Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να επιχειρείται μια παράθεση επιχειρημάτων που να απαντά στους λεγόμενους «αρνητές της μάσκας». Αυτό για τρεις λόγους: Πρώτον, δεν μπορείς να πείσεις κάποιον που δογματικά πιστεύει κάτι το οποίο στερείται επιστημονικής βάσης και επιχειρημάτων. Ο άνθρωπος αυτός δεν πρόκειται ποτέ να θέσει σε δοκιμασία, έλεγχο ή κριτική σκέψη κάτι που στο μυαλό του είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Δεύτερον, δεν μπορείς να βάζεις στο ίδιο τραπέζι επιστημονικά δεδομένα με ανυπόστατες θεωρίες συνομωσίας, fake news και παράλογες αντιλήψεις. Αφενός γιατί εξισώνεις την επιστήμη με τον τσαρλατανισμό, αφετέρου γιατί αυτό δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Τρίτον, γιατί όλοι αυτοί αποτελούν μια ηχηρή μεν αλλά ισχνή μειοψηφία.
Το ετερόκλητο αυτό πλήθος ανθρώπων αποτελείται από: α) Συνωμοσιολόγους (από όσους δεν δέχονται καν ότι υπάρχει ο ιός έως εκείνους που πιστεύουν στην ύπαρξη του στα πλαίσια μιας διεθνούς συνομωσίας), β) «Αντισυστημικούς», οι οποίοι θα εναντιώνονταν σε οποιαδήποτε απόφαση της οργανωμένης πολιτείας (αν δεν είχε μπει η χρήση μάσκας το πιθανότερο είναι να κατηγορούσαν το πολιτικό σύστημα ότι δεν προστατεύει τον λαό), γ) από ανθρώπους που εκφράζονται μέσα από τέτοιες ομάδες για να «ξεσπάσουν» για τα όποια οικονομικά, επαγγελματικά ή κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζουν.
Κοινός ιδεολογικός παρανομαστής αυτής της ετερόκλητης ομάδας ανθρώπων είναι ο λαϊκισμός. Όπως την οικονομική κρίση μας την έφεραν τα μνημόνια των ελίτ με σκοπό να μας «αγοράσουν», έτσι και οι μάσκες από την πανδημική κρίση έρχονται για να μας «φιμώσουν» (ότι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό).
Δυστυχώς τελευταία το πράγμα αρχίζει να ξεφεύγει. Αυτή η ετερόκλητη μειοψηφία συχνά βρίσκει τηλεοπτικό βήμα απέναντι σε επιστήμονες, διαχέεται όλο και περισσότερο στην κοινωνία εκμεταλλευόμενη την δυσαρέσκεια των πολιτών για την νέα ύφεση που έρχεται. Οι μνήμες από την εποχή της επικράτησης του ανορθολογισμού και του λαϊκισμού στη χώρα μας είναι ακόμη νωπές. Γι’ αυτό και ορισμένες φορές πρέπει να ακούγεται μια απάντηση, έστω και για πράγματα αυτονόητα. Τουλάχιστον σε ότι αφορά νομικά ή πολιτικά επιχειρήματα και όχι φυσικά για απόψεις περί της σχέσης της πανδημίας με τον Μπιλ Γκέιτς και το δίκτυο 5G. Ας ξεκαθαριστεί λοιπόν ότι:
Όχι, τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας δεν είναι αντισυνταγματικά. Είναι συμβατά με την αρχή της αναλογικότητας, βάση της οποίας προβλέπονται στο Σύνταγμα οποιοιδήποτε περιορισμοί δικαιωμάτων (είναι δηλαδή κατάλληλοι για τον σκοπό που επιβάλλονται, είναι οι λιγότερο επαχθείς και δεν είναι δυσανάλογοι σε σχέση με το όφελος του τελικού σκοπού).
Όχι, όταν ασκείται δίωξη σε ορισμένους που παρακινούν τον κόσμο να μην τηρεί τα μέτρα δεν καταπατώνται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες μας. Είναι άλλο πράγμα η ελευθερία του λόγου και άλλο πράγμα η υποκίνηση σε απείθεια σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου. Αντίθετα, παρατηρείται τεράστια ανεκτικότητα από τις αρχές αν αναλογιστεί κανείς τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Τέλος, όταν υπάρχει σύγκρουση δικαιωμάτων, υπερτερεί εκείνο το οποίο έχει μεγαλύτερη αξία για μια κοινωνία. Σίγουρα το δικαίωμα στη ζωή και την υγεία είναι πάνω από το δικαίωμα του καθενός να βγάζει τα απωθημένα του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγκεντρώσεις.
Από μόνοι τους οι «αρνητές της μάσκας» είναι μια μικρή μειοψηφία. Όταν όμως συνδέονται με όσους θέλουν να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους απέναντι στο πολιτικό σύστημα, τότε γίνονται περισσότεροι. Η οικονομική κρίση που έρχεται θα τους κάνει ακόμα περισσότερους. Δεν μιλάμε για το αν κάποιος δέχεται τη χρήση μάσκας ή όχι, αλλά για ένα νέο ρεύμα ανορθολογισμού. Όμως επειδή, όπως είπαμε, οι μνήμες από το τελευταίο τέτοιο ρεύμα που πέρασε από τη χώρα είναι ακόμη νωπές, ξέρουμε όλοι καλά που οδηγεί. Μόνο που αυτή τη φορά δεν μιλάμε για κάτι που επηρεάζει μόνο την τσέπη μας, αλλά και την υγεία μας. Κάτι που δεν κοστίζει μόνο σε χρήμα, αλλά και σε ανθρώπινες ζωές.