Μέρος 2ο
Ο Σύλλογος Κυριών αλλά και το Λύκειο Ελληνίδων είχαν σε πρώτη προτεραιότητα τα παιδιά που μεγάλωναν μέσα στη στέρηση.
Κάποια δεν άντεχαν στον πειρασμό και κατέφευγαν και σε ανορθόδοξες μεθόδους για να επιβιώσουν.
Ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης, στο βιβλίο του «Δικαστηριακές αναμνήσεις» αναφέρει μια συγκλονιστική περίπτωση.
Κάποια μέρα είδε να οδηγούνται στο εδώλιο του κατηγορουμένου δυο τρία παιδιά που «έφεγγαν» από την αδυναμία.
Το αδίκημά τους κλοπή. Μη φανταστείτε ότι έκλεψαν χρήματα ή τιμαλφή.
Σε μια γλαφυρή περιγραφή ο ενάγων εστιάτορας που διέθετε εστιατόριο στην πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη έδωσε όλες τις λεπτομέρειες της αξιόποινης πράξης των μικρών κατηγορουμένων.
Από καιρό όπως είπε, διαπίστωνε ότι τα τσικάλια ήταν «πειραγμένα». Για τους παραγιούς δεν μπορούσε να έχει αμφιβολία, αφού ήταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του όλο το 24ωρο. Μια δυο δεν άντεξε. Έστησε ο ίδιος καραούλι και κάποια στιγμή περασμένη νύχτα άκουσε θόρυβο στο παράθυρο. Αμέσως μετά είδε να πηδάνε μέσα στο μαγαζί τρεις σκιές μικρόσωμες που κατευθύνθηκαν στο καζάνι που ήταν σκεπασμένο. Αδιαφορώντας για το περιεχόμενο έβαλαν τα χέρια μέχρι τον αγκώνα στο εσωτερικό και ανέσυραν μακαρόνια που καταβρόχθιζαν με επικίνδυνη για την ασφαλή κατάποση λαιμαργία.
Ο εστιάτορας αμείλικτος κατευθύνθηκε με άγριες διαθέσεις εναντίον τους, για να τα οδηγήσει στη δικαιοσύνη.
Ο δικαστής προσπαθώντας να συγκρατήσει το δικαιολογημένο αίσθημα συμπόνιας για τους κατηγορημένους που τον είχε κυριεύσει τους κάλεσε σε απολογία.
«Πεινούσαμε» είπαν απλά και ξέσπασαν σε λυγμούς.
Τότε κι ο ίδιος ο κατήγορος συγκινήθηκε.
«Δεν βαριέσαι κ. πρόεδρε» δήλωσε σε μια έκρηξη όψιμης μεγαλοθυμίας, «Ξινισμένα ήταν τα μακαρόνια, ούτε οι χοίροι δεν τα δοκίμαζαν».
Και ο δικαστής με ελαφρά τη καρδία πλέον απάλλαξε τους κατηγορουμένους.
Αυτά μπορεί να ακούγονται υπερβολικά ακόμα και στις μέρες μας που συνηθίσαμε στη θέα των ανθρώπων που ψάχνουν στους κάδους για λίγο φαγητό.
Κι όμως εκείνες τις εποχές της πείνας γίνονταν και χειρότερα.
Για ένα σακί αλεύρι
Σε περασμένο σημείωμα είχαμε αναφερθεί στο πάθημα του καημένου του τελάλη του Πεντεφούντη.
Μια παρέα Ρεθεμνιωτών γνωστή για τις πλάκες που συνήθιζε σε βάρος αγαθών τω πνεύματι συμπολιτών τους έβαλαν στοίχημα με τον Πεντεφούντη ότι αν καταφέρει να κάνει γυμνός το γύρο του λιμανιού θα του έδιναν ένα κιλό χάσικο αλεύρι.
Αυτός και μόνο στη σκέψη ότι θα εξασφάλιζε άριστης ποιότητας ψωμί στα παιδιά του δεν δίστασε. Ανάγκα και θεοί πείθονται.
Μπορούμε λοιπόν με τα δεδομένα αυτά να αξιολογήσουμε το έργο των κυριών και των δύο φορέων.
Σε δυο τομείς έδιναν βάρος για να δώσουν χαρά. Στα παιχνίδια και στα παπούτσια που ήταν όνειρο πολλών παιδιών.
Σε απολογισμό του Συλλόγου Κυριών δίνεται έμφαση στην εξασφάλιση 280 ζευγαριών που έκαναν ευτυχισμένα τα παιδιά που δέχτηκαν το δώρο αυτό.
