Κατά περίεργο και ακατανόητο τρόπο αναφερόμαστε επιφανειακά συνήθως στα «χωροφυλακάκια» που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης. Εκείνα τα αμούστακα παιδιά που αντιστάθηκαν σ’ έναν τόσο άρτια οργανωμένο στρατό με πενιχρά μέσα και καθόλου εμπειρία από πολεμικές επιχειρήσεις.
Κι όμως έχει ενδιαφέρον να εστιάσουμε στη δράση τους εμπνεόμενοι από τους στίχους του μεγάλου μας λογοτέχνη Σπύρου Τ. Λίτινα. Αφορμή μας δίνει μια συνέντευξη για λογαριασμό κάποτε της τηλεόρασης «Creta» του επίτιμου αρχηγού Χωροφυλακής Νικολάου Φωτίου Κουτσιανά, από τους τελευταίους ζώντες μαχητές στη θρυλική μάχη. Η συνέντευξη δόθηκε στον εξαίρετο συνεργάτη μας κ. Βασίλη Κ. Αποστολάκη αξιωματικό ΕΛ.ΑΣ. ε.α., όπως εκείνος ταπεινά θέλει να παρουσιάζεται.
Η μαρτυρία αυτή είναι συγκλονιστική και σκεφτήκαμε πως αξίζει να την προσέξουμε για να συνειδητοποιήσουμε κάτω από ποιες συνθήκες εκείνα τα άμοιρα παιδιά μας υπερασπίστηκαν εκείνο το Μάη του 41.
Ταξίδι με αμφίβολο προορισμό
…Αναφέρει λοιπόν μεταξύ άλλων ο Νίκος Κουτσιανάς, από το χωριό Κρανιά Καρδίτσας, για τη θρυλική εκείνη περίοδο:
«Κατατάχτηκα ως Δόκιμος Χωροφύλακας στη Σχολή των Αθηνών την 21η Μαρτίου 1942. Κάθε μέρα εξαντλητικές ασκήσεις. Τη νύχτα της 8ης Απριλίου 1941 ένας τρομερός βομβαρδισμός από τη Γερμανική Αεροπορία ταρακούνησε κυριολεκτικά την Αθήνα. Εσπευσμένα οκτώ λόχοι δυνάμεως 800 περίπου ανδρών μεταφέρθηκαν στο Λαύριο για επιβίβαση σε πλοίο με προορισμό την Κρήτη.
Οι θαλάσσιες μεταφορές λόγω δράσεων των Γερμανικών «στούκας» ήταν δύσκολες και επικίνδυνες.
Επιβιβαστήκαμε σε αρματαγωγό και με πολλές ταλαιπωρίες αποβιβαστήκαμε στη Σούδα, όπου μετά από ολιγόλεπτη ανάπαυση ξεκινήσαμε για το Ρέθυμνο πεζοί κι εξαντλημένοι. Ύστερα από διήμερη πορεία φθάσαμε στο Ρέθυμνο. Ήταν 10 Απριλίου 1941.
Εγκατασταθήκαμε στο οίκημα της σχολής σε διάφορα σημεία και γύρω από την πόλη του Ρεθύμνου. Η Διοίκηση του Τάγματος ανατέθηκε στον ταγματάρχη Ιάκωβο Χανιώτη.
Με την άφιξή μας στο Ρέθυμνο άρχισε η εντατική και εξαντλητική εκπαίδευση στη χρήση του όπλου και στην τακτική της μάχης.
Ανελέητοι βομβαρδισμοί
Το πρωί της Τρίτης 20 Μαΐου 1941, άρχισαν οι Γερμανοί να βομβαρδίζουν ανελέητα όλη την Κρήτη.
Κατά τις 2:00 το μεσημέρι σμήνη Γερμανικών αεροπλάνων άρχισαν να ρίπτουν αλεξιπτωτιστές ανατολικά του Ρεθύμνου. Ο Λόχος μας πήρε εντολή να σπεύσει επιτόπου όπου τρεις λόχοι της Σχολής είχαν εμπλακεί στο θέατρο των επιχειρήσεων. Πριν βασιλέψει ο ήλιος φθάσαμε στο Ρέθυμνο. Ήρθε η νύχτα. Συνταχθήκαμε και πήραμε σχετικές οδηγίες.
