Ο τρόπος ζωής του ανθρώπου στην Κατοχή άφησε πολλές αναμνήσεις, όσοι είχανε την τύχη να την βιώσουν.
Το κάθε επάγγελμα είχε τη δική του δυσκολία για το πως θα αποκτήσει ο καθένας τα απαραίτητα για να διαβιώσει. Ο άνθρωπος δεν διέθετε μέσα που να τον βοηθούν πιο άνετα να εξασφαλίζει ποσότητες που να επαρκούν για τις ανάγκες του, μόνο με ένα είδος ήτανε δύσκολο να διατηρηθεί στη ζωή. Γι’ αυτό στο χωριό έκανε πολλές δουλειές. Οι βασικότερες ήτανε η γεωργία και η κτηνοτροφία και τα δυο μαζί συμβάλλανε να διαβιώνει καλύτερα.
Όμως για τη μεταφορά των παραγόμενων προϊόντων στο σπίτι ή στην πόλη προς πώληση, όφειλε να έχει και μεταφορικό μέσον. Το μοναδικό της εποχής ήτανε ο γάιδαρος και το μουλάρι. Αυτή τη φορά θα γίνει λόγος για το επάγγελμα του κτηνοτρόφου.
Ο κάθε κτηνοτρόφος κάθε χρόνο την εποχή που είχανε μεγαλώνει τ’ αρνιά του σάκαζε ένα αριθμό αυτών για την ανανέωση του κοπαδιού του και τ’ άλλα τα έπαιρνε ο χασάπης για σφαγή. Από εκείνη την ημέρα όφειλε, βράδυ και πρωί ν’ αρμέγει τα πρόβατά του. Κρατούσε γάλα για την οικογένειά του και το άλλο μέσα σε ημικυλινδρικούς τενεκέδες πρωί – πρωί το φόρτωνε στον γάιδαρο για την πόλη προς πώληση στο γαλατά που είχε συμφωνήσει από πριν.
Στο Ρέθυμνο, τότε, η κάθε περιοχή είχε και τον γαλατά της. Όπως στη μικρή Παναγία, στην πλατεία Κορνάρου, στη μεγάλη Παναγία, στη Μεγάλη Πόρτα και στο Κολωνάκι.
Ο Σήφης ο κτηνοτρόφος μετά από ένα μήνα πήγε στο γαλατά του να λογαριαστεί όπως είχανε κάνει συμφωνία και του πλήρωσε την οκά λιγότερο από ό,τι πληρώνανε οι άλλοι.
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει και πήγε στο γαλατάδικο, στο Κολωνάκι δίπλα που είναι σήμερα η «Διάγνωση». Ο κάτοχος αυτού ήτανε από τη Βουλγαρία με το όνομα Γεώργιος Κοστώφ. Είχε φύγει από την πατρίδα του το 1950 επειδή η χώρα του είχε δυσάρεστες πολιτικές εξελίξεις.
Με μια διαδρομή με κακές συνθήκες ζωής, που δεν είχε τίποτε άλλο μαζί του, εκτός από ένα σακίδιο, να έχει μέσα λίγα ρούχα και λίγη τροφή. Με πολλές δυσκολίες έφθασε στην Αθήνα. Ίσως εκεί κάποιος να του είπε, πήγαινε στην Κρήτη που εκεί θα βρεις δουλειά και είναι καλοί άνθρωποι. Αυτός είχε πάρει την απόφαση να μην γυρίσει ξανά στη χώρα του. Πράγματι, σε λίγες μέρες έφθασε στο Ρέθυμνο και προτίμησε τα χωριά γύρω από την πόλη που εκεί ήτανε όλοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι, να εργαστεί για να διαβιώνει.
Όμως ο κύριος Γιώργος γρήγορα αγαπήθηκε από τους χωριανούς γιατί ήτανε τίμιος και εργατικός. Έγινε το παράδειγμα σε όλα τα χωριά και πολλοί τον είχανε το δεξί τους χέρι και αυτό ήτανε αφορμή και να παντρευτεί την γυναίκα του Καλλιόπη. Αυτός αγαπούσε περισσότερο τους κτηνοτρόφους και ήτανε πολύ καλός τυροκόμος.
Μετά από χρόνια μπήκε στο Ρέθυμνο και με τις γνωριμίες που είχε, άνοιξε το δικό του γαλατάδικο στο Κολωνάκι. Εκτός από τον Σήφη είχε και άλλους που του πηγαίνανε το γάλα τους. Γρήγορα έβγαλε καλό όνομα στην πόλη γιατί ήτανε πολύ καθαρός και τα τυροκομικά του ήτανε καλύτερα των άλλων.
Κάθε πρωί μόλις έφθανε το γάλα από τα χωριά, έβαζε σε ένα δοχείο (15 οκάδες περίπου) γάλα, το κρεμούσε στον αριστερό του ώμο, έπαιρνε την οκά και τη μισή οκά και ξεκινούσε να κάνει τη διανομή του φρέσκου γάλακτος στα σπίτια της γύρω περιοχής. Φώναζε πότε – πότε: «Ο γαλατάς!» Οι νοικοκυρές περιμένανε στην πόρτα τους ή αλλιώς κρεμούσανε το δοχείο τους στην πόρτα και ήξερε πόσο γάλα θα βάλει. Στο μαγαζί έμενε η γυναίκα του Καλλιόπη και τον βοηθούσε σε όλες τις εργασίες του.
