Σήμερα θα σταθούμε στην παρουσία δύο Ρώσων, λιγότερο επώνυμων, που άφησαν όμως έντονα τα ίχνη τους στο Ρέθυμνο. Από τις μέχρι σήμερα αναφορές σ’ αυτούς μας είχε εντυπωσιάσει η παρουσίαση που έκανε στα βιβλία της η Δέσποινα του Ρεθύμνου Μαρία Τσιριμονάκη. Αλλά και στα χρονογραφήματα του Κώστα Μαμαλάκη βρήκαμε στοιχεία που μας επιτρέπουν να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Γιατί με την εξαίσια γραφή του είναι σαν να τους φωτογραφίζει.
Ας βάλουμε αρχή από το περίφημο ζεύγος Κοβάλσκυ, που ο έρωτάς τους πέρασε με χρυσά γράμματα στην τοπική ιστορία και μόνο ο θάνατος κατάφερε να τους χωρίσει. Είχα αναφέρει σχετικά σε παλαιότερο αφιέρωμα γράφοντας για τον Ιωσήφ Κοβάλσκυ.
Το Ρέθυμνο ανάσανε
Ατρόμητος καθώς ήταν ο όμορφος και λεβέντης λοχαγός Ιωσήφ Κοβάλσκυ, ένιωσε μεγάλη τιμή για την αποστολή αυτή κι ας ήταν επικίνδυνη. Ξημέρωμα της 31ης Οκτωβρίου 1898 επικεφαλής λόχου ανεβαίνει στο κάστρο ακροβολίζοντας σαν τανάγια τους στρατιώτες του. Κι όταν έκρινε πως ήταν η στιγμή κατάλληλη προχώρησε και κτύπησε με δύναμη την καστρόπορτα. Ένας παραλογισμένος φρουρός φάνηκε για να πάρει αμέσως την προσταγή του Ρώσου αξιωματικού να παρουσιαστεί ο φρούραρχος μπροστά του. Κι αυτό έγινε χωρίς περιττές συζητήσεις.
Όταν τρίζοντας από οργή τα δόντια του εμφανίστηκε ο Τούρκος διοικητής ο Ιωσήφ του ζήτησε την άμεση παράδοση, διαφορετικά απείλησε να λυθεί το ζήτημα με τα όπλα. Ίσως το ύφος του να επηρέασε τον Τούρκο, μπορεί να ήταν πια και η κούραση μετά από τόσες μέρες ανώφελη άμυνα. Σημασία έχει ότι οι Τούρκοι υποχώρησαν και παρέδωσαν τα όπλα.
Τις επόμενες ώρες κι άλλες ομάδες που ξετρύπωναν από διάφορα σημεία κατέβηκαν με σκυμμένο κεφάλι και τράβηξαν για τα καΐκια που θα τους έπαιρναν μακριά. Το Ρέθυμνο ήταν πια εντελώς απαλλαγμένο από τουρκικό στρατό.
Ένας ήρωας στην τοπική κοινωνία
Ο Κοβάλσκυ είχε κάθε λόγο να νιώθει υπερήφανος που πρωταγωνιστούσε στην ιστορική αυτή στιγμή για τον τόπο. Με τον αέρα του ήρωα ήταν φυσικό να χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στην τοπική κοινωνία του Ρεθύμνου.
Περιζήτητος σε κάθε κοσμική εκδήλωση απολάμβανε τις χαρές της νιότης του. Μέχρι που ήρθε η μεγάλη και για κείνον στιγμή. Σε μια συγκέντρωση γνώρισε την Μελπομένη Μουσούρου.
Ήταν αρχοντοπούλα από την ιστορική οικογένεια των Μουσούρων και από τις καλλονές του τόπου. Η ομορφιά της ήταν απερίγραπτη. Κι έχει μείνει στην ιστορία και για την εντυπωσιακή της εμφάνιση.
