Τρεις η ώρα το μεσημέρι. Μια περίεργη ώρα. Πολύ αργά και πολύ νωρίς συνάμα για να κάνεις ό,τι έχεις κατά νου. Κι όμως σήμερα δεν σηκώνει αναβολή, πρέπει να ενεργήσεις, να δράσεις. Προετοιμάζεις τον εαυτό σου κατάλληλα, κάτι είναι να συμβεί λες, μια περιπέτεια. Αν είσαι εσύ το αίτιο ή προκληθεί από τα έξω κανείς δεν το γνωρίζει. Δε θα διαβάσεις άλλο για σήμερα, ετοιμάζεσαι να βγεις. Ο καιρός το πάει για βροχή, αλλά αυτό δεν σε κάνει να διστάσεις στην έξοδο. Κατά βάθος είσαι ένας φτωχός ανθρωπιστής, κι ας μη συναναστρέφεσαι καθημερινά με κόσμο. Σε ευχαριστεί να βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους, παρά να είσαι μόνος στην κάμαρα σου. Το καφέ είναι ένας χώρος που σ’ αρέσει να πηγαίνεις για συγχρωτισμό. Παρατηρείς τους άλλους θαμώνες. Ιδιαίτερα τα ερωτευμένα ζευγάρια. Η αγάπη ξεχειλίζει, ακουμπά ακόμη κι εσένα το μοναχικό, προκαλώντας σου ευχάριστα συναισθήματα. Όταν αγαπά κανείς, η αγάπη δεν περιορίζεται, δεν εστιάζεται, αλλά διαχέεται παντού, σ’ όλους. Η νεότητα στο οπτικό σου πεδίο σ’ ευχαριστεί. Το σφρίγος κι η ζωντάνια, χαρακτηριστικά των νέων, αποτελεί όμορφη επιρροή για όσους η ηλικία έχει προχωρήσει. Φέρνουν αναμνήσεις από τότε που κι εσύ ζούσες για το παρόν και το μέλλον διαγραφόταν ελπιδοφόρο. Τώρα το παρελθόν σε έχει γονατίσει και δεν είναι όλες οι μνήμες ανώδυνες.
Το απόγευμα έχει έρθει, αφήνεις το καφέ και βγαίνεις στο δρόμο της προκυμαίας. Ο βοριάς μανιάζει τα κύματα, που ξεθυμαίνουν ραπίζοντας το μόλο. Ένας ηλικιωμένος κύριος μπροστά σου περπατά συντροφιά με το σκυλί του. Με το κασκέτο του κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και το κασκόλ τυλιγμένο σφιχτά γύρω απ’ το λαιμό, βαδίζει δίχως να παρατηρεί τίποτε, μηχανικά σχεδόν, διεκπεραιώνοντας τη βόλτα σα δουλειά καθήκοντος. Οι φανοστάτες ρίχνουν ένα υποκίτρινο φως, δίνοντας υπόσταση στην υγρή ατμόσφαιρα η οποία μας περιβάλλει.
Κι εκεί που ανηφορίζεις για την πλατεία, όπου ο κόσμος πυκνώνει, δύο όργανα της τάξης σε σταματούν. Σου ζητούν τα στοιχεία, ενώ ταυτόχρονα ενημερώνονται απ’ τους ασυρμάτους ενδοσυνεννόησης και τα κινητά τηλέφωνα πλέον. Σε κρατούν υπό επιτήρηση εκεί στην άκρη του πεζοδρομίου και σε περιεργάζονται. Μετά από κανένα μισάωρο σε αφήνουν. Σε έσωσαν τα χρωματιστά μποτίνια που φοράς και δεν ταιριάζουν στην περιγραφή του υπόπτου, σου λένε.
Μα φυσικά, ποιος θα είχε ασχοληθεί μαζί σου σκέφτεσαι, εσύ δεν είσαι παρά ένας φτωχός ανθρωπιστής.
* Ο Αριστείδης Γ. Αρχοντάκης είναι φυσικός-συγγραφέας