Ανάμεσά τους και ο πνιγμός δυο άτυχων βαρκάρηδων από τις αλησμόνητες πατρίδες
Είναι πολλές οι ιστορίες που γράφτηκαν στα Ρεθεμνιώτικα κύματα άλλες με τραγικό και άλλες με ευτυχές αποτέλεσμα. Ήταν η εποχή που το λιμάνι μας είχε το δικό της «κράτος» και τους δικούς της κώδικες. Ήταν ο τόπος που μέτρησαν τη λεβεντιά και το ήθος τους αρκετοί παρεξηγημένοι Ρεθεμνιώτες τότε που οι «καθώς πρέπει» της τοπικής κοινωνίας απέφευγαν να περάσουν από εκεί λες και είχαν να κάνουν με «λεπροχώρι». Είχαμε αναφερθεί στη διάσωση Ρώσων στρατιωτών από τους βαρκάρηδες του Ρεθύμνου που στάθηκε αφορμή για την παρασημοφορία τους.
Ας σταχυολογήσουμε σήμερα μερικές ακόμα, που έχουν αρκετό ενδιαφέρον έστω κι αν δεν είναι όλες από χρονολογικής πλευράς τόσο επίκαιρες.
Η ιστορία του Χουρσίτ
«Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1915 έπεφταν ημέρα Παρασκευή. Το γεγονός όμως της ημέρας ήταν ότι θα προσέγγιζε στο λιμάνι το πλοίο «Αντιγόνη» με φορτίο σταριού. Κι ήταν χαρά μεγάλη, γιατί και κάποιοι λιμενεργάτες θα έβγαζαν επιτέλους μεροκάματο και θα είχε ο κόσμος με κάτι να χαζέψει. Να δει ποιος φεύγει, ποιος έρχεται. Να έχει να κουβεντιάζει κοντολογίς στη βεγγέρα.
Από νωρίς το πρωί οι βαρκάρηδες ετοιμάστηκαν για το ξεφόρτωμα, όταν θα ερχόταν η ώρα και μετά μοιράστηκαν στα καφενεία, αφού δεν είχαν που αλλού να πάνε μέχρι να φανεί το πλοίο και να πιάσουν δουλειά.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν υποδομή για τη διαδικασία αυτή. Ήταν όμως καλοί θαλασσομάχοι οι εργάτες του λιμανιού και σαν χαρακτήρες ένας κι ένας.
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1915 περιμένοντας να έρθει το πλοίο να ξεφορτώσουν άρχισαν να κουβεντιάζουν για τα παλιά στα καφενεία που είχαν μοιραστεί. Μερικοί πήγαν στου Χουσνή Καπετάνιο τον καφενέ, άλλοι στου γέρο Λάριου κι άλλοι στο μαγέρικο του Παυλή να ρίξουνε πράμα στο στομάχι τους.
Ο Δερβίσης, ο Χουρσίτης, το Χουσάκι και ο Πίτσουλας μονομεριάσανε στου Κόκκινου του Μανόλη, πίσω από το σημερινό Τελωνείο που ήταν ένας Κήπος. Περνούσαν ζάχαρη εκεί ακούγοντας τον φοβερό εκείνο Μινχάουζεν του Ρεθύμνου να τους απαριθμεί τερατολογίες. Και κυλούσε έτσι η ώρα μια χαρά πίνοντας και το ρούμι τους. Στους άλλους τους τούρκικους καφενέδες τέτοια ποτά δεν σέρβιραν. Ο Κόκκινος πρωτοπορούσε και σ’ αυτό.
Κάποια στιγμή φάνηκε το βαπόρι που ερχόταν από τα Χανιά. Αμέσως όλοι σηκώθηκαν και έτρεξαν να ετοιμαστούν. Η δουλειά αυτή δεν σήκωνε χασομέρι αν ήθελαν να δουν χρήμα στην τσέπη τους. Πρώτα βγήκε η βάρκα και από κοντά οι μαούνες πλησίαζαν στο πλοίο.