Ένας μεγάλος έρωτας
Ο έρωτας έκανε για μια ακόμα φορά το θαύμα του. Βέβαια μπορεί να μην ήταν ευκαταφρόνητος γαμπρός ο Ιωσήφ, αλλά και η Μελπομένη ήταν πολύτιμη για τους δικούς της. Τα πρώτα εμπόδια φάνηκαν για την πολυπόθητη ένωση των δύο νέων.
Τέλος πάντων ο έρωτας ήταν μεγαλύτερος από τις δυσκολίες και ο γάμος έγινε το 1906 στην Αθήνα.
Η Μαρία Τσιριμονάκη στο θαυμάσιο βιβλίο της για τις μορφές του Ρεθύμνου, αναφέρει λεπτομερώς στοιχεία για το ζευγάρι που έμεινε ερωτευμένο μέχρι τα βαθειά γεράματα.
Κι εκεί υπάρχουν λεπτομέρειες για όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μέχρι να γαληνέψει και να ζήσει την ευτυχία του.
Αυτά είναι γνωστά και διατυπωμένα με χαρισματικό τρόπο.
Ένα μεγάλο ταλέντο
Εμείς θα περάσουμε σε κάποιες άλλες άγνωστες λεπτομέρειες για ένα μεγάλο χάρισμα που είχε η Μελπομένη εκτός από την υπέροχη ομορφιά της. Είχε μεγάλο ταλέντο στα εικαστικά αλλά δεν είχε καταφέρει να εκφραστεί καλλιτεχνικά επειδή δεν της είχε δοθεί το ερέθισμα.
Μετά το γάμο της ακολούθησε το σύζυγό της στην Ουκρανία κι από εκεί στην Οδησσό όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει μια εξαιρετική ζωγράφο.
Κοντά στη μεγάλη αυτή καλλιτέχνιδα η Μελπομένη πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κι άφησε πια το μεγάλο της ταλέντο να ξεδιπλωθεί.
Ώρες ολόκληρες, γράφει ο Δαλέντζας, σ’ ένα θαυμάσιο χρονογράφημά του, (εφ. ΒΗΜΑ 1956) η Μελπομένη ξεχνιόταν με το χρωστήρα. Είχε βρει τον καλλιτεχνικό της δρόμο. Κι εκεί στην ξενιτειά άφηνε τη νοσταλγία να οδηγήσει την έμπνευσή της. Τότε το δημιούργημά της γέμιζε φως και χρώματα από την κρητική γη.
Στη δίνη της προσφυγιάς
Η Οκτωβριανή επανάσταση αναστάτωσε και τους Κοβάλσκυ.
Η Μελπομένη ακολούθησε το σύζυγό της στο δρόμο της εξορίας του. Το Ρέθυμνο ήταν η μόνη καταφυγή. Με ελληνική υπηκοότητα ο Ιωσήφ εντάσσεται στην τοπική κοινωνία. Εργάζεται στον Δήμο Ρεθύμνου ως μηχανικός. Όλα πια δείχνουν πως το ζευγάρι βρήκε το λιμανάκι του για να γαληνέψει.
Εκείνη την εποχή στο Ρέθυμνο βρίσκεται και ο Νικολάι Ντομπριάσκυ, ένας μεγάλος καλλιτέχνης, αλλά βασανισμένος άνθρωπος που έκανε μαθήματα για να ζήσει. Είχαμε κάνει προ καιρού σχετικό αφιέρωμα σ’ αυτόν και στην οικογένειά του.
Κοντά του η Μελπομένη, αποκτά καλύτερη τεχνική κατάρτιση, που σε συνδυασμό με το ταλέντο της ανοίγει στη νεαρή γυναίκα νέες προοπτικές για διάκριση στον καλλιτεχνικό χώρο.
Μαθαίνει νέα τεχνική
Το 1930 ταξιδεύει με τον άνδρα της στη Ρουμανία. Στη Βεσαραβία επισκέφθηκε την κουνιάδα της που ήταν εκεί εγκατεστημένη. Πέρασε υπέροχες μέρες πάντα ζωγραφίζοντας.
