Ιερόθεος Μπραουδάκης – Αγαθάγγελος Παπαδάκης – Θεόδωρος Τζεδάκης
Τυχεροί οι αναγνώστες της εφημερίδας «Βήμα» στη δεκαετία του 1950. Από τους τακτικούς αρθρογράφους ήταν ο Μεκεδονομάχος Σταύρος Κελαϊδής, επιφανής δικηγόρος και άριστος γνώστης της τοπικής ιστορίας.
Για τους νεότερους αναγνώστες μας να σημειώσουμε ότι ο σπουδαίος αυτός λόγιος (1884-1964) έζησε μια πολυκύμαντη ζωή. Ήταν από τους επιφανέστερους δικηγόρους της εποχής του πρώτα στο Ρέθυμνο και μετά στα Χανιά. Λάτρευε τη δημοσιογραφία και ασχολήθηκε για αρκετά χρόνια παράλληλα με τις μελέτες και τη συγγραφή βιβλίων. Μετά τη συνταξιοδότησή του, έδωσε πολλές διαλέξεις όλες πολύ αξιόλογες.
Ενώ ήταν νεαρός δικηγόρος πήρε μέρος ως οπλαρχηγός εθελοντών από την Κρήτη, αφενός στους πολέμους 1912-13 (για τους οποίους συνέγραψε μετά τη λήξη τους βιβλίο) και αφετέρου στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα το 1914. Πήρε επίσης μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, όπου ανέπτυξε μεγάλη δράση και μάλιστα κινδύνεψε να σκοτωθεί. Στη Μάχη της Κρήτης (1941) αλλά και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς (1944), ανακλήθηκε στις τάξεις του στρατού και διορίστηκε πρόεδρος του στρατοδικείου στο νησί.
Τα άρθρα του μεστά σε περιεχόμενο είναι ωστόσο γραμμένα σε απλή γλαφυρή γλώσσα έτσι που να διαβάζονται άπληστα.
Σε ένα από αυτά θα σταθώ που το δημοσίευσε στην εφημερίδα «Βήμα» του Ρεθύμνου (Μάρτιος του 1959). Αναφέρεται σε ένα φωτισμένο ιεράρχη τον Ιερόθεο Μπραουδάκη (Πραουδάκη) για τον οποίο γνωρίζουμε όσα αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας Πολιτείας».
Κάθε αναφορά σ’ αυτόν περιοριζόταν στη σχέση του με την αγιογράφηση του τρούλου της Αγίας Βαρβάρας. Στο άρθρο του Σταύρου Κελαϊδή όμως βρήκαμε και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία και κρίνουμε σκόπιμο να τα αναφέρουμε αφού αναδεικνύουν καλύτερα την προσωπικότητα του μακαριστού Ιεράρχη.
Σύμφωνα με το Γεώργιο Εκκεκάκη ο Ιερόθεος Μπραουδάκης γεννήθηκε το 1836 στη Μήλο από γονείς Σφακιανούς.
Σπούδασε στην Αθήνα και στο Μόναχο όπου έμαθε άριστα τη Γερμανική γλώσσα και αξιοποίησε το ταλέντο του στο σχέδιο και στη ζωγραφική. Αρχικά εξελέγη επίσκοπος Κυδωνίας και στη συνέχεια Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου από το 1882 μέχρι το 1896. Διετέλεσε εφημέριος και στην Τύνιδα. Η ενασχόλησή του με τα εικαστικά στάθηκε ευεργετική, καθώς αναβαθμίστηκε η αισθητική των ναών της πόλης. Αρκετά έργα του υπάρχουν ακόμα.
Σύμφωνα τώρα με τον Σταύρο Κελαϊδή ο Ιερόθεος ήταν ανιψιός του Αρχιμανδρίτη Μακάριου Μπραουδάκη, κτήτορος του Ιερού Ναού Φρε Αποκορώνου. Γραφόταν Πραουδάκης, το ίδιο ανέγραφε και ο τάφος του στην αυλή του Ιερού Ναού των Εισοδίων. Οι συγγενείς του όμως συνεχίζουν να αναγράφονται Μπραουδάκηδες.