Και τότε συνέβη το ανεξήγητο. Εκεί που η θάλασσα ήταν ήσυχη ξαφνικά σηκώθηκε φοβερή θαλασσοταραχή. Ο καπετάνιος του πλοίου βλέποντας τα τεράστια κύματα, άλλαξε προορισμό για να σώσει πλήρωμα και καράβι. Μείνανε οι βαρκάρηδες στα ανοικτά έρμαιο στα κύματα που λυσσομανούσαν.
Οι θαλασσόλυκοι του λιμανιού δεν κιότεψαν. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. Με ψυχραιμία πάλευαν με τα κύματα που άλλοτε τους σήκωναν σε θεόρατα ύψη και άλλοτε τους κατάπιναν για αρκετή ώρα. Τελικά τα κατάφεραν. Γύρισαν όλοι στο λιμάνι εκτός από τον Πίτσουλα και το Χουρσίτη. Η βάρκα τους είχε πάει να βοηθήσει μια μαούνα να μπει στο λιμάνι. Κι όταν γύρισε να πιάσει υπήνεμο λιμάνι ένα κύμα την πέταξε ανοικτά και κυριολεκτικά την κατάπιε η θάλασσα. Όταν φάνηκε κάποια στιγμή δεν είχε τιμόνι ούτε κουπιά. Και οι άνδρες της είχαν πιαστεί από τους πάγκους και πάλευαν με τα κύματα.
Όλοι κοιτούσαν με πιασμένη την ανάσα αλλά και πώς να βοηθήσουν. Ένα καραβάκι η «Χρυσαλλίς» επιχείρησε να κάνει μια προσπάθεια, αλλά το πέταξε η θάλασσα σαν καρουδότσουφλο ψηλά και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω.
Η βάρκα του Πίτσουλα ξαναφάνηκε κοντά στο φανάρι αλλά μια φοβερή δίνη την εξαφάνισε πάλι και όταν την είδαν να εμφανίζεται ξανά δεν είχε πια κανένα από το τσούρμο της.
Σαν να ‘ταν ευλογημένοι από τον Θεό δυο κατάφεραν να σωθούν μετά από σκληρή πάλη με τα κύματα και αφού είχαν φτάσει πια κοντά στο τέλος. Ήταν ο Χουσάκης και ο Ρεβίθης. Ο Χουρσίτης και ο Πίτσουλας όλο και απομακρύνονταν, ενώ πάλευαν απεγνωσμένα να σωθούν. Τα κύματα δεν τους άφηναν να πάρουν ούτε ανάσα. Και τους έσπρωχναν όλο στ’ ανοικτά. Κάποια στιγμή οι δυνάμεις τους φάνηκε πως τους εγκατέλειψαν. Χάθηκαν από τα μάτια των έντρομων συναδέλφων τους που παρακολουθούσαν και εύχονταν.
Κάποια στιγμή κάτι σκούρο φάνηκε. Ήταν το σακάκι του Πίτσουλα. Σε λίγο τράβηξαν και το δικό του βασανισμένο κορμί. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον συνεφέρουν. Ήταν όμως νεκρός.
Στο μεταξύ είχε κατεβεί περισσότερος κόσμος στο λιμάνι, ευχόμενος για τη σωτηρία των βαρκάρηδων. Ανάμεσά τους και μια Τουρκάλα με το βλέμμα γεμάτο θανατερή αγωνία. Ήταν η μάνα του Χουρσίτη που είχε μάθει τα συμβάντα κι έτρεξε να μάθει για την τύχη του γιου της. Κανένα σημείο όμως δεν φαινόταν μέσα από τα αφρισμένα κύματα που να δίνει έστω ελπίδα.
Με αυτό το θλιβερό γεγονός πέρασαν τα Χριστούγεννα του 1915 στο Ρέθυμνο.
Ο άτυχος Χουρσίτης συνέχισε να αγνοείται. Η μάνα τους κατέβαινε στο λιμάνι και κοίταζε με ελπίδα τα κύματα. Δεν ήθελε να πιστέψει πως δεν θα ξανάβλεπε τον γιο της εκείνο το λεβεντόκορμο παλικάρι. Το είχε μεγαλώσει με πολλές στερήσεις από τότε που έμεινε χήρα. Κι εκείνο όταν μεγάλωσε την αποζημίωνε για τις θυσίες της με την έγνοια του. Δεν άφηνε να της λείψει το παραμικρό. Και τώρα δεν ήξερε που να βρίσκεται ο λεβέντης της.