Μια μέρα συναντήθηκε στο σπίτι της κουνιάδας της με μια ζωγράφο από την περιοχή, που όταν είδε τα έργα της εκφράστηκε με θαυμασμό.
Και μάλιστα της πρότεινε τεχνικές που η Μελπομένη άκουσε με προσοχή. Νέοι δρόμοι ανοίγονταν μπροστά της.
Άρχισε να τελειοποιείται στην πλαστική ζωγραφική πάνω σε βάζα και τζάμι.
Γυρίζοντας στο Ρέθυμνο αφοσιώθηκε στην τεχνική αυτή δημιουργώντας αριστουργήματα με κυρίαρχο στοιχείο τα λουλούδια. Οι απαλοί χρωματισμοί αιχμαλώτιζαν το βλέμμα. Και η Μελπομένη άρχισε να δρέπει τις δάφνες μιας καταξιωμένης καλλιτέχνιδας.
Οι κριτικοί την αποθεώνουν
Η φήμη της απλώνεται κι αρχίζουν ν’ ασχολούνται μαζί της τεχνοκριτικοί μεγάλου κύρους, όπως ο Προκοπίου που υποκλίνεται στο ταλέντο της.
Έτσι κανένας δεν ξαφνιάστηκε όταν η Μελπομένη έλαβε το πρώτο καλλιτεχνικό βραβείο στην Πανελλήνια Έκθεση του Ζαππείου.
Η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη ενός τόσο μεγάλου ταλέντου. Το 1932 παίρνει μέρος στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και από τότε σχεδόν κάθε χρόνο παρουσιάζει έργα της, προσθέτοντας νέες διακρίσεις στις ήδη υπάρχουσες, με αποκορύφωμα το μέγα χρυσό βραβείο καλλιτεχνικής αξίας.
Αφοσιωμένη στην τέχνη της
Τα βάζα της γίνονταν ανάρπαστα. Τα έργα της προσωπογραφίες και τοπία κερδίζουν αμέτρητους θαυμαστές της τέχνης της και αποσπούν εξαιρετικές κριτικές.
Από τους δημοσιογράφους που ασχολήθηκαν με το έργο της και ο Σταμάτης Σταματίου, πρώην Νομάρχης Ρεθύμνου, ο γνωστός Σταμ Σταμ.
Επιχειρηματίες άρχισαν να την προσεγγίζουν και να της συστήνουν να επεκταθεί σε μαζική παραγωγή.
Η Μελπομένη αρνιόταν κατηγορηματικά τις προτάσεις αυτές. Δεν ήθελε να προδώσει την τέχνη της για χάρη του κέρδους. Έμεινε αφοσιωμένη στην τεχνική της εδώ στο αγαπημένο της Ρέθυμνο, κοντά στον Ιωσήφ που λάτρευε και τη λάτρευε.
Ήταν ένα γοητευτικός πράγματι άνδρας, με το αγαθότερο βλέμμα, όπως αναφέρει σε δικό του χρονογράφημα ο Κωστής Μαμαλάκης.
Ο γενναίος αξιωματικός είχε από τις ανδραγαθίες του προαχθεί σε συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού κατοχής στη μεταβατική περίοδο πριν ενωθεί η Κρήτη με την Ελλάδα.
Και σημειώνει ακόμα ο εκλεκτός Ρεθύμνιος χρονογράφος ότι ο Ιωσήφ Κοβάλσκυ χαρακτηριζόταν από δυσβασία απόκτημα κακουχιών πολέμου.
Ικανοποίηση για τη νίκη
Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ο Ιωσήφ μάθαινε νέα από τον Γιάννη Δαλέντζα για την έκβαση του πολέμου.
