Όταν το Άνω Μέρος ανήκε στον δήμο Κουρήτων, αρχές του περασμένου αιώνα, οι δημοτικές εκλογές του 1906 είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Γιατί είχαν εκτεθεί στην προεκλογική κονίστρα δυο από τους πιο σημαντικούς άνδρες του Αμαρίου.
Ήταν ο Πλατύραρχος από τις Κουρούτες και ο Κατσαντώνης από το Άνω Μέρος.
Όπως το συνήθιζαν τότε ενεργοποιήθηκαν όλοι οι παράγοντες για να προωθήσουν τον εκλεκτό τους. Ο Πλατύραρχος είχε αρχίσει να θεωρείται φαβορί. Ο γιατρός Γεώργιος Ψαρουδάκης, όμως από του Αποδούλου στήριζε πεισματικά τον Κατσαντώνη. Φαίνεται πως η επιρροή του ήταν ισχυρότερη, είχε κι ο Κατσαντώνης αποκτήσει από νωρίς μεγάλο κύρος και έντονη προσωπικότητα, οπότε πέτυχε θριαμβευτική νίκη και όπως απεδείχθη ήταν άξιος της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων. Σε βαθμό μάλιστα που επανεξελέγη και υπηρέτησε τον δήμο του μέχρι το 1912 που καταργήθηκε το σύστημα των ευρύτερων μονάδων παλαιών δήμων.
Μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την προσωπικότητα και το έργο του δημάρχου, ο γιος του Εμμ. Ζαχ. Κατσαντώνης, στο περίφημο βιβλίο του «Μνήμαι Άνω Μέρους Ρεθύμνης Κρήτης» Αθήναι 1992. Όπως φαίνεται ο συγγραφέας έκανε άριστη δουλειά γιατί τα στοιχεία που παραθέτει προϋποθέτουν αρκετή εργασία και επίπονη ιστορική έρευνα. Ο κόπος του όμως δικαιώνεται από τον κάθε αναγνώστη του βιβλίου του, που θα πρέπει να είναι δυσεύρετο πλέον. Εμείς το δανειστήκαμε από το αρχείο του κ. Διονύση Χανδράκη και τον ευχαριστούμε για μια ακόμα φορά που μας διευκόλυνε στην προσπάθειά μας.
Σύμφωνα λοιπόν με όσα αναφέρονται στο βιβλίο, ο Ζαχαρίας Γεωργίου Κατσαντώνης ήταν Μπεληβάνης.Ο πατέρας του και γενάρχης των Μπεληβάνηδων, Γεώργιος, γεννήθηκε στο Άνω Μέρος το 1825. Άνδρας πια εγκαταστάθηκε στους Γουργούθους και ασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Όπως διακρίνεται και στο παρατσούκλι που του έδωσαν Μπεληβάνης που σημαίνει γενναίος, δυνατός, ο Γεώργιος ήταν ατρόμητος και τον θαύμαζαν οι πάντες σε όλη την ορεινή πλευρά των χωριών του Κέντρους.
Με το παρατσούκλι αυτό, ήταν γνωστοί και οι γιοι του Ζαχαρίας, Νικόλαος και Κωνσταντίνος.
Ο Γεώργιος ήταν γνωστός και στους Τούρκους για τη γενναιότητά του και βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους για να βρουν την ευκαιρία να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν. Πόσο ανδρείος ήταν φαίνεται και από το παρακάτω περιστατικό. Όταν είχε επικηρυχθεί ο αδελφός του μεγάλος οπλαρχηγός ο Ιωάννης Κατσαντώνης με τ’ όνομα, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Γεώργιο και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να μαρτυρήσει το κρησφύγετο του αδελφού του. Μάταια περίμεναν να ομολογήσει. Ενώ έσταζε αίμα κυριολεκτικά από τα αλύπητα χτυπήματα με καμουτσί, δεν λύγισε. Ακόμα και οι βασανιστές του τον θαύμασαν.
Κουρασμένοι και αποκαρδιωμένοι τον έλυσαν κι έφυγαν ταπεινωμένοι.
