Στο χθεσινό φύλλο είδαμε τα σχετικά με τη ζωή και τη δράση του Κωνσταντίνου Έσσλιν συγγραφέα του σπανίου φυλλαδίου για το Αρκάδι, που εκδόθηκε μόλις δυο χρόνια πριν από τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος. Στο σημερινό δημοσίευμα θα ασχοληθούμε με το ίδιο το βιβλίο.
Το Kloster Arkadi είναι μια ποιητική δημιουργία, Gedicht -ποίημα το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του. Περιλαμβάνει 655 στίχους. Από λογοτεχνική άποψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επικολυρικό ποίημα που δεν είναι καθόλου άμοιρο λογοτεχνικών αρετών. Συνδυάζει το έπος του Αρκαδιού με το λυρισμό της σχέσης δύο ερωτευμένων Ελλήνων, του εξισλαμισμένου εξωμότη Αχμέτ και της χριστιανής χωριανής του Ειρήνης, που ύστερα από χρόνια χωρισμού συναντούνται στο μοναστήρι, στις δραματικές ώρες του αρκαδικού δράματος. Ο ένας έχει τουρκέψει και πολεμά ανελέητα τους συμπατριώτες του, έμπιστος και πρωτοπαλίκαρο του Μουσταφά, κι η άλλη ταλαντεύεται ανάμεσα στο μίσος για τον προδότη και τη μνήμη της ερωτικής τους σχέσης, που δεν έχει καταλαγιάσει παρά τα χρόνια που πέρασαν. Τα δύο δράματα, η τραγωδία των πολιορκημένων και ο αδιέξοδος έρωτας των δύο νέων, πορεύονται παράλληλα και φτάνουν ταυτόχρονα στην αποκορύφωσή τους, στην κάθαρση, στο χαλασμό της ανατίναξης. Ιστορία και μύθος συναντιούνται δημιουργικά. Ο συγγραφέας αποδίδει με αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχολογία, τη συμπεριφορά των χριστιανών προς τους εξωμότες που εγκατέλειψαν την πίστη τους και έγιναν μουσουλμάνοι, όσο και την ψυχολογική αντίδραση των τελευταίων προς τους πρώην ομόθρησκούς τους. Στην άφθονη σε ντοκουμέντα και αφηγήσεις φιλολογία του αρκαδικού δράματος, το βιβλίο δίνει με δραματικούς τόνους αυτή την επί πλέον διάσταση. Μας θυμίζει δηλαδή ότι στο Αρκάδι κάποιοι από το στρατό του Μουσταφά ήταν εξισλαμισμένοι ρωμιοί, που ενδεχομένους ήταν συγχωριανοί με τους πολιορκημένους, μιλούσαν την ίδια διάλεκτο, τα κρητικά, πήγαιναν πριν τον πόλεμο, παρέα στα χωράφια τους ή έπαιζαν χαρτιά στο ίδιο καφενείο του χωριού. Κοντολογίς, εκτιμούμε ότι το Kloster Arkadi δεν είναι ένα κοινότυπο πατριωτικό έργο. Αντίθετα, κρύβει αξιοπρόσεκτη λογοτεχνική και μυθοπλαστική αξία. Η αφήγηση δεν είναι μονότονη και επίπεδη, κλιμακώνεται αριστοτεχνικά μέχρι το τελικό της δραματικό τελείωμα και περιλαμβάνει, συναρπαστικούς στη δραματικότητά τους διαλόγους και άφθονες ποιητικές σκηνές και εικόνες.
Από το άλλο μέρος το «Kloster Arkadi» είναι ένα πολιτικό βιβλίο. Το λέει καθαρά στον πρόλογο που παραθέτουμε πιο κάτω. Η έκδοση του βιβλίου αυτού στα γερμανικά και μάλιστα με γοτθικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες, εντάσσεται στην προσπάθεια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης πάνω στο κρητικό ζήτημα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Στόχος του είναι να συγκινηθούν οι ευρωπαϊκοί λαοί και η Αμερική από τα βάσανα και τη δυστυχία του χριστιανικού πληθυσμού της Κρήτης, ώστε με τη σειρά τους να ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις τους, να μεταβάλλουν την πολιτική τους απέναντι στο κρητικό ζήτημα. Πολιτική που ευνοούσε την Τουρκία. Χαρακτηριστικές για το θέμα αυτό είναι οι αναφορές που γίνονται στον πρόλογο του «Kloster Arkadi», τον οποίο παραθέτουμε αυτούσιο.