Φιλάνθρωποι Δεσπότης και Δήμαρχος
Σε επιστολή του, ο αείμνηστος Αλέκος Παπαδάκης, αδελφός του πρώτου νεκρού ανταποκριτή στο έπος του 40, μου αναφέρει ότι εκείνα τα παιχνιδάκια που τα σημερινά παιδιά ίσως να μην καταδέχονταν να κοιτάξουν, προκαλούσαν θύελλα ενθουσιασμού στους μικρούς Ρεθεμνιώτες της αρχής του περασμένου αιώνα. Ένα μπαλόνι, μια σφυρίχτρα, μια σβούρα σήκωναν ωκεάνια κύματα ευτυχίας στις ψυχές των μικρών παραληπτών.
Ο Αλέκος Παπαδάκης θυμόταν επίσης τον δεσπότη Τιμόθεο να έρχεται συχνά στη Σοχώρα, στην οδό Σμύρνης, όπου έμεναν περίπου 20 οικογένειες προσφύγων συνοδευόμενος από δύο διακόνους. Ο επίσκοπος μοίραζε φορτία τροφίμων, που ήταν φορτωμένα σε δύο γαϊδουράκια. Τα τρόφιμα αυτά ήταν μακαρόνια, κουλουράκια, αυγά, αλεύρι και φέτες παστού μπακαλιάρου.
Μέγας φιλάνθρωπος ήταν και ο δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης. Συχνά πυκνά έστελνε τον Πενταφούντη, τον γνωστό κήρυκα της πόλης στις πιο φτωχές συνοικίες της πόλης που ήταν του Μασταμπά και του Κιουλούμπαση να καλέσει με τη στεντόρεια φωνή του κάθε ενδιαφερόμενο να πάει στο δήμο και να πάρει τρόφιμα αλλά και μικροποσά.
Μπορούμε να φανταστούμε την ανακούφιση που έδινε αυτή η φωνή σε φτωχούς φαμελίτες που θα εξασφάλιζαν για κάποιο διάστημα φαγητό για τα παιδιά τους.
Όλοι παραδέχονται πως οι Μικρασιάτισσες με ελάχιστα υλικά μπορούσαν να ετοιμάσουν ονειρεμένης γεύσης φαγητά. Και με τη σωστή τους διαχείριση θα μπορούσαν να θρέψουν την οικογένεια κάμποσο καιρό.
Φαίνεται ότι η πρωτοβουλία αυτή βρήκε μιμητές γιατί θυμάμαι κι εγώ τα επιδόματα στους απόρους που έδινε ο δήμος μέχρι και τη δεκαετία του 90 αν δεν κάνω λάθος. Τα επιδόματα δίνονταν με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Η περίεργη αύξηση των αιτούντων προκάλεσε εύλογα ερωτήματα κι όπως αποδείχτηκε κάποιοι διεκδικούσαν το επίδομα χωρίς να το δικαιούνται. Είχε στο μεταξύ με τον καιρό ελαττωθεί σημαντικά και το ποσόν που δικαιολογούσε το σχετικό κοντύλι, οπότε κρίθηκε σωστό να καταργηθεί η καταβολή αυτών των επιδομάτων αντί να παρέχονται ψίχουλα αντί ενός στοιχειώδους έστω βοηθήματος.
Ας γυρίσουμε όμως σε κείνα τα χρόνια τα παλιά.
Ο Σύλλογος Κυριών λοιπόν αλλά και το Λύκειο Ελληνίδων αναπτύσσοντας μια ευγενή άμιλλα προσπαθούσαν να προστατεύσουν τα παιδιά από ασθένειες που προκαλούσε η έλλειψη σωστής τροφής.
Έτσι καθιερώθηκαν τα συσσίτια που λειτουργούσαν στη αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου. Τα συσσίτια αυτά έσωσαν πολλά παιδιά από βέβαιο θάνατο.
Από τους αγγέλους καλοσύνης της εποχής μια Χανιώτισσα που έγινε ο άγγελος καλοσύνης κυρίως των προσφύγων.
Αναφερόμαστε σε μια εποχή που ήταν αδιανόητο να κυκλοφορεί γυναίκα καθώς πρέπει στο δρόμο ακόμα και για ψώνια. Ακόμα και ο τυχαίος χαιρετισμός ευγενείας σε έναν άνδρα θα μπορούσε να εκθέσει μια ευυπόληπτη γυναίκα.