Ο γιος του ήρωα, Ζαχαρίας, γεννήθηκε στα 1860. Μαθημένος στη δουλειά από τα πιο τρυφερά του χρόνια ασχολείτο με την κτηνοτροφία. Φαινόταν όμως ότι θα έφτανε ψηλά. Εκτός από εργατικός ήταν δυναμικός και συνετός. Έβλεπε πολύ πιο πέρα από τον καιρό του. Και λάτρευε τον τόπο του. Ήταν όμως ξακουστός και για τη λεβεντιά του. Ψηλός, εύσωμος, με έντονα χαρακτηριστικά, ξεχώριζε παντού.
Κάποτε επέστρεψε στο Άνω Μέρος από τους Γουργούθους που είχε εγκατασταθεί και πρώτη του δουλειά ήταν να επισκευάσει το πατρικό του σπίτι. Ασχολήθηκε για λίγο με την αξιοποίηση μικρής περιουσίας σε ελαιόδεντρα και βοσκότοπους κι έπειτα υπηρέτησε στη Χωροφυλακή για λίγο διάστημα. Εκείνα τα χρόνια δεν λειτουργούσαν δημοτικά σχολεία. Ο Κατσαντώνης βρήκε την ευκαιρία, ενώ υπηρετούσε, να μάθει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Οι γνώσεις αυτές ήταν πολύτιμες, αφού ελλείψει σχολείων ο κόσμος ήταν αναλφάβητος. Πάνοπλος πια και με γνώσεις ο Ζαχαρίας επέστρεψε στον τόπο του επιλέγοντας τις συντροφιές του κυρίως ανάμεσα σε ανθρώπους με γραμματική και επιστημονική μόρφωση από δίψα για περαιτέρω μάθηση. Οι πάντες τον εκτιμούσαν. Είχε γίνει πασίγνωστος και όλοι ήθελαν τη συντροφιά του.
Η καλή του μοίρα από Λαμπιώτες
Στα 1893 ήρθε στη ζωή του Ζαχαρία Κατσαντώνη μια ξεχωριστή κοπέλα από αρχοντική οικογένεια. Ήταν η Ελένη θυγατέρα του Γεωργίου Σιγανού από τους άρχοντες της Κεντρικής Περιφέρειας της Επαρχίας Αμαρίου. Ήταν γεννημένη στο χωριό Λαμπιώτες το 1881. Η μητέρα της Ευφροσύνη, ήταν απόγονος παλαιών οικογενειών του Βυζαντίου και των Ενετών. Κρατούσε από Σαουνάτσους και Συλιγάρδους του Βυζαρίου. Είχε πάρει άριστη ανατροφή και από παιδούλα όταν τη γνώρισε ο Ζαχαρίας φαινόταν πως θα άνοιγε άξιο σπιτικό. Ήταν όμως ακόμα μικρή. Υπομονετικά την περίμενε ο Ζαχαρίας και στα 1900 έγινε ο γάμος τους που άφησε εποχή.
Αποδείχτηκε άξια σύζυγος ενός ανδρός που είχε αρχίσει ήδη να αποκτά εφόδια εξουσίας.Το 1906 εκλέχτηκε δήμαρχος και είχαν όλοι να πουν για τη δράση του, το αίσθημα δικαίου που τον χαρακτήριζε και τη μεγάλη του διορατικότητα. Σε εποχές που σπάνια έπαιρνε κάποιος πρωτοβουλίες στο αντικείμενο της απασχόλησής του, ο Ζαχαρίας προώθησε την ελαιοκαλλιέργεια με εμβολιασμό και φύτευση νέων δένδρων, την αμπελοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Εκείνη την εποχή οι δήμαρχοι δίκαζαν και υποθέσεις αγροζημιών. Και στον τομέα αυτό διακρίθηκε ο Ζαχαρίας για τις σωστές και δίκαιες αποφάσεις του που όλοι το αναγνώριζαν. Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι διέπρεπε στον ρόλο του ειρηνοποιού. Με τον τρόπο του είχε καταφέρει να συμφιλιώσει ορκισμένους εχθρούς και να γλιτώσει από δαπανηρούς και πολύχρονους δικαστικούς αγώνες εκατοντάδες αντίδικους για κτηματικές διαφορές.