«Μετά την ατυχή έκβαση της μάχης του Βαφέ, όπου 400 εθελοντές πολέμησαν γενναία εναντίον του στρατού του Μουσταφά, αλλά τελικά υποχρεώθηκαν να παραδοθούν, στους πολλαπλάσια περισσότερους αντιπάλους τους, όλες οι τουρκικές και φιλοτουρκικές εφημερίδες έκαναν λόγο για την πτώση της Κρήτης.
Την ώρα που οι κυβερνήσεις επευφημούσαν και τα έθνη (οι λαοί) πενθούσαν -έφτασαν τα νέα για την καταστροφή του Αρκαδιού. Το μοναστήρι και οι άνθρωποι που το υπεράσπιζαν προτίμησαν να ανατιναχθούν παρά να πέσουν στα χέρια του βάρβαρου εχθρού, στέλλοντας ένα ηχηρό μήνυμα στον κόσμο ότι η επανάσταση ήταν ακόμα ζωντανή και ότι μόνο κάτω από τα ερείπια της Κρήτης θα μπορούσε να σβήσει. Ευρώπη και Αμερική έστειλαν χρήματα, τρόφιμα, οπλισμό και εθελοντές. Φάνηκε προς στιγμή ότι τα ανθρωπιστικά αισθήματα είχαν συγκινήσει ακόμα και τις καρδιές εκείνων που κυβερνούσαν. Μα, δυστυχώς, στην πραγματικότητα δε συνέβαινε αυτό. Παρ’ όλ’ αυτά η Κρήτη συνεχίζει να μάχεται και τα έθνη δε θα σταματήσουν να τη βοηθούν και στο μέλλον για το δίκαιο αγώνα της. Το ποίημά μου είναι μια περιγραφή των τελευταίων ημερών του Αρκαδιού, έχοντας εντάξει σ’ αυτή την ιστορία του Αχμέτ και της Ειρήνης. Αθήνα, Νοέμβριος του 1868».
Έχομε λοιπόν ένα ιστορικό ποίημα με κεντρικό θέμα τα γεγονότα του Αρκαδίου.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι ενώ γίνεται αναφορά στη μάχη του Βαφέ, ο συγγραφέας δεν κάνει λόγο για το θάνατο του αδελφού του. Παράλειψη χαρακτηριστική του ήθους του…
Περίληψη του έργου
Μετά την περιγραφή της ερήμωσης που επικρατεί στην Κρήτη μετά τη μάχη του Βαφέ (στ. 1-80), ο Τουρκικός στρατός πλησιάζει το Αρκάδι. Φτάνει στο μοναστήρι απόγευμα. Οχυρώνει τις θέσεις του και ετοιμάζεται για τη μάχη της επομένης. Στο στ. 126 γίνεται λεπτομερής περιγραφή του τουρκικού στρατού και των διαφόρων φυλών που τον απαρτίζουν Αρναούτες οι πιο άγριοι πολεμιστές με αρχηγό τους τον εξωμότη Αχμέτ, κεντρικό ήρωα του έργου), Φελλάχοι, Αιγύπτιοι, Άραβες, Τσερκέζοι κλπ. Καθώς ο Πασάς αναπαύεται στη σκηνή του προετοιμαζόμενος για τη μάχη της επομένης, διατάσσει να παρουσιαστεί ο Αχμέτ (στίχ. 133-204). Ο Αχμέτ είναι εξωμότης Έλληνας από την Κρήτη. Έμεινε ορφανός χάνοντας τον πατέρα του σε μια μάχη με τους Τούρκους. Η μίζερη ζωή και φτώχεια της ορφάνιας τον κάνουν να γίνει εξωμότης και να εξελιχθεί σε αμείλικτο διώκτη των συμπατριωτών του. Το όνειδος, η περιφρόνηση και οι ύβρεις των χωριανών του για τον εξωμότη τον μεταβάλλουν σε ακόμα φανατικότερο πολεμιστή. Η ζωή του έχει χάσει οποιοδήποτε νόημα. Μένει μόνο το μίσος και η αγάπη για πόλεμο και χρήμα. Ο Μουσταφάς αποστέλλει τον Αχμέτ στο Μοναστήρι για να ζητήσει την παράδοσή του. Ο Αχμέτ πηγαίνει παρά τη θέλησή του. Δε θέλει την ειρήνη, προτιμά τον πόλεμο. Μπαίνοντας αγέρωχα στην αίθουσα αναγνωρίζει πολλά πρόσωπα γνωστών του. Με υπεροπτικό ύφος μεταφέρει το μήνυμα του Πασά. Ο ηγούμενος αρνείται να παραδώσει το μοναστήρι και τον αποπέμπει με τρόπο αψύ. Ο Αχμέτ φεύγει βρίζοντας και απειλώντας. Στην αυλή καθώς αποχωρεί οι χριστιανές γυναίκες καμαρώνουν την κορμοστασιά και την άγρια ομορφιά του και εκφράζουν τη ζήλεια τους γι’ αυτήν που έχει κερδίσει την καρδιά του (στ.315-327). Ξαφνικά τα μάτια του πέφτουν στην Ειρήνη τη συγχωριανή του. Αυτή που ήταν ο μεγάλος νεανικός του έρωτας. Η Ειρήνη τον αναγνωρίζει με τη σειρά της. Σαστίζει.. Ταράσσεται. Από