Τρία ήταν τα σημεία που έπρεπε να εξασφαλίσουμε την επόμενη μέρα. Το εργοστάσιο ελαιουργείο της Βιό, τα Περιβόλια όπου και ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου και τα «Καστελλάκια». Σπουδαία στρατηγικά σημεία και τα τρία αλλά δυστυχώς καταλήφθηκαν τα νύχτα, πλην της τοποθεσίας «Καστελάκια» την οποία καταλάβαμε εμείς κατασκευάζοντας πρόχειρα χαρακώματα για την άμυνα. Την επόμενη μέρα παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς επαναλήφθηκαν οι επιθέσεις μας για την ανακατάληψη των στρατηγικών αυτών θέσεων και εξουδετέρωση των εισβολέων. Η μάχη ήταν σφοδρή και διαρκής. Ίχνη αντιαεροπορικών δεν υπάρχουν. Η ανακατάληψη του εργοστασίου της Βιό επιτυγχάνεται από ένα λόχο μας με πολύ κόπο και κάμποσους τραυματίες. Γερμανικές απώλειες πολλές και από την προηγούμενη μέρα.
Τα Καστελλάκια τα κρατούσαμε καλά. Αν τα καταλάμβαναν οι Γερμανοί θα μας πλευροκοπούσαν επικίνδυνα. Εν τω μεταξύ ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν. Οι συνθήκες επιβίωσής μας άσχημες. Τρώγαμε κρεμμύδια από περιβόλια, αλλά το μαρτύριο ήταν μετά, πως θα σβήσουμε τη φωτιά που μας προξενούσαν τα κρεμμύδια.
Νέες επιθέσεις
Την τρίτη μέρα (Πέμπτη 22 Μαΐου) εκδηλώνονται νέες επιθέσεις των Γερμανών για να ανακαταλάβουν το εργοστάσιο Βιό και τα Καστελλάκια αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το απόγεμα ο Λόχος μας διατάχτηκε να μετακινηθεί προς τον παραλιακό τομέα κοντά στην Βιό για να υποστηρίξουμε άλλο Λόχο, ο οποίος πολεμούσε επί αρκετές ώρες και υπήρχε κίνδυνος υποχώρησής του. Ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας και τότε καταφθάνουν τέσσερα βομβαρδιστικά αεροπλάνα και αρχίζουν να βομβαρδίζουν τη περιοχή μας. Μια βόμβα πέφτει στο Λόχο μας και σκοτώνονται 17 δόκιμοι χωροφύλακες. Καπνός και σκόνη καλύπτει όλο το Λόχο. Ήταν τρομερές οι απώλειες αυτές και η ψυχική ταραχή επέδρασε δυσμενώς στην ανασύνταξη του Λόχου.
Την άλλη μέρα οχυρωθήκαμε σε άλλη αμυντική θέση νότια του Ρεθύμνου. Εκεί παρά τη φυσική κάλυψη μας αντιλήφτηκαν γερμανικά αεροπλάνα και άρχισαν να βάλλουν με καταιγισμό πυρών εναντίον μας. Γάζωναν κυριολεκτικά την παρυφή της πόλεως. Μια σφαίρα βρίσκει τον άτυχο συμμαθητή μου Νικολάου που πολεμούσε δίπλα μου. Πολύ τον έκλαψα. Οι Γερμανοί έκαναν με φλογοβόλα το εργοστάσιο Βιό που ήταν χρήσιμο σε μας. Η λάμψη από το καιόμενο λάδι φώτιζε την περιοχή επί πολλές νύχτες.
Το απόγευμα της Πέμπτης 29 Μαΐου 1941, ενώ ο Λόχος μας ήταν ακροβολισμένος απέναντι από τις Γερμανικές θέσεις ακούσαμε πίσω μας με ένα τηλεβόα να μας καλεί ένας Γερμανός στην ελληνική γλώσσα να παραδοθούμε, λέγοντας ότι τέλειωσε ο πόλεμος και πρέπει μα παραδοθούμε σε μια ώρα διαφορετικά θα μας εξόντωναν. Μας είπαν δε ότι θα είμαστε ελεύθεροι να πάμε στα σπίτια μας. Ήταν μια μηχανοκίνητη Γερμανική φάλαγγα έτοιμη να βάλει εναντίον μας εάν δεν παραδοθούμε. Εκπλαγήκαμε όλοι και προβληματιστήκαμε έντονα. Δεν είχαμε πληροφορηθεί ότι είχε καταληφθεί όλη η Κρήτη και φάλαγγες Γερμανών έφθασαν από τα Χανιά στο Ρέθυμνο. Συγκεντρωθήκαμε και ο Λοχαγός μας έθεσε το δίλημμα. Αν θέλουμε να παραδοθούμε ή να σκορπίσουμε στα βουνά.
