Ζήτημα επιβίωσης των καταστημάτων τους θέτουν οι επιχειρηματίες εστίασης και αναψυχής του Ρεθύμνου τονίζοντας ότι το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον με τον υψηλό πληθωρισμό και την ακρίβεια έχει περιορίσει σημαντικά την κίνηση στις επιχειρήσεις τους καθιστώντας δύσκολη τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Παρά το γεγονός ότι η καλοκαιρινή σεζόν ενίσχυσε σημαντικά τους τζίρους των καταστημάτων, σε καμία περίπτωση αυτό δεν ήταν αρκετό για να μπορέσει να συνεχιστεί η εύρυθμη λειτουργία τους. Από τη μια τα έξοδα και οι οικονομικές υποχρέωσες να τρέχουν και από την άλλη οι συνεχείς ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη αγοραστική δύναμη έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο στη λειτουργία τους. Η διαφορά έχει φανεί τον τελευταίο μήνα που αρκετοί επιχειρηματίες του Ρεθύμνου έβαλαν λουκέτο στα καταστήματά τους αδυνατώντας να τα λειτουργούν με λίγους πελάτες. Οι περισσότεροι οδηγούνται σε άλλες λύσεις εξοικονόμησης κόστους είτε ανοίγουν μόνο μεσημέρι, είτε μόνο βράδυ είτε μόνο Παρασκευή και σαββατοκύριακα. Και αυτό δεν αφορά μόνο καταστήματα περιαστικά της πόλης αλλά και στο ιστορικό κέντρο. Σίγουρα, όπως λένε παράγοντες της αγοράς, η εικόνα αυτή θα συνεχιστεί ως έχει μέχρι και τον Μάρτιο, αφού είθισται ο μήνας Ιανουάριος, αμέσως δηλαδή μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, να είναι ένας μήνας «νεκρός», άρα και ασύμφορος για την λειτουργία των καταστημάτων.
Όπως χαρακτηριστικά ανάφερε στα «Ρ.Ν.» ο πρόεδρος του Συλλόγου Εστίασης και Αναψυχής Ρεθύμνου Ανδρέας Κλαψινός: «Η κίνηση είναι πολύ υποτονική. Όλοι περιμένουν τις συντάξεις και τα δώρα. Πάρα πολλοί συνάδελφοι έχουν κλείσει τα μαγαζιά τους και ελάχιστοι είμαστε αυτοί που συνεχίζουμε τη λειτουργία μας και αυτή με περικοπές. Εγώ για παράδειγμα ανοίγω μόνο για μεσημέρι, ενώ άλλοι δουλεύουν μόνο Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Έτσι θα κινηθεί η κατάσταση μέχρι το καρναβάλι. Παραδοσιακά ο Ιανουάριος είναι πάρα πολύ δύσκολος μήνας και οι περισσότεροι επιχειρηματίες κλείνουν τα καταστήματά τους. Δεν ξέρουμε και πόσα καταστήματα θα λειτουργήσουν την περίοδο των γιορτών, για όλους είναι δύσκολα τα πράγματα, κυρίως γιατί έχει περιοριστεί το εισόδημα. Τα νοικοκυριά, οι καταναλωτές – πελάτες μας αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Σημαντικός παράγοντας για τον τόπο μας είναι και η περιορισμένη παραγωγή ελαιολάδου. Φέτος δεν υπάρχουν έσοδα από το λάδι, που τα προηγούμενα χρόνια έδινε μια καλή οικονομική ανάσα και πλέον περιμένουν όλοι τις συντάξεις και το δώρο των Χριστουγέννων και τους μισθούς».
Από την πλευρά του ο εστιάτορας Όθωνας Χριστουλάκης είπε: «Η κίνηση είναι υποτονική. Τα σαββατοκύριακα κάτι κινείται όχι όμως πολλά πράγματα. Εγώ προσωπικά και τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο έκλεισα με μικρότερο τζίρο σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό δίμηνο. Πολλοί συνάδελφοι έχουν ήδη κλείσει τα καταστήματά τους για τον χειμώνα και υπάρχουν και αυτοί που δεν λειτουργούν κάθε μέρα. Υπάρχει περιορισμός λειτουργίας και σε υψηλό βαθμό. Όλα είναι στο πλαίσιο της βιωσιμότητας. Κοιτάμε τι να κάνουμε για να είμαστε βιώσιμοι. Είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα και θα γίνουν ακόμη δυσκολότερα λόγω των νέων δεδομένων».