Ικανός δήμαρχος ο Ζαχαρίας,πανάξια η Ελένη
Η αγάπη του για το Άνω Μέρος δεν θα μπορούσε να μην καλυφθεί. Σαν δήμαρχος έκανε το καλύτερο για τον τόπο του. Κατασκεύασε τη γέφυρα του Αύλακα, μερίμνησε για τη βατότητα, όπου η διάβαση του ποταμού τους χειμερινούς μήνες ήταν αδύνατη. Δημιούργησε το αλσύλλιο στο Ρουπακιά με δρυγιές για τις οικοδομικές και στεγαστικές ανάγκες των δημοτών του και γενικά άξιζε της μεγάλης τιμής που έχαιρε μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Με φήμη καλού δημάρχου ο Ζαχαρίας, φημισμένη όμως για την αξιοσύνη της και η γυναίκα του Ελένη.
Από τις πρώτες μέρες που ήρθε νύφη στο Άνω Μέρος κατέκτησε τους πάντες με την αρχοντιά της, την ομορφιά της και τη νοικοκυροσύνη της.
Ακόμα και έμπειρες νοικοκυρές ήθελαν να συμβουλεύονται την «κυρία Δημάρχαινά» τους, όπως την έλεγαν. Μα ήταν εξαιρετική νοικοκυρά και μαγείρισσα. Όσο για τα εργόχειρά της ήταν μικρά έργα τέχνης. Είχε μεγάλες γνώσεις πάνω στην υφαντική και οι γυναίκες του χωριού διψούσαν να μάθουν από αυτή. Όπου υπήρχε αργαλειός την καλούσαν να ετοιμάσει το τελάρο και να αρχίσει πρώτη την ύφανση και το σχέδιο. Πρόθυμη πάντα εκείνη δεν αρνήθηκε ποτέ. Κι ενώ δεν κουραζόταν να ασχολείται με τα τελάρα των άλλων, δεν έμενε πίσω το δικό της νοικοκυριό. Ιδιαίτερα την ένοιαζαν οι άνθρωποι που είχαν στη δούλεψή τους. Έτρεχε να τους φροντίσει στο φαγητό, ενδιαφερόταν για τα προβλήματα του καθενός, νοιαζόταν τους αρρώστους κι έτσι έπινε το χωριό νερό στο όνομα της κυρίας Δημάρχαινας.
Η ίδια όμως ήπιε αβάσταχτα πικρά ποτήρια σαν μάνα. Απέκτησε πολλά παιδιά αλλά μόνο τέσσερα επέζησαν. Ο Γεώργιος (1901),ο Αντώνιος (1902), ο Εμμανουήλ (1904) και η Ευτυχία (1907).
Τον Μάρτη του 1927 η Ελένη έπεσε στο κρεβάτι με πνευμονία.Τα παιδιά της, και κυρίως ο Αντώνης της- νέος γιατρός τότε- δεν έφυγαν λεπτό από το προσκεφάλι της. Παρά τις προσπάθειες με τα πενιχρά επιστημονικά μέσα της εποχής δεν τα κατάφερε. Πέθανε στις 26 Μαρτίου 1927 σε ηλικία 46 χρόνων. Έκλαψαν και οι πέτρες την σπάνια αυτή γυναίκα.
Ο άνδρας της έχοντας πάντα στην καρδιά του τη σπάνια σύντροφο της ζωής του που χάθηκε τόσο πρόωρα, αφοσιώθηκε στην μόρφωση των παιδιών του και στο χωριό του.Ο Αντώνης του έγινε γιατρός και ο Εμμανουήλ τέλειωσε τη Νομική. Ο πρώτος όμως τον έκανε να ζει με χτυποκάρδια σε όλη τη διάρκεια της αντίστασης. Είναι ο γιατρός που είχαμε αναφέρει σε άλλο δημοσίευμα, ο γενναίος που είχε ενταχθεί από τους πρώτους στον αγώνα κατά του κατακτητή.Προηγουμένως όμως είχε βρεθεί στη Μάχη της Κρήτης και είχε βοηθήσει τον άλλο γενναίο, Γεώργιο Τζίτζικα, συγχωριανό του, να καταρρίψει το γερμανικό αεροπλάνο στη χαράδρα ψηλά στο Μασταμπά.