Πέρασαν μέρες μέχρι να πάρουν όλοι μια απάντηση για την τύχη του Χουρσίτη. Ένα πρωινό η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του κάπου στα Περιβόλια και το άφησε εκεί στις ανθισμένες ασφενδυλιές.
Το πήρε η έρμη μάνα και το έθαψε χωρίς να μπορεί να πιστέψει πως αυτό το ταλαιπωρημένο κουφάρι ήταν ο λεβέντης της. Και ποτέ δεν ξεπέρασε τον θάνατο του παιδιού της. Είχαν πια συνηθίσει οι Ρεθεμνιώτες, να τη βλέπουν να περιτριγυρίζει τις τρώγλες της Φορτέτζας, να αγναντεύει από ψηλά τη θάλασσα και να την καταριέται χαράζοντας με τα νύχια της το πρόσωπό της. Μέχρι που ο θρήνος της έγινε γέλιο ατέλειωτο. Η τρέλα ήρθε να λυτρώσει την έρημη μάνα που την έβλεπαν να τρέχει πάνω στους βράχους της Φορτέτζας αδιαφορώντας για τις πληγές που γέμιζαν τα γυμνά της πόδια. Μια τραγική φιγούρα που κανένας δεν πρόσεχε πια κι ούτε ενδιαφερόταν να της προσφέρει λίγη παρηγοριά».
Το περιστατικό αυτό χαράχτηκε στη μνήμη του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκη και αρκετές φορές το θύμισε με χρονογράφημά του στον τοπικό τύπο. Έτσι μάθαμε για τα θλιμμένα Χριστούγεννα του 1915 και για τον άδικο χαμό του Χουρσίτη που ήταν το μοναδικό στήριγμα για τη δυστυχισμένη τη μάνα του.
Απρίλιος 1926

Απρίλης του 1926 κι ένα ακόμα τραγικό γεγονός αναγράφεται στα χρονικά του λιμανιού. Ήταν ένα Σάββατο 3 του Απρίλη, όταν ξαφνικά κατά τις 9 το βράδυ άλλαξε απότομα ο καιρός. Έξι βαρκάρηδες μέσα σε μα βάρκα έσερναν μια φορτηγίδα στην οποία επέβαιναν δυο εργάτες που ξεφόρτωναν άδεια βαρέλια από ένα ατμόπλοιο που είχε δέσει στο λιμάνι.
Άνθρωποι της θάλασσας οι βαρκάρηδες βλέποντας στο βάθος του ορίζοντα τον κίνδυνο που τους απειλούσε κινητοποιήθηκαν αμέσως. Έλυσαν τη φορτηγίδα και τη βάρκα επιστρέφοντας στο λιμάνι. Το ίδιο έγινε και με το πλοίο που έσπευσε να αναχωρήσει. Το ίδιο έκαναν και άλλα δυο πλοία που από νωρίς είχαν αράξει απέξω από το λιμάνι.
Δυστυχώς όμως τα μανιασμένα κύματα πρόλαβαν τη φορτηγίδα την ώρα που δυο εργάτες που επέβαιναν σ’ αυτή ετοιμάζονταν να πηδήξουν στη βάρκα που θα τους οδηγούσε στο λιμάνι και η φορτηγίδα προσέκρουσε πάνω της και την ανέτρεψε. Από τη μια στιγμή στην άλλη οι άτυχοι εργάτες βρέθηκαν να παλεύουν με τα κύματα, ενώ οι φωνές και των άλλων που κινδύνευαν έσκιζαν απελπισμένα την ηρεμία μέσα στο σκοτάδι.
Αμέσως κινητοποιήθηκαν οι υπεύθυνοι της Ηλεκτρικής Εταιρίας και σε λίγο οι προβολείς έκαναν τη νύχτα μέρα διευκολύνοντας τους διασώστες που έσπευσαν να βοηθήσουν τους βαρκάρηδες. Με χίλια βάσανα κατάφεραν να τραβήξουν στη στεριά μερικούς από τους άτυχους λεμβούχους που τρέμοντας ακόμα από το κρύο και την αγωνία δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι γλίτωσαν από του χάρου τα δόντια. Έξι σώθηκαν τελικά. Δυο που αγνοούνταν βρέθηκαν μερικές μέρες αργότερα και συγκεκριμένα την Τετάρτη. Τα πτώματά τους εκβράστηκαν στους βράχους της Σκαλέτας.
