Δε γνωρίζω από πού μας ήρθε εκείνο το οθνείο έθιμο της άστοχης και ατυχούς προσφοράς σε γλυκά ζαχαροπλαστείου ως γιορτινό, είτε φιλικό, είτε συμβατικό δώρο. Ένα ψυχωφελές ανάγνωσμα όπως είναι ένα σοβαρό βιβλίο αν και υπέχει θέση ενός ευπρόσδεκτου, ελκυστικού, επιθυμητού δώρου, συνήθως αγνοείται. Επομένως δέχτηκα ασμένως την ευγενική προσφορά ενός ακόμα πονήματος της συμπολίτισσας και συναδέλφου Άννας Φιλιώτου «Ένα πιάνο στην παράγκα». Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι από μια ακαθόριστη αίσθηση προσπαθούσα να πιστέψω, ότι δεν θα ήταν μια πληθωρική έκδοση μεταξύ εκείνων των κατά συρροή κυκλοφορούντων μυθιστορημάτων.
Η ίδια αναφέρει στον πρόλογο, ότι είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και επομένως διεφάνη ότι ως πρωτόλειο θα υστερείτο συγγραφικής ωριμότητας. Εξ’ άλλου η grottesca pittura, η περίεργη εικόνα του εξωφύλλου, η ευρηματική σε σύλληψη ως εμπνευσμένη, από τον τίτλο, παραπέμπει μεν σαφώς στο περιεχόμενο του πονήματος, δίδει εν τούτοις μιαν απατηλή πρώτη εντύπωση. Η δυσοίωνη «προφητεία» μου αποδείχτηκε ασυναίσθητο λάθος μου.
Από τις αρχικές κιόλας σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης εντοπίζει το πραγματικό μέγεθος της αδιαμφισβήτητης φιλολογικής αξίας του πονήματος.
Η ελκυστική αναγνωσιμότητα προκύπτει πρωτίστως από τη διακριτική και διεισδυτική γραφίδα της Άννας Φιλιώτου. Μπαίνει στο πετσί της ψυχολογίας των ηρώων της. Ψυχολογεί σκέψεις ή επιθυμίες και συναισθήματα. Όλα τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν τον ψυχισμό του ανθρώπου, όπως την ιδιοσυστασία, τη διαφορετική νοοτροπία. Επισημαίνει τις συχνές εγγενείς αδυναμίες στους άβουλους χαρακτήρες (ατολμία, επιφύλαξη) όπως και αντιστοίχως σθένος, γενναιότητα στους αποφασιστικούς, τολμηρούς, ασυμβίβαστους και ενίοτε ευαίσθητους.
Από τα ατού της δυνατής, γλαφυρής πένας της συμπολίτισσας θα ‘λεγα την εκφραστική σαφήνεια και διαύγεια και την απρόσκοπτη, κρυστάλλινη αφήγησή της και ακόμα τα όσα άλλα αναγκαία σε λογοτεχνικό κείμενο προσόντα.
Μετά από την ανάγνωση των εκατό και παραπάνω σελίδων ο αναγνώστης ζει στον κόσμο των ανεπανάληπτων όσο και των τόσο αληθινών ηρώων. Σε μια ζωντανή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σ’ έναν κόσμο ταπεινό όσο και ευαίσθητο. Λόγος παραστατικός, ποιοτικός και πειστικός ατμόσφαιρα ζεστή, οικεία, τρυφερή, φιλική.
Η Άννα Φιλιώτου λεπτολογεί, βασανίζει, κοσκινίζει και μελετά τα πράγματα με κάθε λεπτομέρεια. Με απαράμιλλη ακρίβεια και βαρύτητα, με άπειρο ανθρώπινο πόνο, περιγράφει τον αβάσταχτο βίο των ανθρώπων του εξωκοινωνικού χώρου, των αποστασιοποιημένων και περιθωριοποιημένων. Το έργο διαπνέεται από βαθιά αγάπη στον άνθρωπο και αισιόδοξη αντίληψη. Η δομή του λογοτεχνικού έργου είναι άρτια και καθόλου περίπλοκη. Ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους τα επί μέρους κεφάλαια, η απαραίτητη συνοχή τους, είναι συνταιριασμένη και εναρμονισμένη σε όλες τις σελίδες του βιβλίου.