Φαίνεται πως ο Μακάριος έτρεφε μεγάλη αγάπη στον ανιψιό του. Με δικά του έξοδα ο Ιερόθεος σπούδασε στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Μόναχο, όπου απέκτησε χρήσιμες γνώσεις και για τα εικαστικά που απασχολούσαν τον ελεύθερο χρόνο του. Η απόφασή του να υπηρετήσει τα θεία δεν μπορούσε να συναντήσει εμπόδιο από την τόσο ευσεβή του οικογένεια.
Το 1854 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Επίσκοπο Νάξου Παρθένιο.
Υπηρέτησε ως Εφημέριος στην Πετρούπολη, την Τύνιδα και από το 1877 μέχρι το 1881 στο Μόναχο. Στις 25 Μαρτίου 1881 χειροτονήθηκε στο Ηράκλειο Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Χερρονήσου Τιμόθεο και Ρεθύμνης Διονύσιο.
Όταν όμως έφθασε στα Χανιά είδε έναν όχλο εναντίον του που τον τρόμαξε. Που να φανταζόταν ότι ξεσήκωσε επανάσταση το γεγονός ότι ήταν «Ξυπόλυτος», ανήκε δηλαδή στην αντιπολίτευση και οι «καραβανάδες» δηλαδή οι κυβερνητικοί δεν τον ήθελαν στους κόλπους τους.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το κόμμα των «Ξυπόλυτων» ίδρυσε το 1878 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1845-1898), γνωστός και ως γερο-Κωστής Μητσοτάκης, νομικός, πολιτικός και εκδότης εφημερίδας.
Αναφερόμαστε στο γενάρχη της πολιτικής οικογένειας Μητσοτάκη. Εγγονός του ήταν ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και δισέγγονός του ο τωρινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο άλλος λόγος που ο Ιερόθεος συνάντησε στα Χανιά, ό,τι ο μακαριστός Θεόδωρος στο Ρέθυμνο ήταν η Σφακιανή του καταγωγή.
Κι έτυχε τώρα να είναι τρεις Επίσκοποι από τα Σφακιά κάτι που προκαλούσε μια μερίδα Κρητικών που δεν συμπαθούσαν τους Σφακιανούς γιατί θεωρούσαν ότι η υπεροψία τους ξεπερνούσε το μέτρο.
Οι άλλοι Επίσκοποι ήταν ο Ιεροσητείας Γρηγόριος Παπαδοπετράκης, ο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος Ξηρουδάκης και ο Κισσάμου και Σελίνου Παρθένιος Κελαϊδής.
Ανεξάρτητα από τους βασικούς λόγους που προκάλεσαν πραγματική επανάσταση, οι Χανιώτες ήθελαν τον Αρχιμανδρίτη Νίκανδρο Ζανούβιο Μητροπολίτη και όχι τον Ιερόθεο.
Βαθειά πληγωμένος ο Ιεράρχης αποσύρθηκε διακριτικά στο Φρε όπου ασκούσε τα ποιμαντικά του καθήκοντα απολαμβάνοντας τον σεβασμό και την αγάπη όλης της περιοχής.
Μετά από ένα χρόνο μετετέθη στη Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου. Ήταν στις 20 Δεκεμβρίου 1882.
Ασφαλώς θα δημιουργηθεί στους γνώστες περί των εκκλησιαστικών η απορία πως είναι δυνατόν να γίνει αυτή η διαδικασία αφού δεν επιτρεπόταν το μεταθετόν.
Ήταν ένας διπλωματικός ελιγμός της Συνόδου να τον ορίσει από την αρχή Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου όπως χρειάστηκε να γίνει αργότερα και με τον Διονύσιο Καστρινογιαννάκη που αντιμετώπισε κι αυτός δυσμένεια και είχε οριστεί Χερσονήσου.
Λαμπρή υποδοχή
Η υποδοχή που έλαχε ο Ιερόθεος από τους Ρεθεμνιώτες τον αποζημίωσε για όσα πέρασε στα Χανιά.