Μεγάλη η συμφορά για τις οικογένειές τους που θύματα της προσφυγιάς είχαν κάνει δεύτερη πατρίδα τους το Ρέθυμνο πριν από τέσσερα χρόνια. Τώρα δυστυχώς έμεναν στον δρόμο αφού οι προστάτες τους είχαν πνιγεί.
Όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα «Αστραπή» που περιγράφει και την τραγωδία στο λιμάνι μας ευαισθητοποιήθηκε η τοπική κοινωνία και το Ρεθεμνιώτικο φιλότιμο θριάμβευσε για μια ακόμα φορά.
Το τραγικό φινάλε μιας ηρωίδας
Η είδηση είχε δημοσιευθεί στην πρώτη σελίδα των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» πριν από πενήντα περίπου χρόνια.
Μια 76χρονη γυναίκα, που ζούσε μόνη, βρέθηκε νεκρή στον Άγιο Σπυρίδωνα. Έπασχε από δυστυχία και είχε ψυχολογικά προβλήματα, ανέφερε το ρεπορτάζ.
Αδιάφορη γύρισα τις σελίδες του τόμου των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» αναζητώντας τα στοιχεία για ένα αφιέρωμα που είχα προγραμματίσει. Και ξαφνικά, όπως μεταφέρω τον χρόνο φυλλομετρώντας, με σταματά ένας πηχυαίος τίτλος με υπογραφή «Γιάννης Κυριακάκης». Αμέσως σταματώ. Λίγα λουλούδια έγραφε στον τίτλο «Αυτοί που δεν σκιάχτηκαν τη καταχνιά «Αιμιλία Λαρίου».
Με την υπογραφή ενός αγωνιστή του αναστήματος εκείνου του υπέροχου συμπολίτη πώς να έμενα αδιάφορη; Ξαφνικά εκείνη η είδηση στα «ψιλά» αποκτούσε ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Και διάβασα τα εξής σημαντικά που προκαλούν ένα σφίξιμο στην καρδιά για τους ανθρώπους που ξεχάστηκαν, ενώ πρόσφεραν όταν έπρεπε, μεγάλες υπηρεσίες στον συνάνθρωπο ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους.
«Αυτές τις μέρες ζήσαμε ένα τραγικό γεγονός που κρατεί σε συγκίνηση ολόκληρη την κοινωνία του Ρεθέμνου.
Η Αιμιλία Λαρίου μια ονομαστή νοικοκυρά, μια ανθρώπινη ύπαρξη που πόνεσε πολύ στη ζωή της και που τα βάσανα και οι πίκρες ήταν γι’ αυτήν ατέλειωτα, βρέθηκε προχθές το πρωί πνιγμένη στην κάτω του Εθνικού Γυμναστηρίου της πόλεως μας θαλάσσια περιοχή.
Μπροστά σ’ αυτή την τραγικότητα που τη συνοδεύει ο πόνος και η οδύνη είμαστε υποχρεωμένοι ν’ ανοίξωμε τα χαρτιά του παρελθόντος και να θυμηθούμε.
Η Αιμιλία Λαρίου είχε αναπτύξει σημαντική δράση στην Αντίσταση. Το σπίτι της πρόσφερε άσυλο στους πατριώτες. Με κίνδυνο της ζωής της η κυρία Αιμιλία αψηφούσε τα πάντα για να προσφέρει φιλοξενία σε φτασμένους αγωνιστές του λαού μας όπως ο Νίκος Μανουσάκης με το ψευδώνυμο Γαλάνης, Μιχάλης Βιτζατζάκης, Μιχάλης Κλεάνης ο γνωστός κουμπάρος, οι οποίοι μαζί με άλλους αγωνιστές κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τα νησιά του θανάτου που τους είχε ρίξει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 και να φτάσουν στο νησί μας για να οργανώσουν την αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Μοιράστηκαν σε ομάδες και σκορπίστηκαν σε όλους τους νομούς της Κρήτης.