Παραθέτω δείγματα του αριστοτεχνικού, καλαίσθητου στρωτού ύφους αυτού του απαράμιλλου λογοτεχνικού πονήματος. Ο γιος της Μαργαρίτας ο Γρηγόρης είναι ένα κρυφό, σπάνιο καλλιτεχνικό, ταλέντο στη μουσική. Ούτε λίγο ούτε πολύ θέλει να αγοράσει ένα πιάνο. Η μάνα του η Μαργαρίτα δεν του προβάλλει κανένα πρόσκομμα. Μοναδική κληρονομιά από τον πατέρα της όλες κι όλες δέκα λίρες. Παρά την ασφυκτική κατάσταση και την αξιοθρήνητη φτώχεια τους ζώντας μέσα σε μια παράγκα, λέει στο γιο της η δύστυχη: «Αυτά έχω χρόνια για σένα. Αν σου φτάνουν πήγαινε ν’ αγοράσεις ένα πιάνο, αφού λες ότι αυτό είναι το μέλλον σου». Και τα λεφτά μόλις θα φτάσουν για ένα πιάνο σαράβαλο, που επισκευάζεται φτηνά, αλλά επιμελημένα. Και ιδού η υποδοχή του μιαν ασυνήθιστη «ιστορικήν» ημέρα: «Το πιάνο το δικό του, που υποδέχτηκε κείνη την ημέρα στην παράγκα με τα μάτια να κλαίνε από συγκίνηση! Το πιάνο που εισχώρησε στη χαράδρα της τέως Μαγκουφάνας μ’ ένα πλήθος πιτσιρίκια να το περιεργάζονται εκστατικά. Το πιάνο που ο ήχος του έσμιγε με το θρόισμα των δέντρων, το κύλισμα του νερού και τα κελαηδήματα των πουλιών. Που θα του κράταγε συντροφιά νύχτα, μέρα. Ένα πιάνο που έπαιρνε τα όνειρα ενός νέου ανθρώπου και ταξίδευε σε κόσμους μαγικούς και θαυμαστούς…»
Και φτάνει η σημαδιακή η αλησμόνητη εκείνη ημέρα, που θα ‘δινε ο Γρηγόρης την πρώτη του συναυλία στην κατάμεστη αίθουσα του «Παρνασσού». «Όταν έφτασε η σειρά του ο Γρηγόρης μη έχοντας επαφή με την πραγματικότητα, ανέβηκε στη σκηνή. Αισθανόταν, ότι ήταν ένας άλλος άνθρωπος, που δεν είχε ζήσει τίποτα μέχρι τώρα και ότι θα ζούσε τα πάντα μέσα στα λίγα επόμενα λεπτά. Δεν προσπάθησε να θυμηθεί κάτι, γιατί δεν θυμόταν τίποτα. Ήταν μια κατάσταση χαώδης, χωρίς λογική συνοχή. Οι στιγμές που ακολούθησαν, έμοιαζαν για το Γρηγόρη με σύννεφο. Τον έφερναν σε ονειρική κατάσταση. Νόμιζε πως απογειωνόταν μέσα σε απόλυτη σιωπή».
Έξοχη αυτή η αισθαντική, η ανάγλυφη περιγραφή των συναισθημάτων του Γρηγόρη. Εκείνες οι αποφασιστικές, οι καθοριστικές στιγμές, για τη ζωή από εδώ και μπρός του νεαρού βιρτουόζου, δίδονται παραστατικά, ολοζώντανα. Ο Γρηγόρης, με την αδάμαστη θέλησή και την ισχυρή αυτοπεποίθηση θα ανέλθει όλη την ιεραρχική κλίμακα της μουσικής παιδείας, και πάντοτε σεμνός και ταπεινός, χωρίς έπαρση και κομπορρημοσύνη, θα αποκτήσει τίτλους, αξιώματα και βραβεία από τις μεγαλύτερες Μουσικές Ακαδημίες και θα καταξιωθεί καλλιτεχνικά στον χώρο της μουσικής.
Εύστοχη η ιδέα της Άννας Φιλιώτου να μεταλαμπαδεύσει στο έργο της ένα βαθύτερο, πολύτιμο για τους νέους δίδαγμα. Το πόνημά της εμπερικλείει ένα συγκινητικό «κωδικοποιημένο» μήνυμα. Ότι «με σιδερένια θέληση και ακλόνητη πίστη ακόμα και με αυτομόρφωση, χωρίς δάσκαλο και παρακολούθηση μαθημάτων, η επιτυχία στην τέχνη είναι δεδομένη» Ευφυής η ιδέα της επιλογής του θέματος του βιβλίου από τον καλλιτεχνικό κύκλο, όπως εκείνον της μουσικής. Η μουσική εκπολιτίζει, εξευγενίζει, εκλεπτύνει, ευαισθητοποιεί. Εδώ ανοίγω μια παρένθεση.