Μετά φανών και λαμπάδων μετέβη αντιπροσωπεία στο Φρε για να φέρει τον νέο Μητροπολίτη στην έδρα του. Και στη διαδρομή αυτή ήρθαν να προστεθούν και πολλοί Σφακιανοί δημιουργώντας μια κουστωδία που έκανε μεγαλοπρεπέστερη την είσοδο του Ιερόθεου στη Μητρόπολή του.
Η μέρα αυτή σημάδεψε τις μνήμες πολλών γερόντων που διηγιόταν με θαυμασμό στην υπόλοιπη ζωή τους την τύχη που είχαν να πάρουν μέρος στη συνοδεία αυτή.
Όσο για τον Ιερόθεο εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το εσωτερικό του Ιερού Ναού της Μητροπόλεως που ειδοποίησε και ήρθαν επίτροποι από το Φρε για να αντιγράψουν τις εικόνες που είχε θαυμάσει τόσο πολύ ο Επίσκοπος. Έτσι μετά από λίγα χρόνια όποιος έμπαινε στον ναό της Ευαγγελιστρίας στο Φρε είχε την εντύπωση ότι βρίσκεται στον Καθεδρικό Ναό του Ρεθύμνου.
Στη διάρκεια της αρχιερατείας του συνέβησαν αρκετά ιστορικά γεγονότα.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1885, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας, τελέστηκε μεγάλη αρχιερατική λειτουργία, παρόλο που οι εργασίες κατασκευής δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί χοροστατούντος του Ιερόθεος Μπραουδάκη. Το έργα αποπεράτωσης του ναού ολοκληρώθηκαν το 1886, οπότε έγιναν και τα εγκαίνιά του, στις 25 Μαΐου του ίδιου χρόνου.
Λέγεται ότι ήταν από τις εκκλησιαστικές μορφές με βαθειά πνευματικότητα. Και δεν ξεκινούσε κανένα έργο χωρίς σχετική προετοιμασία με νηστεία και προσευχή.
Εκοιμήθη τον Φεβρουάριο του 1896.
Η επιβλητική μορφή του Παντοκράτορα
Από τα έργα ζωής του Ιερόθεου ήταν η εικόνα στον θόλο της Αγίας Βαρβάρας του Παντοκράτορα.
Για την τιτάνια αυτή προσπάθεια του Μητροπολίτη να δημιουργήσει αυτό το σπουδαίο έργο αναφέρει ο Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας Πολιτείας»:
«Ο δεσπότης ο Ιερόθεος, ο μέγας ιεράρχης, πριν να πιάσει να ζωγραφίζει τον Παντοκράτορα στον θόλο της Αγίας Βαρβάρας, νήστεψε δυο βδομάδες και προετοιμάστηκε σα να ‘χε να μεταλάβει. Στην Τρίτη βδομάδα, ανέβηκε πάνω στη σκαλωσιά, με τις μπογιές και τα κοντύλια του κι έβαλε αρχή. Να στοχαστείς ένα θεόρατο καυκί, μ’ άνοιγμα φαρδύτερο από δυο οργιές κι εκεί από κάτω τον εξηντάρη δεσπότη κι αγιογράφο ξαπλωμένο ανάσκελα τη σκαλωσιά, δώδεκα μπόγια πάνω από τη γης, να στορίζει τη φοβερή μορφή του Παντοκράτορα». Στον ίδιο αγιογράφο ανήκουν και οι περισσότερες τοιχογραφίες του ναού.
Ένα χρόνο πριν αποδημήσει εις Κύριον το 1895 ο Επίσκοπος Ιερόθεος Μπραουδάκης ίδρυσε στην Αγία Ειρήνη ιερατική σχολή στην οποία φοίτησαν την ίδια χρονιά δέκα μαθητές, υπότροφοι των μονών της Επισκοπής Ρεθύμνης.