Είναι εκείνος που παρά τη βεβαιότητα ότι θα συλληφθεί ξανά, όταν διαπιστώθηκε ότι στο σπίτι που είχαν ξεμείνει στους Γουργούθους, παραμονή της καταστροφής των χωριών όλοι οι παράγοντες της αντίστασης, ξεχάστηκε βουργιάλι με πολύτιμο περιεχόμενο και μια χλαίνη, γύρισε, τα πήρε και τα έκρυψε για να συλληφθεί λίγα λεπτά αργότερα, αφού όμως είχε κάνει το ανδραγάθημά του.
Αγωνιούσε ο δήμαρχος αλλά ήταν και περήφανος. Είχε και την έγνοια του Μανόλη, συγγραφέα του βιβλίου που μας δίνει τόσο πολύτιμα στοιχεία για το χωριό. Εκείνος είχε διοριστεί με το πτυχίο νομικής που διέθετε στο υπουργείο Εσωτερικών, αλλά περνούσε όλα τα βάσανα και τις στερήσεις των ανθρώπων που ζούσαν την Κατοχή στην Αθήνα.
Το πιο πικρό ποτήρι
Το πικρότερο ποτήρι για τον Ζαχαρία Κατσαντώνη ήταν σίγουρα η ανατίναξη του χωριού του και η εκτέλεση συγχωριανών του.
Οι Γερμανοί (περίπου 150 στρατιώτες, με ελαφρό οπλισμό) κύκλωσαν το Άνω Μέρος τα χαράματα της 22 Αυγούστου 1944, ημέρα Τρίτη. Η κύκλωση ολοκληρώθηκε γύρω στις 4.30 το πρωί. Οι χωριανοί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς από τα επίμονα, συνεχή και άγρια γαυγίσματα των σκύλων και από ένα πυροβολισμό που ρίχτηκε στο «Πανωχώρι» κατά τις 4 το πρωί. Τον έριξε ένας Γερμανός εναντίον του Μανώλη Ν. Καπαρού, που νέος τότε, μόλις αντιλήφθηκε τους Γερμανούς επιχείρησε να διαφύγει. Ο πυροβολισμός αυτός (που ακούστηκε Πανωχώρι Κατωχώρι) έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να ξεφύγουν από τον κλοιό και να σωθούν (Μπαγούρηδες κ.ά.). Όσοι δεν πρόλαβαν έτρεξαν να κρυφτούν, όπου μπορούσαν, πριν ξημερώσει. Μόλις έφεξε η μέρα, οι Γερμανοί σκορπίστηκαν στα σπίτια και στους δρόμους, έβριζαν, φώναζαν, κτυπούσαν, πυροβολούσαν σκοτώνοντας τα σκυλιά και καλούσαν τους χωριανούς να συγκεντρωθούν στο σχολείο. Παράλληλα έψαχναν στους στάβλους και στους αχυρώνες κι όσους έβρισκαν να κρύβονται τους έφερναν σε κακή κατάσταση, επίσης, στο σχολείο. Στη δυτική αίθουσα μπαίνανε οι άνδρες και τα παιδιά από 16 χρονών και πάνω και στην ανατολική τα γυναικόπαιδα.
Γύρω στις 8-8.30 άρχισε στην αίθουσα των ανδρών ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Ένας-ένας σηκώνουνταν οι χωριανοί, δίνανε την ταυτότητα τους στο Γερμανό διερμηνέα «Ερμαν» ο οποίος αφού σύγκρινε τα στοιχεία του ελεγχόμενου με τα στοιχεία καταστάσεων που είχε μπροστά του ο επικεφαλής διοικητής, τους υποδείκνυε μετά από συνεννοήσεις συζητήσεις (με το διοικητή) σε ποιο σημείο της αίθουσας να σταματήσουν.
Στη συνέχεια έγινε η φοβερή ανακοίνωση προς τα γυναικόπαιδα: «Το χωριό σας έδειξε ασέβεια προς τις Γερμανικές διαταγές και θα τιμωρηθεί. Περιέθαλψε τους Άγγλους σαμποτέρ και τους Έλληνες συμμορίτες και δε συνεργάστηκε μαζί μας για την ανεύρεση του στρατηγού Κράιπε. Τώρα θα πληρώσει. Θα πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ότι μπορείτε και σε μια ώρα θα είστε όλοι εδώ, για να φύγετε από το χωριό. Στους δικούς σας που κρύβονται θα πείτε να παρουσιαστούν, γιατί όποιος παραμείνει ύστερα από μια ώρα θα τουφεκίζεται».
