«Οφείλω να είμαι ειλικρινής αλλά και σαφής. Αν η Συμφωνία των Πρεσπών κυρωθεί, τότε δεν θα μπορεί να ακυρωθεί, καθώς διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ από κάθε νόμο. Γι’ αυτό όλα κρίνονται τώρα. Η ώρα της ευθύνης είναι τώρα. Όχι μετά. Οι υπεύθυνοι κρίνονται εδώ. Όχι αλλού».
Αυτά τα αυτονόητα δήλωνε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική βουλή. Και μαζί με αυτόν βέβαια και αρκετοί διπλωμάτες και διεθνολόγοι που τοποθετούνταν τότε στο δημόσιο διάλογο. Μέσα σ’ ένα άκρως εχθρικό περιβάλλον που είχε στήσει η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στοχοποιώντας ως ακροδεξιούς και φασίστες όσους διαφωνούσαν με την Συμφωνία.
Το τι έγινε τότε, γιατί έγινε καθώς και οι λεπτομέρειες της Συμφωνίας έχουν αναλυθεί αρκετά κατά το παρελθόν. Το ελληνικό πλεονέκτημα του βέτο απεμπολήθηκε, ο ιστορικός παραλογισμός του να παραχωρηθεί μακεδονική γλώσσα και ιθαγένεια σε ένα σλαβικό φύλο πέρασε και το μόνο που (υποτίθεται) ότι κερδίσαμε ήταν η αποδοχή, εκ μέρους των γειτόνων, της συνταγματικής ονομασίας της χώρας τους ως «Βόρεια Μακεδονία».
Ας προχωρήσουμε στο σήμερα. Σε εξελίξεις που όλοι περίμεναν, αλλά οι ιθύνοντες αυτής της συμφωνίας αδιαφορούσαν πλήρως, καθώς είχαν τους δικούς τους πρόσκαιρους σκοπούς. Που βρισκόμαστε λοιπόν έξι χρόνια μετά την υπογραφή και κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών; Ο χαμογελαστός Ζόραν Ζάεφ έφυγε και οι διάδοχοι του στην ηγεσία της χώρας προκαλούν. Η νέα πρόεδρος της χώρας, παραβιάζοντας το επίσημο κείμενο του όρκου της, ορκίζεται στην «Μακεδονία» και ο νέος πρωθυπουργός δηλώνει ότι θα αποκαλεί την χώρα τους όπως θέλει κι αν δεν μας αρέσει να πάμε στη Χάγη.
Όλα αυτά δεν εκπλήσσουν κανένα. Ήταν αναμενόμενο ότι θα συμβούν μετά την υπογραφή μιας πρόχειρης και αδύναμης συμφωνίας με ένα ασταθές κράτος που επί δεκαετίες προσπαθεί να αποκτήσει εθνική ομοιογένεια σε βάρος της ιστορίας άλλων πολιτισμών. Αυτό που συγκλονίζει είναι το απύθμενο θράσος των υπεύθυνων για αυτή την κατάσταση.
Δεν μιλάμε για τον influencer πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και τις (ως συνήθως) ασυναρτησίες του, ο οποίος σχολιάζοντας τις εξελίξεις δήλωσε ειρωνικά «ο Μητσοτάκης να φορέσει την περικεφαλαία του και να πάει να την ακυρώσει» (αν θεωρεί ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επιζήμια για τη χώρα). Ουδείς παίρνει πλέον στα σοβαρά τα λεγόμενα του, ενώ αρκετοί από τους συντρόφους του (όσοι έχουν απομείνει) κάνουν υπομονή μέχρι την επόμενη εκλογική πανωλεθρία μπας και γλυτώσουν από τον τουρίστα που ήρθε και τους άρπαξε το κόμμα.
Εκείνο που πραγματικά συγκλονίζει είναι η στάση του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση να καταθέσει στην βουλή προς κύρωση τα τρία μνημόνια συνεργασίας που συνοδεύουν την Συμφωνία των Πρεσπών. Με απλά λόγια, την στιγμή που η συνειδητή καθυστέρηση της κύρωσης τους από το ελληνικό κοινοβούλιο δικαιώνεται απόλυτα από τις εξελίξεις, την στιγμή που οι γείτονες προκαλούν και παραβιάζουν την Συμφωνία, εμείς να ψηφίσουμε τα μνημόνια συνεργασίας μαζί τους.
Πραγματικά τι έχουν στο μυαλό τους εκεί στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Είναι απλά ιδεοληπτικοί, καθώς ανέκαθεν οι συνιστώσες τους υποστήριζαν το δικαίωμα των Σκοπίων στην «αυτοδιάθεση»; Σέρνονται απλά, όπως σε όλα τα ζητήματα, πίσω από τις δηλώσεις του αρχηγού τους που ούτε τους ρωτάει, ούτε γνωρίζει που πατάει και που βρίσκεται; Πραγματικά που βρίσκουν το θράσος όχι μόνο να ζητούν τα ρέστα, αλλά να πιέζουν ώστε να παραχωρήσουμε ακόμη περισσότερα;
Και τι νομίζουν ακριβώς ότι κερδίζουν πολιτικά από αυτή τη στάση; Δεν κατάφεραν να πείσουν κανέναν τότε που υπέγραφαν την Συμφωνία και θα καταφέρουν τώρα να πείσουν ότι κάποιοι άλλοι φταίνε για τις επιπτώσεις της; Το μόνο που πραγματικά καταφέρνουν είναι να πριμοδοτούν τον έτερο λαϊκισμό του κ. Βελόπουλου, ο οποίος κάνει σόου «σκίζοντας» τη Συμφωνία μέσα στη βουλή. «Μην αποθρασύνεσαι προς τους συμπολίτες σου» θα τους συμβούλευε ο Σόλων. Ας τον ακούσουν.