Όπως αναγράφεται στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου «….η σχολή λειτούργησε κανονικά γιά ἕνα χρόνο μέ διευθυντή τόν Ἱερομόναχο Ἀγαθάγγελο Βερνάρδο ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Προφήτη Ἡλία Ρουστίκων. Γιά ἄγνωστους λόγους οἱ Τοῦρκοι ἀναζητοῦσαν τόν π. Ἀγαθάγγελο καί τούς μαθητές του κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1896. Ἀλλά ἐκεῖνοι εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἐγκαίρως καί εἶχαν ἐγκαταλείψει τήν Μονή. Οἱ Τοῦρκοι πῆγαν στήν Ἁγία Εἰρήνη, δέν βρῆκαν κανένα καί ἔκαψαν τό μοναστήρι…».
Αυτός ήταν ο βίος και η Πολιτεία ενός βασανισμένου Ιεράρχη που διέθετε μόνο αγάπη για προσφορά.
Και στη δική του περίπτωση θριάμβευσε η κομματική μισαλλοδοξία. Αν και άφησε πλούσιο έργο στη Μητρόπολη η όλη του προσφορά δεν έχει αναδειχθεί όσο θα του άξιζε.
Ευτυχώς μας διέσωσαν στοιχεία γι’ αυτόν εκτός από τον Παντελή Πρεβελάκη, και τον Ν. Τωμαδάκη, ο Σταύρος Κελαϊδής, ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ο π. Χαράλαμπος Καμηλάκης, ο Γεώργιος Εκκεκάκης και ο πρόεδρος του ιστορικού συλλόγου το Αρκάδι κ. Γεώργιος Βλατάκης.
Ο Επίσκοπος Αγαθάγγελος
Ένα ακόμα θύμα του φανατισμού ήταν ο Επίσκοπος Λάμπης Αγαθάγγελος.
Είχε προκαλέσει σάλο αρχές του 1914 η απόπειρα δολοφονίας που έγινε σε βάρος του.
Συνέβη στη σχολή Ασωμάτων όπου διέμενε ο Επίσκοπος κατά κόσμον Ανδρέας Παπαδάκης που γεννήθηκε στα Σελλιά της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης το 1859. Το 1876 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων της Επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης. Το 1877 χειροτονήθηκε Διάκονος της Επισκοπής Λάμπης και Σφακίων από τον Επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Παΐσιο. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1891. Κατόπιν επέστρεψε στην Ιερά Μονή Ασωμάτων και στις 26 Ιουνίου 1891 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο. Στις 11 Μαρτίου 1896 εξελέγη Επίσκοπος Χερρονήσου με τέσσερις ψήφους έχοντας συνυποψηφίους τους Αρχιμανδρίτες Αμβρόσιο Γαλανάκη (3 ψήφοι) και Χρύσανθο Τσεπετάκη. Στις 17 Μαρτίου 1896 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χερσονήσου. Τον Σεπτέμβριο του 1900 λίγο πριν τη συγχώνευση της Επισκοπής Χερσονήσου με τη Μητρόπολη Κρήτης εξελέγη Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων.
Η απόπειρα είχε εκδικητικά κίνητρα. Με τα όπλα θέλησαν κάποιοι κάτοικοι Βισταγής να εκδικηθούν τον Ιεράρχη για τον αποκλεισμό δικού τους προστατευομένου για τη θέση ιερέα. Μια θέση που διεκδικούσαν μανιωδώς δυο πρόσωπα. Ο Επίσκοπος όμως διάλεξε κάποιον Λαϊνάκη που συγκέντρωνε κατά τη γνώμη του περισσότερα προσόντα.
Τότε οι συγγενείς του άλλου υποψηφίου αποφάσισαν να εκδικηθούν. Πρώτα πήγαν νύκτα και έκαψαν τρία ελαιόδεντρα που ανήκαν στον Αγαθάγγελο και μετά του έστησαν καρτέρι περιμένοντας να μπει στην κρεβατοκάμαρά του για ύπνο. Εκεί ήθελαν να τον σκοτώσουν την ώρα που θα κοιμόταν. Οι σφαίρες ευτυχώς για τον Επίσκοπο σφηνώθηκαν στον παραστάτη του παραθύρου, ενώ οι δράστες επωφελούμενοι του σκότους κατάφεραν να ξεφύγουν από τους μοναχούς και εργαζόμενους στη μονή που τους πήραν στο κυνήγι.