Σαν μάθαινε τις νικηφόρες προελάσεις των συμπατριωτών του άστραφτε το πρόσωπό του. Γελούσε ολόκληρος. Κι έσφιγγε με ενθουσιασμό το χέρι του Δαλέντζα για τις πληροφορίες του «δελτίου ειδήσεων».
Το ζευγάρι κατοικούσε σε μια υπέροχη μονοκατοικία, δίπλα στην οικία Βογιατζάκη. Εκεί που αργότερα λειτουργούσε ο παιδικός σταθμός τα «Χελιδόνια» της κυρία Λαγκουβάρδου.
Ήταν η τραγική ειρωνεία για το αγαπημένο ζευγάρι που δεν απόκτησε παιδιά να αντηχεί αρκετά χρόνια αργότερα το σπίτι από παιδικές χαρούμενες φωνές.
Ο έρωτας όμως παρηγορούσε τον Ιωσήφ και τη Μελπομένη που ζούσαν ο ένας για τον άλλο. Εκείνος να κάθεται και να πίνει το τσάι του και πλάι του εκείνη να ζωγραφίζει.
Πρώτος έφυγε ο Ιωσήφ Κοβάλσκυ τον Ιανουάριο του ’51 στην αγκαλιά της αγαπημένης του Μελπομένης και τάφηκε στη Ρεθεμνιώτικη γη που τόσο αγάπησε.
Ο Πολύβιος Τσάκωνας στη νεκρολογία που δημοσίευσε αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Μια φυσιογνωμία που κυριάρχησε στη συνείδηση όλων των Ρεθυμνίων και επεβλήθη με την ευγένεια του χαρακτήρος εξέλιπε και κηδεύεται σήμερον.
Δεν ήταν Έλλην και συνεπώς ούτε Ρεθύμνιος. Είχε αγαπήσει όμως την Ελλάδα και είχε συνδεθεί με το Ρέθυμνο τόσο από την εποχή που ως αξιωματικός του αυτοκρατικού Ρωσικού Στρατού επικεφαλής του λόχου του έδιωχνε τον τουρκικό στρατό από τη Φορτέτζα είχε τόσο συνδεθεί που δίκαια ελογίζετο ως Ρεθεμνιώτης.
Η γαλήνια, η αριστοκρατικιά, η γεμάτη αγαθόητα εμφάνισή του προκαλούσε στο διάβα του το σεβασμό και τη βαθύτατη εκτίμηση.
Υπήρξε εξαιρετικά τυχερή η Ρεθεμιωτοπούλα που σύνδεσε τη ζωή της μαζί του…».
Η γυναίκα του μέχρι το θάνατο της ζούσε με την ανάμνησή του, ανάμεσα στα προσωπικά του αντικείμενα που είχαν σταθεί μάρτυρες της αγάπης τους.
Είχε τη μορφή του πάντα μπροστά στα μάτια της και με την εντύπωση ότι κάποια στιγμή θα τον έβλεπε να ξεπροβάλλει περνούσαν οι μέρες της, ώσπου πήγε να τον συναντήσει.
Μια τραγική οικογένεια, η οικογένεια Ντομπριάνσκυ
Συγκλονιστική όμως, είναι η αναφορά που γίνεται για την οικογένεια Ντομπριάνσκυ, που βίωσε μια μεγάλη τραγωδία. Αναφέρει για τον Ντομπριάνσκυ ο Κώστας Μαμαλάκης: «Μια άλλη μορφή που μου θυμίζει ιστορία σπαραχτική έρχεται στο νου μου, σαν «έννοια συσχετική» με τον Κοβάλσκυ, γιατί κυκλοφορούσαν μαζί.