τη μια η μνήμη της νεανικής αγάπης, από την άλλη το μίσος και η οργή για τον εξωμότη που άφησε την πίστη του και τους δικούς του και πρόδωσε τα αισθήματά της. Στο τέλος η Ειρήνη δεν αντέχει και πέφτει λιπόθυμη. Ο Αχμέτ σκύβει, τη σηκώνει τρυφερά, την ασπάζεται και προσπαθεί να τη συνεφέρει. Η Ειρήνη ανοίγει τα μάτια της, τον βλέπει και οργισμένη τον διώχνει (στ. 347). Η διήγηση ακολούθως επιστρέφει στο στρατόπεδο και τις ετοιμασίες των Τούρκων. Τώρα όμως η συμπεριφορά του Αχμέτ έχει αλλάξει. Δε θέλει τον πόλεμο. Το μυαλό του είναι στη Ειρήνη που είναι κλεισμένη στο μοναστήρι. Παρακαλεί τον Πασά να αναβάλει την επίθεση. Ο Πασάς τον ακούει και στέλνει νέα ειρηνευτική πρόταση (στ. 369) η οποία επίσης αποκρούεται. Αρχίζει η μάχη (στ. 377) που σταματά μόνο με τη δύση του ήλιου. Τη νύχτα, ενώ όλοι κοιμούνται, η Ειρήνη προσεύχεται γονατιστή και παρακαλεί την Παναγία να της δώσει δύναμη να νικήσει τα αισθήματά της για τον Αχμέτ (στ. 409-436). Ακολούθως η διήγηση μεταφέρεται έξω από το μοναστήρι στο στρατόπεδο των Τούρκων (στ. 437 και εξής). Την ίδια ώρα που η Ειρήνη προσεύχεται στο ναό, ο Αχμέτ πλησιάζει έφιππος τα τείχη, πεζεύει κάθεται κάτω από ένα βελανίδι κι εκεί με τη συνοδεία του μαντολίνου του αρχίζει να τραγουδά με δάκρυα και πάθος τον έρωτά του. Η διήγηση εδώ μας θυμίζει το τραγούδι του ερωτευμένου Ερωτόκριτου κάτω από το παράθυρο της Αρετούσας. Η Ειρήνη τον ακούει όμως δεν κάμπτεται. Συνεχίζει την προσευχή της στην Παναγία ζητώντας με θέρμη δύναμη να νικήσει τα αισθήματά της (στ. 461) Ακολουθεί μια συνομιλία ανάμεσα στον Αχμέτ και την Ειρήνη. Της ζητά να τον λυπηθεί και να μην αποκρούσει την αγάπη του. Η συνομιλία διακόπτεται από τον αχό του πολέμου που έχει ξαναρχίσει νωρίς την αυγή. Προτού όμως χωρίσουν ακούγεται αχνά μια αινιγματική φράση: «την απάντηση μου θα στη δώσω αύριο…, (στ. 476)». Η μάχη μαίνεται (στ. 478-529). Καμιά βοήθεια δεν έρχεται για τους Χριστιανούς που αρχίζουν να κλονίζονται… Η διήγηση επιστρέφει ξανά στο ναό, όπου βρίσκονται γυναίκες και παιδιά. Προσεύχονται και απεγνωσμένα ζητούν από το Θεό βοήθεια (στ. 521). Ακολούθως αναφέρεται ο θάνατος του Δημακόπουλου… Ο συγγραφέας τον βάζει να πεθάνει από το ξίφος του Αχμέτ. Ο θάνατος του σηματοδοτεί το τέλος της αντίστασης του μοναστηριού (στ. 549). Ο Αχμέτ υψώνει την ημισέληνο πάνω στο τείχος του Αρκαδιού και εμψυχώνει τους Τούρκους για την τελική επίθεση. Οι Τούρκοι μπαίνουν στο μοναστήρι. Ακολουθεί πανδαιμόνιο (στ. 567 κ.ε.). Μέσα στην κοσμοχαλασιά, ο Αχμέτ εντοπίζει την Ειρήνη, που ακόμη προσεύχεται στο ναό. Η Ειρήνη τον βλέπει και προσπαθεί να ξεφύγει. Ο Αχμέτ την φτάνει και την αγκαλιάζει… Η Ειρήνη αισθάνεται τα χέρια του άπιστου γύρω από τα χέρια της -«the heathen’s arms around her» και κλαίει σπαρακτικά. Ο Αχμέτ την παρακαλεί να τον ακολουθήσει (στ. 595). Ξαφνικά τα μάτια της πέφτουν στο μαχαίρι που γυαλίζει στη μέση του Αχμέτ. Το αρπάζει και το βυθίζει στο στήθος του. Ο Αχμέτ πέφτει ξεψυχώντας. Στην τελευταία του αναπνοή μια λέξη ακούγεται αχνά: Ειρήνη… Ακολουθούν τα τελευταία δραματικά γεγονότα της Μονής με τη μοιραία έκρηξη που βάζει την τελική σφραγίδα στο δράμα. Το έργο κλείνει με την εικόνα του Άγιου Δισκοπότηρου που χρυσό αναδύεται πάνω από τα ερείπια του Ναού. Σημείο πως ο Σωτήρας δε θα εγκαταλείψει το λαό του και πως η ελευθερία δε θα αρχίσει να έλθει.
