Συνάντηση της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης στο υπουργείο Οικονομικών για τη μείωση των επιτοκίων
Η υψηλή φορολογία, η αδυναμία τραπεζικής δανειοδότησης και η απουσία ρευστότητας αποτελούν τα σοβαρότερα προβλήματα του εμπορικού κλάδου, που εν μέσω μιας δύσκολης οικονομικής συγκυρίας με υψηλό πληθωρισμό και ακρίβεια σε βασικά καταναλωτικά αγαθά προσπαθεί να επιβιώσει. Τα τοπικά καταστήματα του λιανεμπορίου μετά από μια εκπτωτική περίοδο που στην πραγματικότητα ελάχιστα κινήθηκε, προετοιμάζονται για την καλοκαιρινή περίοδο έχοντας παράλληλα αυξημένες προσδοκίες για την περίοδο του καρναβαλιού και το Πάσχα.
Ήδη στην πλειοψηφία τους τα καταστήματα μετά το πέρας των χειμερινών εκπτώσεων προχωρούν σε προσφορές σε μια προσπάθεια να πουλήσουν το χειμερινό εμπόρευμα προσφέροντας χειμερινά είδη σε χαμηλές τιμές και αυτό γιατί παρά το ότι το διάστημα των δυο μηνών ήταν μεγάλο εν τούτοις το ενδιαφέρον ήταν περιορισμένο. Παράλληλα πολλοί επιχειρηματίες ετοιμάζονται πυρετωδώς με ανακαινίσεις και συντηρήσεις των καταστημάτων τους για τη νέα σεζόν.
Οι έμποροι του Ρεθύμνου γνωρίζουν καλά πως παρά το γεγονός ότι είναι καταστήματα δωδεκάμηνης λειτουργίας, εν τούτοις η κίνηση που καταγράφεται στα περισσότερα από αυτά τείνει να είναι εποχιακή, προκαλώντας σοβαρά οικονομικά ζητήματα που άπτονται ακόμα και στη βιωσιμότητα μιας επιχείρισης. Όπως λένε υπάρχουν μέρες του χειμώνα που ο τζίρος είναι μηδενικός, ο έμπορος όμως καλείται να ανταποκριθεί στα υψηλά λειτουργικά έξοδα, ενοίκιο, νερό, ρεύμα κατ.
Χαρακτηριστικά, μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο β΄ αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης Γιώργος Πολιουδάκης, ανέφερε:
«Τα πράγματα όπως κάθε χειμώνα είναι δύσκολα για την αγορά της Κρήτης.
Η φετινή χειμερινή εκπτωτική περίοδος ολοκληρώθηκε χωρίς ιδιαίτερους τζίρους. Εμείς εδώ στο Ρέθυμνο προσβλέπουμε στο καρναβάλι που κάθε χρόνο ενισχύει την τοπική αγορά. Αμέσως μετά έχουμε το Πάσχα όπου η αγορά κινείται για τα καθιερωμένα δώρα στα βαφτιστήρια και όχι μόνο και στη συνέχεια αμέσως μετά έχουμε το καλοκαίρι όπου τα μηνύματα φέτος είναι ενθαρρυντικά και είμαστε και εμείς συγκρατημένα αισιόδοξοι.
Ωστόσο τα προβλήματα στο λιανεμπόριο παραμένουν σοβαρά με τις επιπτώσεις να είναι μεγάλες στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων. Αυτήν τη στιγμή ο εμπορικός κλάδος το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η φορολογία, τα αυξημένα επιτόκια των τραπεζών και η ρευστότητα των τραπεζών που δεν βοηθούν τις επιχειρήσεις. Λίγοι έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα των τραπεζών, και αυτό γιατί δεν δίνουν δάνεια οι τράπεζες στους επιχειρηματίες. Αυτοί που έχουν τα οικονομικά κριτήρια για να πάρουν δάνεια, συνήθως δεν τα χρειάζονται, και αυτοί που τα χρειάζονται δεν μπορούν να πάρουν. Οπότε παραμένει η δυσκολία στην πρόσβαση χρηματοδότησης, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Υπάρχουν έμποροι που έχουν χρέη. Εάν εξαιρέσουμε την περσινή χρονιά που ήταν καλή, μετά μπήκαμε στον χειμώνα και τα πράγματα δυσκόλεψαν».
Αυτός όπως προσθέτει ο κ. Πολιουδάκης είναι και ένας από τους βασικούς λόγους όπου πλειοψηφία των εμπορικών καταστημάτων του τόπου προσαρμόζεται στις συνθήκες και στην οικονομική συγκυρία, αλλάζοντας αρκετές φορές χρήση της επιχείρησής τους ή και είδος εμπορεύματος, ενώ πολλές νέες επιχειρήσεις επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην προσέλκυση ξένου καταναλωτικού κοινού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της αγοράς να απευθύνεται και σε τουρίστες καταναλωτές.