Μια μορφή εξαϋλωμένη. Του Ντομπριάνσκυ Ρώσου κι αυτού αξιωματικού, που ήρθε στην πόλη μας και απίθωσε τη βασανισμένη του ύπαρξη και τη δυστυχία του. Ζωγράφιζε για να ζήσει. Τον βοηθούσε και ο Κοβάλσκυ. Είχε γυναίκα όμορφη κι ένα γιο. Μεγάλωσε το παιδί, ήρθαν στην πρωτεύουσα για να βρει δουλειά η γυναίκα του. Τότε το 1938 πέρασε μια γόησσα από την Αθήνα. Η πρωταγωνίστρια του εθνικού θεάτρου της Γερμανίας… δεύτερη ευνοούμενη του Χίτλερ. Κάπου είδε τον Άδωνι, έφηβο Ντομπριάνσκυ και τον ερωτεύθηκε. Τον κάλεσε στη Γερμανία με υποτροφία.
Έστελνε το μοναχοπαίδι τον πρώτο χρόνο μηνύματα προόδου και βοηθήματα οικονομικά στους γονείς. Αργότερα ήρθε ο πόλεμος και η σιωπή του σπαραγμού. Ακολούθησαν τα μαύρα χρόνια της κατοχής.
Περνούσε ο Ντομπριάσκυ από το γραφείο μου στην τράπεζα κάθε Σάββατο. Κάτι μου είχε ζωγραφίσει και μου το έδινε. Δεν τον αφήσαμε ποτέ αβοήθητο οι υπάλληλοι του τμήματος. Μοιραζόμαστε τα σκίτσα που έφερνε.
Κάθε φορά φεύγοντας, αφού με ευχαριστούσε μου έκανε στερεότυπα την ερώτηση με ραγισμένη φωνή:
«Τα γράψει ο μοναχογιός μου, έτσι δεν είναι;».
«Θα γράψει ασφαλώς του απαντούσα. Πόλεμος είναι, αποκλείστηκε. Και τον Ερυθρό Σταυρό (πρόσθετα εγώ για εγκαρδίωση-γιατί και μέσω αυτού δεν έπαιρνε είδηση) δεν τον αφήνουν να ψάχνει στη Γερμανία.
Η απάντηση είχε έρθει και μεσολαβούσαμε να του το κρύψουν. Είχε σκοτωθεί σε βομβαρδισμό το μονάκριβο αγόρι του.
Πέρασε ένας χρόνος κι ένα πρωί ήρθε σέρνοντας τα πόδια, ερείπιο ανθρώπινο.
– Αρρώστησε βαριά η γυναίκα μου, μας λέει.
– Μη φοβάσαι, τον καθησυχάζουμε. Ο Θεός είναι μεγάλος. Θα στείλουμε καλό γιατρό και φάρμακα. Τα σβησμένα μάτια του ζωήρεψαν.
– Και τα την κάνει ο γιατρός καλά έ;
– Βεβαίως.
– Και τα γκράψει και το αγκόρι μου, έτσι ντεν είναι; Και έκλαιγε με λυγμούς.
– Θα γράψει οπωσδήποτε κ. Ντομπριάνσυ. Καλά είναι. Δεν μπορεί να μην είναι. Έχει γερή προστασία. Η φράου θα τον έχει μαζί της στο ασφαλέστερο καταφύγιο του Βερολίνου. Θα έχουν και του πουλιού το γάλα. Ο Χίτλερ στη μέση βλέπεις!
Έφυγε παρηγορημένος, σχεδόν ευτυχής!
«Κατέπεσε νεκρός»
Την επομένη, διαβάζοντας την εφημερίδα, είδα μια μικρή συνηθισμένη ειδησούλα με ψιλά γράμματα: «Χθες κατερχόμενος τρικλίζων την οδόν Πανεπιστημίου και εις το ύψος του «Πικαντύλι» ο Ρώσος πρόσφυξ Ντομπριάνσκυ, κατέπεσε νεκρός. Το πτώμα του μετεφέρθη στο νεκροτομείον». Αισθάνθηκα τα μάτια μου υγρά. Η εφημερίδα έτρεμε στα χέρια μου.