Η Λέλα Κούνουπα όμως μη αντέχοντας να βλέπει πρόσφυγες κλεισμένους στη Λότζια να πεθαίνουν επειδή δεν είχαν μάθει να απλώνουν χέρι επαιτείας, βγήκε στους δρόμους και πόρτα πόρτα έκανε έρανο για να οργανώσει συσσίτια.
Ένας φάρος καλοσύνης
Ας θυμηθούμε την υπέροχη αυτή γυναίκα, φάρο φιλανθρωπίας όταν το Ρέθυμνο στέναζε από την ανέχεια και ο ερχομός των προσφύγων έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα που επάξια κέρδισε την καρδιά του φαρμακοποιού Γιάννη Κούνουπα. Μας ήρθε από τα Χανιά, νύφη της ιστορικής οικογένειας των φαρμακοποιών το 1917.
Η Λέλα το γένος Καραπατάκη, είχε τελειώσει το Αρσάκειο όπως αρκετές από τις κοπέλες της υψηλής κοινωνίας στον καιρό της. Η πόλη μας την κέρδισε αμέσως με την μακραίωνη ιστορία και τον πολιτισμό της. Γιατί η νεαρή κοπέλα διέθετε παρά την ηλικία της ζηλευτή μόρφωση.
Τα ανήσυχο πνεύμα της όμως δεν της επέτρεπε να περιοριστεί στα καθήκοντα μιας υποδειγματικής οικοδέσποινας όπως επέβαλε η θέση της στην κοινωνική ιεραρχία.
Ένας «Σείριος» στον τύπο
Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί με το ψευδώνυμο «Σείριος» σε θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Πώς να υπογράφει κείμενα στην εφημερίδα μια γυναίκα εκείνες τις εποχές; Είχε όμως αρκετούς φανατικούς αναγνώστες που είχαν γοητευθεί με την «ζωντανή» πένα και το γλαφυρό ύφος του άγνωστου κειμενογράφου.
Ο σύζυγος που τη λάτρευε προσπάθησε με πολλή διακριτικότητα να της επισημάνει κάποιες συμπεριφορές που ήταν «κόκκινο» πανί για τον καθωσπρεπισμό εκείνων των καιρών. Αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν η ευαισθησία που την κυρίευε όταν συναντούσε εικόνες αθλιότητας. Κι ήταν αρκετές.
Εκείνη με τη γλυκύτητα που τη διέκρινε και το χαμόγελο που κέρδιζε μικρούς και μεγάλους προσπαθούσε να εξηγήσει τις αφορμές που την έκαναν επικίνδυνα παρορμητική.
Μάνα της προσφυγιάς
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν άρχισαν να φθάνουν στο Ρέθυμνο οι πρώτοι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Άκουγε για το γεγονός η Λέλα Κούνουπα και τα βράδια δεν έκλεινε μάτι.
Σκεπτόταν τους περήφανους εκείνους ανθρώπους να πεινούν αλλά να μην απλώνουν χέρι επαιτείας από αξιοπρέπεια, μετρούσε τα θύματα από ασιτία και δεν μπορούσε να ησυχάσει.
Άφησε λοιπόν στην άκρη τους ενδοιασμούς και τις απαγορεύσεις που της επέβαλε το φύλο και η κοινωνική της θέση και ξεκίνησε πόρτα πόρτα να ζητά βοήθεια για τους πρόσφυγες.
Στην αρχή προκάλεσε ξάφνιασμα η κίνηση αυτή και ίσως σχόλια. Εκείνη όμως θαρραλέα συνέχισε την προσπάθεια μέχρι που πέτυχε το στόχο της. Οργανώνει συσσίτια, μαζεύει είδη πρώτης ανάγκης, αναζητά στέγη να βολέψει τους ξεριζωμένους.
Τα παιδιά της θυμούνται εκείνο το σοβαρό ύφος της ώρες που θα έπρεπε να είναι ξέγνοιαστη. Μεγάλη ικανοποίηση της προκαλεί η απόφαση του Λυκείου Ελληνίδων να δημιουργήσουν τμήματα κοπτικής ραπτικής για τις προσφυγοπούλες. Να μάθουν μια τέχνη που είχε επαγγελματική προοπτική.
Στέγνωνε τα δάκρια στα παιδικά μάτια
Ησυχία όμως δεν είχε. Επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά το σχολείο που φοιτούσαν και προσφυγόπουλα. Ανησυχούσε γιατί η αδενοπάθεια ήταν σε έξαρση λόγω των συνθηκών διαβίωσης. Αρκετές φορές τη συνόδευε και ο τσαγκάρης για να πάρει μέτρα και να φέρει καινούργια παπούτσια στα παιδιά των ξεριζωμένων οικογενειών.