«Οι περισσότεροι επιχειρηματίες προσαρμόζουν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους με βάση των τουρισμό, καθώς από τον τουρίστα περιμένουν να ενισχύσουν το εισόδημά τους. Τους καλοκαιρινούς μήνες πολλοί έμποροι προσθέτουν προϊόντα στις επιχειρήσεις τους που να έχουν σχέση με τον τουρισμό για να μπορέσουν να επωφεληθούν και να δουλέψουν. Το παραδοσιακό εμπόριο ρούχων και παπουτσιών δεν θα χαθεί, απλώς τα πράγματα δυσκολεύουν, οι επιχειρήσεις μειώνονται, πολλοί παίρνουν σύνταξη και δεν έχουν διάδοχη κατάσταση από τους παλιούς εμπόρους για να συνεχίσουν την ίδια επιχείρηση. Συνολικά όλοι προσαρμόζεται στα οικονομικά δεδομένα που προς το παρόν δείχνουν ότι ο τουρισμός είναι σε μεγάλο βαθμό αυτός που ενισχύει το εμπόριο». τόνισε ο κ. Πολιουδάκης.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα και με τα στοιχεία της έρευνας του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ για το 2023 οι μικρότερες επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των εμπορικών επιχειρήσεων, μπορεί μεν να επιδεικνύουν μια σημαντική ανθεκτικότητα ωστόσο μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένες στις χαμηλές επιδόσεις των επάλληλων κρίσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης, οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εμπορικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να είναι: α) Η διαχείριση των ανατιμήσεων (6 στα 7). β) Οι οικονομικές υποχρεώσεις (5,9 στα 7) και γ) Η ρευστότητα (5,2 στα 7). Η ενεργειακή κρίση επιδρά αρνητικά στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων καθώς για το 85,7% των εμπορικών επιχειρήσεων ο κύκλος εργασιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από τις ανατιμήσεις στο κόστος ενέργειας ενώ το 23% των εμπορικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν αυξήσεις της τάξης 21-30% στο ενεργειακό κόστος. Η στασιμότητα των επιδόσεων, σε συνδυασμό με την πληθωριστική κλιμάκωση εξωθούν τις εμπορικές επιχειρήσεις να δώσουν προτεραιότητα στην βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα και όχι στον μακροπρόθεσμο δίδυμο μετασχηματισμό τους.
Λύσεις για τα υψηλά επιτόκια ζητούν οι έμποροι – Συνάντηση της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων στο υπουργείο Οικονομικών
Μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον που μόνο ευνοϊκό δεν είναι, επανειλημμένως ο εμπορικός κόσμος έχει ζητήσει τη στήριξη της πολιτείας μέσα από τη λήψη μέτρων που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση του επιχειρείν με κυριότερο τη ελάφρυνση της φορολογίας.
Την ίδια στιγμή τα επιτόκια των τραπεζών που έχουν διπλασιαστεί την τελευταία διετία αποτελούν ένα ακόμα σημαντικό βαρίδι για τις εμπορικές επιχειρήσεις του νησιού, οι οποίες πλέον δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην εξόφληση των δανειακών τους υποχρεώσεων. Η αύξηση του πληθωρισμού είχε ως αποτέλεσμα τα επιτόκια να φτάνουν σήμερα το 9% από 2% που ήταν στην έναρξη του δανεισμού, οδηγώντας σε αδιέξοδο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενώ σε κάποιες περιπτώσεις απειλούν και τη βιωσιμότητά τους, με δεδομένη την τεράστια αύξηση του λειτουργικού κόστους κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας.
Για το θέμα αυτό πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 1 Μαρτίου, η προγραμματισμένη συνάντηση των εκπροσώπων των φορέων του οικονομικού κυκλώματος της Κρήτης στο υπουργείο Οικονομικών, για το σοβαρό θέμα των επιτοκίων και των χρεώσεων των τραπεζών.
Στη συνάντηση συμμετείχαν εκ μέρους των φορέων της Κρήτης, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης κ. Μανώλης Κουμαντάκης, ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Χανίων κ. Αντώνης Ροκάκης, η γενική γραμματέας του ΣΕΒΠΗ κ. Τζίνα Τσαντρίζου, ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Ηρακλείου κ. Μανώλης Μανούσος και ο κ. Κωνσταντίνος Φραγκιαδάκης εκπρόσωπος της ΟΕΒΕΝΗ.
Παρέστησαν επίσης οι κ. κ. βουλευτές: Κεφαλογιάννης Κωνσταντίνος, Ελένη Βατσινά, Κατερίνα Σπυριδάκη καθώς επίσης εκπρόσωπος του υφυπουργού Ανάπτυξης κ. Μάξιμου Σενετάκη και εκπρόσωπος του βουλευτή κ. Μανώλη Χνάρη.
Η συζήτηση διεξήχθη σε εποικοδομητικό κλίμα και οι εκπρόσωποι των φορέων της Κρήτης, παρέδωσαν υπόμνημα με τις προτάσεις τους για το θέμα των επιτοκίων. Επίσης συζητήθηκε το θέμα των χρεώσεων των τραπεζών και οι εκπρόσωποι του υπουργού δεσμεύτηκαν, για την προώθηση κυβερνητικών παρεμβάσεων και λύσεων.
Οι δύο πλευρές όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, συμφώνησαν στην ανάγκη να υπάρχει ένας συνεχής και ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας του υπουργείου με τους φορείς της Κρήτης, προσβλέποντας αμφότερες σε μία ειλικρινή συνεργασία για την αντιμετώπιση θεμάτων – προβλημάτων που τους απασχολούν.
Ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης Γιώργος Πολιουδάκης μιλώντας στα «Ρ.Ν.» τόνισε ότι το πρόβλημα είναι τεράστιο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν γονατίσει και δεν μπορούν να καλύψουν τα αυξημένα έξοδά τους. Σε δήλωσή του στα «Ρ.Ν.» είπε:
«Tα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων είναι αβάσταχτα και δεν μπορούν οι επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν, καθώς τα τελευταία δύο χρόνια τα επιτόκια έχουν σημειώσει τεράστια αύξηση ανέβει και δεν μπορούν οι επιχειρήσεις να δώσουν παραπάνω χρήματα. Γι’ αυτό ζητάμε τη μείωση των επιτοκίων. Αυτό πρέπει να γίνει από τις τράπεζες. Εάν δεν κάνουν μείωση οι τράπεζες, ζητάμε η κυβέρνηση να επιδοτήσει ένα ποσό από τους τόκους των δανείων σε επιχειρήσεις για να μπορούν να ανταπεξέλθουν» τόνισε.