Η συνέχεια στο «Εν Ρεθύμνω»
Ήταν φυσικό μετά από τη συγκλονιστική αυτή αφήγηση να ανατρέξουμε και πάλι στο βιβλίο της κυρίας Μαρίας Τσιρομονάκη «Εν Ρεθύμνω», όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη δυστυχισμένη αυτή οικογένεια.
Εκτός από τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν όσα καταγράφει ο Κώστας Μαμαλάκης, η Μαρία Τσιριμονάκη μας βοηθά, με την άρτια μελέτη της, να συμπληρώσουμε το παζλ μιας συγκλονιστικής ανθρώπινης ιστορίας.
Δυο χρόνια φιλοξενήθηκε ο Ντομπριάνσκυ με την οικογένεια του από τους Κοβάλσκυ. Σ’ όλο αυτό το διάστημα η μικρή κοινωνία της πόλης μας, αγκάλιασε τον εξαίρετο αυτό άνθρωπο και προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον βοηθήσει.
Πολλές Ρεθεμνιωτοπούλες από τις γνωστές, εκείνη την εποχή, οικογένειες, πήραν μαθήματα ζωγραφικής από τον ζωγράφο Ντομπριάνσκυ.
Η γυναίκα του ήταν μια Ρωσίδα καλλονή και ο μοναχογιός τους Ανατόλ, που χαϊδευτικά φώναζαν άλλοι Τόλικ και άλλοι Τόλια, είχε μεγάλη ομοιότητα με τη μητέρα του.
Όταν η ζωή έγινε πιο δύσκολη και στο Ρέθυμνο, η οικογένεια μετακινήθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου ο Ρώσος ζωγράφος άφησε πολλά έργα, όπως και σε γνωστά σπίτια Ρεθεμνιωτών. Αργότερα πήγαν στο Παλαιό Φάληρο.
Πολλές εκδοχές για το θάνατο του Τόλια
Το 1936 ενώ το Βερολίνο ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς αγώνες, ο Γκαίμπελς ήρθε στην Ολυμπία για να παραλάβει την Ολυμπιακή φλόγα και τον συνόδευε η σκηνοθέτιδα των αγώνων Leni Riffensthal. Ανάμεσα στους λαμπαδηφόρους ήταν και ο Τόλια, του οποίου η ομορφιά εντυπωσίασε τη Γερμανίδα. Ζήτησε από τον ίδιο να την ακολουθήσει για να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο. Οι γονείς του, κάτω από την μεγάλη οικονομική πίεση που αντιμετώπιζαν, δεν έφεραν αντίρρηση».
Για το θάνατο του Τόλικ, πέρα από την εκδοχή που αναφέρει ο Κώστας Μαμαλάκης, υπάρχουν άλλες πέντε, τις οποίες καταθέτει λεπτομερώς η κυρία Μαρία Τσιριμονάκη στο βιβλίο της «Εν Ρεθύμνω». Η έρευνα της μάλιστα φθάνει στο σημείο να έχει ζητήσει στοιχεία από την ίδια την Riffensthal, που κατάφερε να εντοπίσει, η οποία της απάντησε πρόθυμα. Έχει ενδιαφέρον να αναζητήσετε το βιβλίο που αναφέρεται και σε άλλες οικογένειες του Ρεθύμνου.
Όσο για την κυρία Ντομπριάνσκυ, την τραγική μητέρα, η Μαρία Τσιριμονάκη μας πληροφορεί ότι γριούλα πια, μα με τα ίχνη της παλιάς της ομορφιάς, εξακολουθούσε να ζει -το 1952 ήταν η τελευταία μαρτυρία- και να ελπίζει…
Διατήρησε τη φιλία της με την Μελπομένη Κοβάλσκυ και την επισκεπτόταν στο ξενοδοχείο «Πάνθεον» των Αθηνών κάθε φορά που η φίλη της ερχόταν από το Ρέθυμνο στην πρωτεύουσα.
Θα συνεχίσουμε…