Όσο για τον Αγαθάγγελο, το 1919 εκτοπίστηκε στη Χίο ως φιλοβασιλικός. Επέστρεψε στα τέλη του 1920 και στις 31 Μαρτίου 1921 ανέλαβε τοποτηρητής της Μητροπόλεως Κρήτης μέχρι τον Φεβρουάριο του 1922. Εκοιμήθη στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Αμαρίου στις 11 Ιουνίου 1928.
Οι περιπέτειες του Διονυσίου
Στη χορεία των Μητροπολιτών που δοκιμάστηκαν αρκετά πριν αποδείξουν το μεγαλείο της ψυχής τους και ο Διονύσιος.
Ο κατά κόσμον Διονύσιος Καστρινογιαννάκης ή Καστρινογιάννης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1856. Ήταν αδελφός του Μητροπολίτη Κρήτης Τιμοθέου (1882-1897). Τον βάπτισε ο Μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος, ο οποίος του έδωσε και το όνομα. Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού Ιεροσολύμων. Στις 8 Μαρτίου 1881 χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Μηνά Ηρακλείου Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Αρκαδίας Νικηφόρο, Χερρονήσου Τιμόθεο και Ιεροσητείας Γρηγόριο. Λόγω τοπικιστικών αξιώσεων δεν μπόρεσε να παραμείνει στην Επισκοπή του και στις 20 Δεκεμβρίου 1882 μετατέθηκε στην Επισκοπή Χερρονήσου. Στις 11 Μαρτίου 1896 εξελέγη για δεύτερη φορά Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου έχοντας συνυποψηφίους τους Επισκόπους Λάμπης Ευμένιο και Πέτρας Τίτο. Αυτή τη φορά παρέμεινε στη θέση του μέχρι την κοίμησή του στις 12 Ιουνίου 1910.
Θεόδωρος Τζεδάκης
Ο μακαριστός Θεόδωρος Τζεδάκης έμεινε στη ψυχή όσων των γνώρισαν, χαρακτηρίστηκε ο «λόγιος Ιεράρχης» του Ρεθύμνου, αλλά μέχρι και την πόρτα της Μητρόπολης βρήκε «κτισμένη» όταν εξελέγη, καθώς κι ένα ποίμνιο διχασμένο με την εκλογή του. Ανήκει κι αυτός στις βασανισμένες μορφές.
Ο μακαριστός Ιεράρχης γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1933 στο Ηράκλειο από γονείς, των οποίων η καταγωγή ήταν από τον Αίμωνα και τη Θεοδώρα Μυλοποτάμου.
Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ηράκλειο.
Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1958 από τον Επίσκοπο Πέτρας Δημήτριο και χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης την ίδια ημέρα.
Την περίοδο εκείνη υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό με τον βαθμό του λοχαγού, υπηρέτησε ο Ιεροκήρυκας των στρατιωτικών μονάδων της Κρήτης, καθηγητής στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και διευθυντής της Θρησκευτικής Υπηρεσίας της ΙΙ Μεραρχίας στην Έδεσσα.
Ακολούθως τοποθετήθηκε προϊστάμενος του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά αλλά και Ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, ενώ υπηρέτησε διάφορες σημαντικές θέσεις όπως διευθυντής του περιοδικού «Απ. Tίτος», γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και διευθυντής Ιεραποστολής, τύπου και Διαφωτίσεως.
Παράλληλα υπηρέτησε ως καθηγητής ιδιωτικών σχολείων γενικής και τεχνικής εκπαίδευσης, ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα, διατέλεσε πρόεδρος πολλών συλλόγων και φορέων του Ηρακλείου, υπήρξε συντάκτης της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας ενώ έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια με ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις με ξεχωριστές τις συμμετοχές του στα Κρητολογικά συνέδρια, στα οποία και αναδείχθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους Κρητολόγους του περασμένου αιώνα.