Τρόπος διαφυγής υπήρχε βέβαια χωρίς να μας αντιληφθούν οι Γερμανοί αλλά δεν ξέραμε τη μορφολογία του ορεινού όγκου, που ήταν πιο πάνω από μας, ούτε την κατεύθυνση, που έπρεπε να πάρουμε ούτε που θα καταλήξουμε.Εγώ με δυο άλλους συναδέλφους δεν παραδοθήκαμε. Ανεβήκαμε στο βουνό περιπλανώμενοι και ύστερα από περιπέτεια δύο ημερών, πέσαμε σε Γερμανική περίπολο, η οποία μας συνέλαβε και μας έκλεισε στο Στρατόπεδο που ήταν το Γυμνάσιο Θηλέων της πόλεως, όπου είχαν εγκλειστεί και οι άλλοι Δόκιμοι Χωροφύλακες.Δέκα μέρες κράτησε ο εγκλεισμός μας στο στρατόπεδο αυτό. Οι συνθήκες διαβίωσής μας ήταν πολύ άσχημες, η δε συμπεριφορά των Γερμανών προς εμάς σκληρότατη.«Κάψανε πολύτιμα βιβλία»Πολύτιμα βιβλία της βιβλιοθήκης του Σχολείου έκαψαν οι Γερμανοί στο προαύλιο.Μετά δεκαήμερο αναχωρήσαμε για τα Χανιά, όπου μας έκλεισαν σ’ ένα στρατόπεδο στη θέση «Άγιοι Απόστολοι». Ήταν 10 Ιουνίου 1941. Κι εδώ η ζωή άθλια. Η μεταχείριση των Γερμανών απάνθρωπη.Όταν πλησίασε το φθινόπωρο μας μετέφεραν σ’ ένα καινούργιο στρατόπεδο κοντά στο αεροδρόμιο Μάλεμε, για «ανθρώπινη ασπίδα» κατά των βρετανικών αεροπορικών επιδρομών. Κι εδώ οι συνθήκες ήταν άθλιε.ς Η απόγνωση στο κατακόρυφο. Άλλο δεν αντέχαμε, έτσι εγώ κι ένας συνάδελφός μου δραπετεύσαμε και φτάσαμε στο Κολυμπάρι. Με μια βάρκα διαπεραιωθήκαμε στο Κάβο Μαλέα και από εκεί πεζοί καταλήξαμε στην Αθήνα, όπου και ενταχθήκαμε στο ανεξάρτητο Σύνταγμα Χωροφυλακής ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ. Κατά το Δεκέμβριο του 1941 αφέθηκαν ελεύθεροι και οι υπόλοιποι άντρες του τάγματος Ρεθύμνου». Μια σημαντική μαρτυρία. Για την ιστορία να προσθέσουμε ότι ο Νικόλαος Κουτσανάς μετά τον εμφύλιο έδωσε εξετάσεις και αρίστευσε εισακτέος στην σχολή των αξιωματικών. Το 1952 αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπομοιράρχου αρχίζοντας μια λαμπρή καριέρα.Η απέραντη αγάπη του για τη μόρφωση τον έκανε και να μελετάει και να μάθει δύο (2) ξένες γλώσσες. Το 1963 πήγε στην Αμερική για ανώτερες σπουδές και ακολούθως στην Ελβετία. Επιστρέφοντας υπηρέτησε ως διοικητής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας όντας για χρόνια διοικητής και στη Λαμία.Μετά την μεταπολίτευση το 1974 εκλέγεται αρχηγός της χωροφυλακής όπου και παρέμεινε έως και το έτος 1979.Θεωρούμε ότι η μαρτυρία του αυτή αποτελεί μια ακόμα λεπτομέρεια σημαντική για την θρυλική μάχη της Κρήτης που νέα στοιχεία συνεχώς, δικαιώνουν τις μυθικές διαστάσεις που έχει λάβει στη συνείδηση κάθε υπέρμαχου της ελευθερίας και της εθνικής αξιοπρέπειας.