρμούς του κανόνος του Μ. Σαββάτου όπως και το περίφημο α’ δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων.
Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο μακαριστός Ποιμενάρχης μας Θεόδωρος, υπάρχει κι ένα πλήθος άλλων εκκλησιαστικών ύμνων και τροπαρίων που σε ιαμβικό μέτρο τεχνολόγησε η Κασσιανή.
Αξιομνημόνευτο είναι ότι η Βυζαντινή λογία δεν υπήρξε απλώς μια υμνωδός αλλά και μελωδός. Η μουσική της προκαλεί βαθύτατη κατάνυξη. Δυστυχώς όμως η εσφαλμένη άποψη ότι η χρησιμοποίηση γυναικείων ύμνων αποτελεί εκτροπή, οδήγησε στην απόφαση ν’ ανατεθεί σε άνδρες η δημιουργία σύμφωνα με το μέλος αυτής νέων τροπαρίων.
Έτσι έγινε και με τον κανόνα της μελωδού κατά το Μ. Σάββατο, από τους ειρμούς και τη μουσική του οποίου συνετέθη ο νέος και εν χρήσει σήμερον κανόνας του Μάρκου επισκόπου Υδρούντος σε συμπλήρωση του Κοσμά του Μαϊουμά.
Αστείρευτη πηγή έμπνευσης
Η Κασσιανή όμως δεν στάθηκε αφορμή μόνο για τη συγγραφή μιας πραγματείας που τιμά τα Ελληνικά Γράμματα καταξιώνοντας και τον δημιουργό της, μακαριστό Ιεράρχη Θεόδωρο Τζεδάκη, αλλά το τροπάριό της έγινε πυρήνας για τη δημιουργία ενός ορατορίου, σταθμού στην Ελληνική Μουσική, που έγραψε ο Ρεθύμνιος συνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης.
Πρόκειται για το έργο «Ο Θεός αγάπη εστί» που ανέβηκε για πρώτη φορά, στις 23 Αυγούστου 1994, στο φρούριο της Φορτέτζας με τη χορωδία του Άρη Λεμεσού και την Πειραματική Συμφωνική Ορχήστρα Ρεθύμνου.
Σολίστες ήταν ο Γιώργος Ψαρουδάκης, η Φερενίκη Βαλαρή – Σκουμπουρδή, η Τζένη Φραγκούλη και ο Ρομάν Μαϊγιορόντα. Αναγνώστες ήταν ο Βαγγέλης Στεφανάκης και ο Κώστας Ανδρουλιδάκης.
Το έργο είχε αφιερωθεί στον Επίσκοπο Θεόδωρο, σαν μια ελάχιστη συμβολή, όπως τόνιζε ο δημιουργός του Μπάμπης Πραματευτάκης, στην προσπάθεια αναβάθμισης της μουσικής παιδείας από τον μακαριστό Μητροπολίτη μας. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι εκείνη την πρώτη συναυλία, τίμησε με την παρουσία της και η υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου κα. Κλαίρη Αγγελίδου, που για το σκοπό αυτό είχε έρθει στο Ρέθυμνο.
Το ορατόριο «Ο Θεός αγάπη εστί», παρουσιάστηκε μ’ επιτυχία και στο Ηράκλειο. Οι προοπτικές που δημιουργήθηκαν έκτοτε ήταν σημαντικές. Αξίζει πέρα από τα αισθήματα υπερηφάνειας που δημιουργεί αυτή η καταγραφή να τονιστεί και ο συμβολισμός των προσπαθειών. Να υπομνηστεί πόσο σημαντική είναι για την πνευματική ζωή ενός τόπου η αγαστή συνεργασία Εκκλησίας και Τέχνης γιατί ανοίγει νέους ορίζοντες δημιουργίας και δίνει φωτεινά παραδείγματα για τους μεταγενέστερους. Ας μην ξεχνάμε ότι χωρίς την πατρική συμπαράσταση του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. κ. Ευγενίου θα έμενε στο συρτάρι ένα τόσο σπουδαίο συμφωνικό έργο όπως το «Σπονδή στο μεγαλώνυμο Αρκάδι» του Μπάμπη Πραματευτάκη.
Σε μια από τις εκδηλώσεις παρούσης και της υπουργού Παιδείας της Κύπρου κας Κλαίρης Αγγελίδου, είχε γίνει μια λαμπρή τελετή στη σχολή Αστυνομίας για να τιμηθούν οι βετεράνοι της Κύπρου, που συνοδεύτηκε από μια δωρεά αρκετών βιβλίων για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της σχολής. Ο μακαριστός ευλογούσε πάντα τέτοιες δραστηριότητες που πρόβαλαν το Ρέθυμνο.
Στα μέσα στο 1995 η υγεία του μακαριστού Θεοδώρου επιδεινώθηκε δραματικά. Έφυγε από τη ζωή στις 27 Φεβρουαρίου 1996 σε ηλικία 63 ετών.
Την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας επικρατούσε ένα βαρυχείμωνο με δριμύ κρύο και βροχή. Κι όμως ούτε η κακοκαιρία εμπόδισε τους Ρεθεμνιώτες να αποχαιρετήσουν τον Επίσκοπό τους με πάνδημη συμμετοχή σε κλίμα οδύνης.
Η ταφή του έγινε στην Ιερά Μονή Αγίας Ειρήνης, όπου σήμερα σε μια περίτεχνη κρύπτη φυλάσσονται τα οστά του, μετά την ανακομιδή του λειψάνου του, η οποία έγινε το 2006.
Έμεινε το συγγραφικό του έργο να μας θυμίζει την πνευματική του μορφή, ενώ αμέτρητες μνήμες ανασταίνουν την ανθρώπινη πλευρά του, με τις χάρες και τις κάποιες αδυναμίες του, που τον έκαναν μοναδικό και λαοφιλέστατο.
«Ο Θεός αγάπη εστί».
Στο τροπάριο της Κασιανής ο Μπάμπης Πραματευτάκης στήριξε το περίφημο έργο του «Ο Θεός αγάπη εστί» που μπορείτε να παρακολουθήσετε με ελεύθερη πρόσβαση στο κανάλι μου ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ στο Youtube
Έτσι η Μ. Τρίτη έχει μια ιδιαίτερη σημασία για το Ρέθυμνο, καθώς μια πραγματεία από ένα σοφό Ιεράρχη κι ένα συμφωνικό έργο από έναν εμπνευσμένο συνθέτη, κάνουν το τροπάριο της Κασσιανής να ακούγεται με περισσότερο ενδιαφέρον και βαθύτερη κατάνυξη.
Πηγές:
Βικιπαίδεια
Θεόδωρου Τζεδάκη: Εικασία – Κασσιανή
Εύας Λαδιά: Ντοκιμαντέρ «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίες…» https://youtu.be/y8idLzlz7P0.