«Θυμάμαι έναν καθηγητή της Φυσιολογίας, Θεός σχωρέστον», που μας έλεγε με υπεροψία: «Ο άνθρωπος είναι μια μηχανή, η οποία εισάγει και εξάγει». Ένας φοιτητής σηκώθηκε έξαλλος και του φώναξε από το αμφιθέατρο: «Λάθος μεγάλο, τραγικό λάθος κύριε καθηγητά «Ουκ επ’ αρτω μονω ζήσεται άνθρωπος».
Όποιος δεν έχει ενστερνιστεί και δεν έχει ενωτιστεί τις ποιητικές, τις τρυφερές, τις ουράνιες και τις «αόρατες» μελωδίες των θείων μουσουργών, τα αριστουργήματα των συμφωνιών του Μπαχ, του Τσαϊκόφσκι, του Μπετόβεν του Μότσαρτ, του Μπέρλιόζ, του Ντβόρτζακ, του Σιμπέλιους, του Μποροντίν του Βέρντι και άλλων και όποιος δεν αισθάνεται τις λεπτές αποχρώσεις της κλασικής μουσικής, είναι σίγουρο ότι στερείται μιαν ανεκτίμητη πνευματική και ψυχική ανάταση.
«Τούτο υμίν γνωστόν έστω και ενωτίσασθε τα ρήματά μου», αναφέρει η Αγία Γραφή. Η θεία μεταρσίωση την οποία μεταφέρει η διάχυτη αρμονία ενός κλασικού μουσικού έργου δεν περιγράφεται με λόγια. Όσοι γνωρίζουν το Largo του Χαίντελ, Το εμβατήριο των ιερέων από το Μαγικό Αυλό. Το antante cantabile της 9ης. Το χορωδιακό από τα «κατά Ματθαίον» του Μπάχ. Το τραγούδι της Solveij του Γκρηγκ. Τους «Αλιείς μαργαριταριών». Τη «Φιλλανδία» του Σιμπέλιους. Τον «Πρίγκηπα Ιγκόρ» του Μποροντίν αυτοί θα με δικαιώσουν.
Κλείνει η παρένθεση.
Από το 4ο κεφάλαιο, και επέκεινα (πέντε χρόνια αργότερα) ο Γρηγόρης καταξιώνεται, το ταλέντο του αναγνωρίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με πλήρη πνευματική και καλλιτεχνική συγκρότηση, άριστος σολίστας σε επίσημες πανηγυρικές είτε τελετουργικές συναυλίες, κάποια στιγμή θα συναντήσει τον έρωτα.
Στην άδεια εκκλησία του Λονδίνου στο «Άγιο Μαρτίνο των αγρών» τυχαία θα αντικρίσει μια θεία οπτασία έναν άγγελο με λευκό χιτώνα και θ’ακούσει την 6η σουίτα του Μπαχ από ένα βιολοντσέλο. Όπως αναφέρει η Άννα Φιλιώτου: «Το μεγαλείο της μουσικής αλλά και της εκτέλεσης τον είχε καθηλώσει και αφήσει εκστατικό. Ο λευκός άγγελος στο κέντρο της εκκλησίας συνέχιζε να εκπέμπει ριπές φωτός. Φλόγες έβγαιναν από παντού. Κάποια στιγμή η αγγελική φιγούρα τελείωσε, άφησε στο πλάι το βιολοντσέλο, σηκώθηκε. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το Γρηγόρη. Κοιτάχτηκαν, ο θαυμασμός του νέου μουσικού δεν μπόρεσε να κρυφτεί. «Νόμιζα πως κάποιας άγγελος κατέβηκε απ’ τα ουράνια» της είπε. Επέρχεται ένας έρωτας κεραυνοβόλος του Γρηγόρη και της Δανάης και τόσο παράφορος, που θα τους παρασύρει σ’ ένα ακατανίκητο, ανεξέλεγκτο πάθος. Αλλά και έρωτας που μεταγγίζει αισθήματα τρυφερά, απροσδιόριστα, ακαθόριστα και συνεπαίρνει σε μια διάχυτη μαγεία. Ο αναγνώστης μεταφέρεται σ’ έναν υπερβατικό κόσμο. Σε μιαν εξωπραγματική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πέραν από τα γήινα, τα φτηνά και τα ευτελή. Είναι οι στιγμές εκείνες όταν ο Γρηγόρης θα βρεθεί στο crescento του πάθους. Είναι εξαιρετική, αριστοτεχνική και υποδειγματική η λογοτεχνική και αισθαντική η απόδοση σ’ αυτό το μέρος του συναρπαστικού κειμένου Στις σελίδες 107 και 108 του βιβλίου η συγγραφέας μας δίδει ένα πρωτοποριακό ρεσιτάλ καλλιέπειας λόγου.