Μου διηγήθηκε κάποτε η σεβαστή φίλη Βασιλεία Καζαβή:
«Εκείνο το πρωινό που πήγε η αρχόντισσα (έτσι λέγαμε τη Λέλα Κούνουπα) με τον τσαγκάρη στο σχολείο, έτυχε να πάω καθυστερημένα. Κι έτσι δεν με πρόλαβαν να μου πάρουν μέτρα για παπούτσια. Κάθισα σε μια γωνιά κι έκλαιγα. Κάποια στιγμή ένα χέρι άγγιξε τα μαλλιά μου και μια τρυφερή φωνή ζήτησε να μάθει την αιτία. Μέσα σε λυγμούς διηγήθηκα το πάθημά μου. Τότε εκείνη γιατί η Λέλα Κούνουπα ήταν που με εντόπισε και ήρθε να με παρηγορήσει με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στον τσαγκάρη. Πώς να ξεχάσω τέτοια ευεργεσία που στέγνωσε τα δάκρια ενός παραπονεμένου παιδιού».
Ζούσε για τους άλλους
Η Λέλα Κούνουπα ζούσε για τους άλλους παρά το γεγονός ότι ήταν μια ιδανική σύζυγος και μια υποδειγματική μητέρα.
Στο ημερολόγιό της η Μαρία Παπαϊωάννου επίσης μεγάλη μορφή της πόλης μας με πλούσια κοινωνική δράση αναφέρεται με θαυμασμό στη Λέλα Κούνουπα και στις προσπάθειές της να ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία.
Η περίφημη αυτή γυναίκα υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου των Κυριών και γενικά δεν απουσίαζε από κανένα κάλεσμα εθελοντικής προσφοράς στην πόλη.
Οι πρόσφυγες σιγά σιγά βρήκαν το δρόμο τους στην πόλη που μεταφυτεύτηκαν μετά το άγριο ξεσπίτωμά τους.
Τα παιδιά όμως είναι πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Χανιώτισσας δασκάλας.
Η ανάγκη να τα δει ευτυχισμένα να παίζουν τα καλοκαίρια σαν όλα τα παιδιά που είχαν την ευκαιρία να απολαμβάνουν καλοκαιρινές διακοπές την εμπνέει να ιδρύσει και να στηρίξει με κάθε τρόπο το 1930 παιδικές κατασκηνώσεις στα Τρία Μοναστήρια.
Και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στη διοργάνωση δεκάδων εκδηλώσεων για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Ενεργό μέλος και της Αντίστασης
Κι ήρθε ο πόλεμος, να σπείρει τον όλεθρο και να δημιουργήσει πρόσθετες ανάγκες στον άμοιρο πληθυσμό.
Η σκλαβιά δεν αφήνει σε ησυχία τις αδούλωτες ψυχές και βρίσκει πρόσφορο έδαφος η Εθνική Αντίσταση για να φουντώσει.
Η Λέλα Κούνουπα δεν μένει αδιάφορη. Κι είναι πολύτιμη γιατί ξέρει να φέρνει σε πέρας κάθε της αποστολή με τη μεθοδικότητα που τη διακρίνει.
Οι αγώνες του λαού μας την είχαν ένθερμη οπαδό και ποτέ δεν απουσίασε από την οδό του χρέους.
Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι τα παιδιά της ακολούθησαν τους ίδιους δρόμους με τις ίδιος ευαισθησίες για τον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Κι είχε πάντα η αξιοθαύμαστη αυτή γυναίκα την υποστήριξη του συζύγου της που διέθετε πρωτοποριακό πνεύμα για την εποχή του.
Ελάχιστη ανταπόδοση
Σήμερα ένας μικρός δρόμος, όσο είναι η απόσταση από το «Μεσοστράτι» στην άλλη γωνία, πίσω από το ιερό των Τεσσάρων Μαρτύρων, φέρει το όνομα της Λέλας Κούνουπα.
Κι η πόλη αυτή, οι άνθρωποι που μεταλαμπάδευσαν στους επόμενους το θαυμασμό τους για τη γυναίκα αυτή, τον άγγελο καλοσύνης, τρέφουν αιώνια ευγνωμοσύνη για τη Χανιώτισσα «νύφη» που έδωσε χαμόγελο αισιοδοξίας και ζωής σε τόσους δυστυχισμένους χωρίς ποτέ να ζητήσει αντάλλαγμα.
Αύριο η συνέχεια…