Η πρώτη φορά που επιχείρησε να γίνει Μητροπολίτης στο Ρέθυμνο ήταν το 1970. Ωστόσο η υποψηφιότητα του δεν πέρασε στον κατάλογο προς Αρχιερατία, γεγονός, που τον πίκρανε πολύ.
Ακολούθως όμως στις επόμενες Επισκοπικές εκλογές εξελέγη Μητροπολίτης Λάμπης και Σφακίων στις 8 Φεβρουαρίου 1975. Η χειροτονία του έγινε στις 17 Φεβρουαρίου και η ενθρόνιση του στο Σπήλι στις 6 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Η περίοδος που ξεκίνησε τότε για τον Θεόδωρο Τζεδάκη ήταν πολύ δύσκολη, γιατί η Μητρόπολη Λάμπης ήταν χωρίς επίσκοπο από το 1968. Οργάνωσε εξ αρχής την Μητρόπολη του, εγκαινίασε συνολικά 53 νέου Ιερούς Ναούς, χειροτόνησε 36 νέους κληρικούς, ίδρυσε τον Αγροτικό Παιδικό Σταθμό Σπηλίου, οργάνωσε οικοτροφεία στο Σπήλι και στον Φουρφουρά για τους μαθητές των χωριών, καθώς και το Ταμείο Ευποιίας και Αντιλήψεως για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα φτωχών και ανήμπορων πολιτών.
Σημαντική ήταν η δράση του κατά των ναρκωτικών, οργάνωσε Ιερατικά Συνέδρια και έδωσε βάση στην κατάρτιση των κληρικών, ενώ εκείνη την περίοδο συνέγραψε πλήθος από μελέτες, οι οποίες τον κατέστησαν ως ένα από τους σημαντικότερους ιστορικούς και θεολόγους της εποχής του στην Κρήτη.
Στη Μητρόπολη Ρεθύμνου ενθρονίστηκε στις 9 Δεκεμβρίου. Ανήκει στην σπάνια περίπτωση Ιεράρχη που μια μερίδα κόσμου του έδειξε απαράδεκτη κακία αλλά όταν πέθανε «έκλαψαν και οι πέτρες». Η απλότητα και η ευρυμάθειά του τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό.
Σε διάστημα ποιμαντορίας εννέα χρόνων ίδρυσε τράπεζα αίματος, οργανισμό καταπολεμήσεως ναρκωτικών, υπηρεσία για τη μέριμνα καρκινοπαθών παιδιών σε συνεργασία με νοσηλευτικά ιδρύματα της Αμερικής, σχολή βυζαντινής μουσικής και γραφείο ιεραποστολής. Ίδρυσε ακόμη το πανευρωπαϊκό ίδρυμα «Αρκάδι», με σκοπό την ανάδειξη του ιστορικού Μοναστηριού ως μνημείου Ορθοδοξίας, Ελευθερίας και Πολιτισμού και ενδιαφέρθηκε για την αναστύλωση των Μονών όπως του Αγίου Παύλου στου Γάλλου.
Κορυφαίο του επίτευγμα στον τομέα αυτό ήταν η εκ βάθρων αναστύλωση και επαναλειτουργία της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης, έργο το οποίο απέσπασε το Ευρωπαϊκό Βραβείο «Europa Nostra», δηλαδή, τη σημαντικότερη διάκριση για την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών πόρων υλοποίησης έργων αυτού του επιπέδου.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν επώδυνα. Πέρασε μια σοβαρή ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα. Έχουν να λένε όμως ότι πέρασε με αξιοπρέπεια όλη αυτή τη δοκιμασία και μετά από κάθε αιμοκάθαρση έψαλε σαν να δοξολογούσε τον Θεό για την περιπέτειά του αυτή.
Μένει όμως πάντα στη σκέψη μας αφού κατάφερε και να μας κερδίσει και να συμβάλει στην πνευματική μας αναβάθμιση.