Τεράστια η επιβάρυνση στον κλάδο από τις υψηλές τιμές του ελαιολάδου
Η κατακόρυφη αύξηση της τιμής στο ελαιόλαδο, που έχει φτάσει τα 10 ευρώ, επηρεάζει άμεσα και την εστίαση, λαμβάνοντας υπ’ όψη την ευρεία χρήση του συγκεκριμένου αγαθού στα φαγητά. Άλλωστε ένα από τα βασικότερα συστατικά στα εστιατόρια, στα σουβλατζίδικα και στα fast food είναι το ελαιόλαδο.
Οι επιχειρηματίες εστίασης εμφανίζονται προβληματισμένοι, καθώς η ακρίβεια στα τρόφιμα συνεχίζεται αλλά και η τιμή του ελαιολάδου παίρνει συνεχώς την ανιούσα.
Η μια κρίση διαδέχεται την άλλη και οι επιχειρηματίες του κλάδου μετρούν τις δυνάμεις τους. Πρώτα ήταν η πανδημία, ακολούθησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση και οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών.
«Η τιμή του ελαιολάδου αποτελεί μεγάλο αγκάθι για τον κλάδο μας. Από 8,5 ευρώ το βρίσκουμε να φτάνει τα 10 ευρώ. Την ίδια στιγμή και στα υπόλοιπα προϊόντα δεν έχουν υποχωρήσει οι τιμές» αναφέρει ο κ. Κλαψινός.
Σύμφωνα με τον κ. Χριστουλάκη το ράλι των ανατιμήσεων είναι συνεχές: «Οι τιμές του ελαιολάδου είναι στα ύψη, ενώ το ράλι των ανατιμήσεων συνεχίζεται σε όλα τα προϊόντα. Για παράδειγμα αγόραζα ένα ειδικό τεμάχιο μοσχάρι 7,40 ευρώ και τώρα το είδα 8,60 ευρώ. Το λάδι είναι κοντά στα 10 ευρώ. Οι αυξήσεις είναι δυσβάσταχτες».
Οι επαγγελματίες μάλιστα κάνουν λόγο για νέο κύμα ανατιμήσεων μετά την αύξηση του Φ.Π.Α., από 13% στο 24% στα σερβιριζόμενα μη αλκοολούχα ποτά από τις αρχές του νέου έτους, την ίδια στιγμή που οι υψηλές τιμές των πρώτων υλών και το ενεργειακό κόστος παραμένουν τα δύο μεγάλα «αγκάθια» για τον κλάδο. Την αύξηση αυτή δεν μπορούν να την απορροφήσουν οι επιχειρηματίες εστίασης, καθώς έρχεται να προστεθεί σε άλλες υπέρογκες δαπάνες, κάτι που σημαίνει ότι ήδη από τις αρχές του έτους οι ανατιμήσεις στους τιμοκαταλόγους θα είναι γεγονός.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι επιχειρηματίες της εστίασης προετοιμάζονται για έναν δύσκολο χειμώνα, ανησυχώντας πως σε συνδυασμό με την πίεση που δέχεται το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών από την ακρίβεια, η κίνηση στα καταστήματά τους αλλά και η κατανάλωση που κάνουν όσοι τα επισκέπτονται, θα περιοριστούν περαιτέρω. Ήδη άλλωστε σημειώνουν, πως σε πολλές περιπτώσεις τα καταστήματα γεμίζουν μόνο τα Σαββατοκύριακα και ότι τις καθημερινές η κίνηση είναι ιδιαίτερα υποτονική. «Ο Φ.Π.Α. επιστρέφει στο 24% στα αναψυκτικά και στα νερά. Ποιοι καταναλωτές θα πληρώνουν στην ταβέρνα την πορτοκαλάδα 2,5 – 3 ευρώ και στις καφετέριες 5 ευρώ. Το ίδιο ισχύει και για την μπύρα χωρίς αλκοόλ και για τα εφυαλωμένα νερά, τα ανθρακούχα, τις σόδες. Οι κατάλογοι στα καταστήματα από τον Ιανουάριο και μετά σίγουρα θα έχουν ανατιμήσεις προς τα πάνω λόγω λαδιού, αλλά και λόγω του Φ.Π.Α. στο 24% για τα αναψυκτικά. Όλοι θα αυξήσουν τις τιμές στους καταλόγους. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα γι’ αυτό και πάρα πολλοί συνάδελφοι κλείνουν το χειμώνα και άλλοι δουλεύουν μόνο το σαββατοκύριακο» σχολίασε ο κ. Κλαψινός.