Και δεν βρήκαν μόνο άσυλο στο σπίτι της κυρά Αιμιλίας, αλλά μια ζεστή γωνιά που τους επέτρεψε να οργανώσουν μαζί με τους αξέχαστους αγωνιστές Γιάννη Μαθιουδάκη καθηγητή, Μανούσο Πορτάλιο, Σήφη Μανωλεσάκη και άλλους πολλούς πατριώτες, απλούς ανθρώπους και προσωπικότητες του νομού μας, τον λαό του νομού Ρεθύμνης μέσα στις γραμμές του Εθνικοπελευθερωτικού μετώπου.
Ένας πυρετός οργανωτικής προετοιμασίας, μια πολύπλευρη εργασία που αφορούσαν την οργάνωση και επιτυχία του αγώνα, μελετούν στο σπίτι της κυρά Αιμιλίας κι έφθιναν μετά μέχρι και το τελευταίο σημείο του νομού μας. Οι σύνδεσμοι αλώνιζαν την ύπαιθρο και πήγαιναν κι έξω από τον νομό μας.
Κι αν ο κίνδυνος ήταν άμεσος και ενέδρευε πάντοτε, όμως όχι μόνο δεν ακούστηκε από το στόμα της κερά Αιμιλίας ούτε η ελάχιστη μεμψιμοιρία, αλλά σήκωνε υπερήφανα και εθελοντικά το βάρος αυτού του αγώνα και συμπεριφερότανε απέναντι στους αγωνιστές σαν πραγματική μάνα που απλώνει τα φτερά της για να τα προστατεύσει από τον βάρβαρο κατακτητή…».
Και ο μεγάλος αγωνιστής Γιάννης Κυριακάκης κατέληγε: «Εθεώρησα χρέος μου να χαράξω αυτές τις λίγες γραμμές για να τονίσω τη συμβολή της Αιμιλίας Λαρίου αλλά και αυτών που φιλοξένησε για την απελευθέρωση της πατρίδας μας και συγχρόνως να αποτίσω φόρο τιμής απέναντι σε αυτούς τους αφανείς ήρωες που δεν έσκυψαν το κεφάλι και δεν τους φόβισε η καταχνιά και η φοβέρα αλλά στάθηκαν άξια τέκνα της πατρίδος, πραγματικοί αγωνιστές στης Αλήθειας και της Λευτεριάς μας που η μνήμη τους θα μείνει αιώνια και παράδειγμα για όλους εμάς…».
Μετά τα τόσο τρυφερά λόγια ενός σημαντικού συμπολίτη όπως ήταν ο αγνός ιδεολόγος Γιάννης Κυριακάκης, ξαναγύρισα στο ρεπορτάζ του τραγικού τέλους αυτής της γυναίκας.
Από όσα διάβασα και δεν θα ήθελα, από σεβασμό στη μνήμη της, να αναφερθώ σε λεπτομέρειες, φαίνεται πως η ζωή δεν της χαμογέλασε ποτέ. Ήπιε πικρά ποτήρια, έζησε τη μοναξιά και την αφάνταστη στέρηση. Ζούσε από τη φροντίδα του Φιλόπτωχου Ταμείου της Μητρόπολης που της εξασφάλιζε ένα πιάτο φαγητό.
Φαίνεται πως η ανέχεια και τα προσωπικά της προβλήματα επηρέασαν τον ψυχισμό της και δικαιολογημένα, σε σημείο που να μην έχει κανένα νόημα η ζωή γι’ αυτήν.
Ευτυχώς για την υστεροφημία της φρόντισε ο Γιάννης Κυριακάκης. Κι έστω, σε λίγες γραμμές, μας άφησε το καθήκον της μνημόσυνης αναφοράς, σε μια απλή γυναίκα, που ήταν όμως μια ανοικτή αγκαλιά για τους κυνηγημένους και τους αγωνιστές που πάσχιζαν να μας φέρουν τη λευτεριά. Κι έτσι πρέπει να την τιμούμε.