Τελειώνοντας γύριζε στο μαγαζί να πήξει πρώτα το γιαούρτι μέσα σε μεγάλες πήλινες φαγιάντζες. Το υπόλοιπο γάλα το έκανε τυρί και ανθότυρο. Αργά το απόγευμα ήτανε έτοιμο το γιαούρτι και οι γείτονες με το τσίγκινο πιάτο ή με μικρή φαγιάντζα πηγαίνανε να το αγοράσουν. Έπαιρνε το απόβαρό τους ο κ. Γιώργος με όσπρια (συνήθως φασόλια ή κουκιά) και μετά έβαζε το δράμι που αντιστοιχούσε στην ποσότητα που θέλανε ν’ αγοράσουν.
Μετά από λίγα χρόνια με τις εισπράξεις του αγόρασε ένα αγρόκτημα μεταξύ Αγ. Ειρήνης και Ρουσσοσπιτίου, όπου εκεί οικοδόμησε και στέγασε την οικογένειά του. Είχε αποκτήσει έναν γιο και μια κόρη και μεγαλώσανε με πολύ καλές οικογενειακές και χριστιανικές αρχές.
Στη συνέχεια εγκατάλειψε το μαγαζί και έμεινε κοντά στην οικογένειά του. Όταν όμως είχε χρόνο πήγαινε στους πιο αγαπημένους του βοσκούς να τους τυροκομά και να τους φτιάχνει τ’ ασκιά με το δέρμα κατσικιών για να βάζουνε το τυρί τους «τουλουμοτύρι».
Τα παιδιά του μεγαλώνοντας δημιουργήσανε οικογένειες και σήμερα ο γιος τους είναι στην Αθήνα και η κόρη τους κατοικεί στο σπίτι των γονέων της. Και τα δυο παιδιά είναι αγαπητά στην κοινωνία, είναι πολύ κοντά στην εκκλησία και διατηρούν τις αρχές της οικογένειάς των.
Πρώτα είχε φύγει από τη ζωή η γυναίκα του και είχε μείνει μόνος του επί επτά χρόνια.
Συγκεκριμένα, η κόρη του που διαμένει κοντά μας διατηρεί άριστες σχέσεις με τους φίλους του πατέρα της και με όλους των γύρω χωριών και δέχεται την ανάλογη αγάπη από όλους. Ακόμα η ίδια και ο σύζυγός της είναι ιεροψάλτες και εξυπηρετούν την ενορία Ρουσσοσπιτίου και όπου αλλού ζητηθούν χωρίς να επωφελούνται εισπράττοντας αντί αυτών και οι δυο την απεριόριστη συμπάθεια όλων.
Αξίζει ακόμα να προστεθούν και τα παρακάτω: Ο κ. Γιώργος εκτός από γαλατάς που ήταν, προσέφερε και κοινωνικό έργο στην περιοχή. Έκανε παρεμβάσεις αν κάποιος έβριζε τα θεία ή σε κακές συμπεριφορές μεταξύ των χωριανών για γεωργικές και κτηνοτροφικές υποθέσεις και με καλά αποτελέσματα. Επίσης αγαπούσε τα παιδιά. Πάντα είχε στην τσέπη του κάτι φαγώσιμο για να το δώσει όταν συναντούσε παιδιά. Έλεγε σε όλους τη συμβουλή: Άνοιξε τα μάτια σου να βλέπεις το καλό και το κακό και να κάνεις μόνο το καλό.
Και κάθε χρόνο την παραμονή του Αγίου Πνεύματος με τα πόδια πήγαινε στον Βρύσινα για το προσκύνημά του.
Πράγματι, άφησε ένα καλό όνομα στην πόλη και σε όλα τα χωριά. Οι ηλικιωμένοι που είναι στη ζωή συχνά αναφέρουν το όνομά του με τα καλύτερά τους λόγια. Ο Θεός να τον αναπαύσει εις τους ουρανούς που κατοικεί.
O γαλατάς και το γαλατάδικο τώρα και πολλά χρόνια δεν υπάρχουν. Έχουν αντικατασταθεί με νέα μέσα της εποχής. Οι κτηνοτρόφοι υπάρχουν αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο διατηρούν τα κοπάδια τους. Ο γάιδαρος και το μουλάρι μόνο σε ελάχιστα ορεινά χωριά υπάρχουν. Η μεταφορά του γάλακτος γίνεται με τροχοφόρο μέσο στις ενώσεις και στα τυροκομεία. Εκεί επεξεργάζεται το γάλα και τα παραγόμενα προϊόντα του τυρί, γιαούρτι κ.λπ. προμηθεύεται σήμερα ο καταναλωτής από το σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα της πόλης και των χωριών.
Το παραπάνω κείμενο είναι δική μου προσφορά, για την πνευματική αγαλλίαση της ψυχής του και για την κοινωνική ικανοποίηση των παιδιών του, καθότι ήταν φιλικό πρόσωπο της οικογένειάς μου και εγώ έτυχα τις συμβουλές του, όταν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο της πόλης μας.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι Απόστρατος Αξιωματικός.
Γράφει όπως τα θυμάται τότε 16 ετών, σήμερα 80