Ο Γρηγόρης στάθηκε ωστόσο άτυχος στον έρωτα. Αξημέρωτα της επομένης συμβαίνει ένα ακατανόητο, όσο και αναπάντεχο και δυσάρεστο περιστατικό. Η μούσα του που είχε γίνει πηγή της έμπνευσής του, η ποθητή αγαπημένη του, το ίνδαλμά του, τον εγκαταλείπει. Χωρίς να ‘χει προηγηθεί ένας αποχρών λόγος, μια επαρκής αιτιολογία, μια διαφωτιστική εξήγηση ο άγγελος του εξαφανίζεται μυστηριωδώς, αφήνοντάς του ένα δυσάρεστο κενό και ένα αίνιγμα.
Ο αναγνώστης θα διερωτηθεί «δεν έπρεπε;». Και βέβαια έπρεπε. Όμως ο έρωτας είναι ένα μυστήριο που δεν εξηγείται εύκολα. Στον έρωτα δεν υπάρχει το «έπρεπε» δεν υπάρχει λογική. Είναι σαν ένας σίφουνας. Παρασύρει, συνεπαίρνει, αναστατώνει και κατά το δη λεγόμενο ξεμυαλίζει, αίροντας τις όποιες αναστολές. Αυτό ακριβώς υπαινίσσεται η συγγραφέας. Ότι το «σφάλμα» είναι εξηγήσιμο και ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα νομίζει και τα εκλαμβάνει ο καθένας.
Εξ άλλου είναι γνωστό ότι με το μυστήριο του έρωτα καταπιάστηκαν πολλοί και μεγάλοι λογοτέχνες και ποιητές. Από τους δικούς μας το Χορτάτση και τον Κορνάρο μέχρι τους μεγάλους και τρανούς Σαίξπηρ, Ουγκό, Τολστόι, Ζολά, Ανατόλ Φρανς του οποίου το έργο του «Η Λαϊς» συγκλονίζει. Από τους Έλληνες ποιητές ξεχωρίζει ο Παλαμάς και από τους συγγραφείς ο Καραγάτσης.
Ο Γρηγόρης αγνοούσε ότι η εκρηκτική σχέση του ήταν αθέμιτη. Ο άγγελός του, η Δανάη του ήταν παντρεμένη με δύο παιδιά στην Αμερική. Δύσκολα θα ξεπεράσει το ψυχολογικό πρόβλημα του χωρισμού. Θα ακολουθήσουν δύο ακόμα οδυνηρά χτυπήματα της μοίρας, τα οποία θα αντιμετωπίσει με στωικότητα. Είναι η απώλεια δύο προσφιλών του προσώπων, του πρώτου δασκάλου και της μητέρας του.
Εν κατακλείδι ο Γρηγόρης θα παντρευτεί, θα αποκτήσει οικογένεια στην Αμερική, θα κατακτήσει το μουσικό ακροατήριο σ’ όλο τον κόσμο, θα μεσουρανήσει, θα φτάσει στο αποκορύφωμα της επιτυχίας και στο μεσουράνημα μιας επάξιας δόξας.
Τη μεταπολεμική εποχή, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που ζήσαμε οι παλαιότεροι, μας επαναφέρουν στη μνήμη τα προσωπικά βιώματα του Γρηγόρη. Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει τον ανεπανάληπτο ρόλο του Πασχάλη στο «Ριγολέτο» ή τη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) σε οπερέτες όπως στο «Σπίτι των τριών Κοριτσιών». Η μνήμη του μαέστρου Δέφνερ και του Χωραφά στις δευτεριάτικες συναυλίες του Ορφέα με τη συρροή του φοιτητόκοσμου θα ‘ναι πάντοτε ζωντανή.
Θα ‘λεγα ότι σε σχήμα λιτότητας, και χωρίς να υπερβάλλω, στην κυριολεξία η ποιότητα λόγου από πλευράς γλώσσας και σαφήνειας, στο πλούσιο σε σκέψεις και γόνιμη φαντασία πόνημα της Άννας Φιλιώτου, το διανθισμένο με καλολογικά στοιχεία και αλλεπάλληλα suspens δεν υστερεί ουδόλως από μιαν υψηλού επιπέδου λογοτεχνική παραγωγή. Το περίτεχνο, απέριττο, στρωτό ύφος με την εκ παραλλήλου πρωτοποριακή, νεωτερική αντίληψη, του προσδίδουν ένα αναμφισβήτητο, prestige και καταξιώνουν τη συγγραφέα με το ταλέντο της σε μια περίοπτη θέση της νεοελληνικής λογοτεχνίας.