Κατά τις 11 περίπου το πρωί ξεκίνησε μια τεράστια φάλαγγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πολλοί ανήμποροι, γέροι, γριές και άρρωστοι συνοδεία Γερμανών και χωροφυλάκων με κατεύθυνση προς τις Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, Γερακάρι, Ελένες και τελικό προορισμό το Μέρωνα. Το καραβάνι αυτό της συμφοράς και της οδύνης, που στην πορεία συνεχώς αύξανε από τους ξερριζωνόμενους και των άλλων χωριών, έφτασε κουρασμένο, λυπημένο, πεινασμένο και εξαντλημένο στον Μέρωνα το βράδυ και στρατοπέδευσε σ’ ένα χωράφι στο κέντρο του χωριού για να διανυκτερεύσει. Σ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας οι πρόσφυγες ήσαν κυκλωμένοι από Γερμανούς και Χωροφύλακες. Θα κόντευε μεσάνυχτα όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να διώξουν με αυτοκίνητα τους άνδρες και τις κοπέλες, που προορίζονταν για τα «σύρματα» στο Ρέθεμνο (Φρούριο Φορτέτζας). Με έκπληξη όμως διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι είχαν εξαφανιστεί! Είχαν διαφύγει όχι μόνο από τον Μέρωνα, αλλά και κατά τη διαδρομή από τα χωριά τους προς τον Μέρωνα.
Από την επόμενη μέρα άρχισε το έργο της λεηλασίας του χωριού, καθώς και το κάψιμο και το γκρεμισμάτων σπιτιών. Για τη μεταφορά των κλοπιμαίων επιστρατεύτηκαν πολλοί μετά ζώα τους από τα γύρω χωριά. Τα ρούχα, τα τρόφιμα και τα άλλα είδη μεταφέρθηκαν στον Αφρατέ κι απ’ εκεί με αυτοκίνητα στο Ρέθυμνο. Το έργο της καταστροφής και της λεηλασίας κράτησε 6 (έξι) μέρες κι όταν τα χαράματα της 27 Αυγούστου (Κυριακή) έφυγαν οι Γερμανοί, άφησαν πίσω τους μόνο ερείπια και σκοτωμένους.
Μαυρίλα σκέπαζε όλο το χωριό. Οι οσμές από το κάψιμο και από τα σκοτωμένα και σφαγμένα ζώα, που ήσαν κατάσπαρτα σ’ όλες τις γειτονιές, σ’ εμπόδιζαν να πλησιάσεις. Όλα τα σπίτια καμένα και γκρεμισμένα. Το σχολείο, ο καθεδρικός ναός του Άνω Μέρους (Παναγία) και η εκκλησία του νεκροταφείου. Η εκκλησία της Παναγίας χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ως σφαγείο ζώων και αποχωρητήριο!!!
Ήταν σε βαθιά γεράματα όταν πήρε κι ο Κατσαντώνης τον δρόμο της προσφυγιάς. Από Σεπτέμβριο του 1944 μέχρι και τον Απρίλιο του 1945 φιλοξενήθηκε στους Λαμπιώτες, το χωριό της γυναίκας του, στο σπίτι του κουνιάδου του Εμμανουήλ Γ. Σιγανού. Επέστρεψε με την οικογένεια του γιου του Γιώργη στο Άνω Μέρος και διέμενε στο μισογκρεμισμένο οίκημα που είχε αντέξει τους δυναμίτες των Γερμανών. Με τον καιρό επέστρεψε και η οικογένεια του Αντώνη του στο χωριό. Εκείνος όμως δεν κατάφερε να συνέλθει. Η κατάθλιψη τον κρατούσε σφικτά στα δεσμά της. Η υγεία του δεν βελτιώθηκε ποτέ.Πέθανε στις 30 Μαΐου 1948 στο χωριό και κηδεύτηκε με πάνδημη συμμετοχή.
Αυτή είναι η ιστορία του δημάρχου Ζαχαρία Κατσαντώνη και της γυναίκας του Ελένης Σιγανού που άφησαν εποχή με το έργο και τη μεγάλη τους κοινωνική προσφορά.