Ο Κωνσταντίνος Έσσλιν στα 25 του χρόνια στο ξεκίνημα της φιλόδοξης πολιτικής του καριέρας, που όπως είδαμε χθες είχε δραματική κατάληξη, μας δίνει ένα δροσερό ποιητικό βιβλίο όπου βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Έρωτας. Ο έρωτας προς την πατρίδα και την ελευθερία και ο έρωτας για τη ζωή. Το Αρκάδι είναι η σκηνή όπου ξεδιπλώνει τη δράση του ο βασικός αυτός πρωταγωνιστής. Και οι δύο έρωτες, ο έρωτας των πολιορκημένων για την πατρίδα και την ελευθερία και ο έρωτας του εξωμότη για την αγαπημένη του καταλήγουν στο θάνατο. Ένας θάνατος όμως που είναι απαραίτητος για να ξεπηδήσει η ζωή:
Η μετάφραση
Λίγα, τέλος, λόγια για τη μετάφραση του βιβλίου, αποσπάσματα του οποίου θα δημοσιευτούν στο αυριανό φύλλο. Το βιβλίο είναι γραμμένο στη γερμανική γλώσσα και μάλιστα τη γοτθική της μορφή που είναι απρόσιτη στον γράφοντα.
Παρακάλεσα λοιπόν τη φίλη κυρία Μόνικα Mccardy να μεταφράσει το βιβλίο. Συνεργαστήκαμε κατόπιν με βασικό εργαλείο την Αγγλική για τη μεταφορά του κειμένου στην Ελληνική. Την ευχαριστώ θερμά. Η βοήθειά της ήταν πολύτιμη και ουσιαστική. Χωρίς αυτή τη βοήθεια η εργασία αυτή δε θα είχε προχωρήσει. Η μεταγραφή του ποιήματος από την αρχική του γοτθική μορφή είναι εξ ολοκλήρου έργο δικό της.
H κυρία Monica Mccardy γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία. Σπούδασε γλώσσες σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και απασχολήθηκε επαγγελματικά ως μεταφράστρια, διερμηνέας και διευθύντρια Σπουδών στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών στο Πανεπιστήμιο του Ulster της Βορείου Ιρλανδίας. Τόσο η Μόνικα, όσο και ο σύζυγός της κ. Alan W. Murphy, από την Ιρλανδία, γνώρισαν και αγάπησαν την Κρήτη, το τοπίο, την ιστορία και τους ανθρώπους της. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στο σπίτι τους στην Καρέ Ρεθύμνου, που είναι και δικό μου χωριό από την πλευρά της μητέρας μου. Έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην κοινωνία του χωριού. Είναι ιδιαιτέρως αγαπητοί από όλους τους χωριανούς. Συμμετέχουν σε όλη την κοινωνική ζωή του χωριού, τα πανηγύρια, τις εορτές, τις ευχάριστες μα και τις δυσάρεστες στιγμές. Εκεί έρχονται κάθε χρόνο οι φίλες της και οι οικογένειες των παιδιών από τη Γερμανία και περνούν τις διακοπές μαζί τους. Η Μόνικα και ο Άλαν δεν είναι απλώς φίλοι της Κρήτης, είναι κομμάτι της. Και μάλιστα από τα πιο ωραία.
* Ο Μιχάλης Τζεκάκης είναι πρώην διευθυντής της Δημόσιας και της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου
Αύριο του Γ’ μέρος