Ο πόνος είναι μεγάλος, όταν πρέπει να δώσουμε τον τελευταίο ασπασμό. Αλλά όταν πρέπει να αποχαιρετήσουμε δικούς μας ανθρώπους, και μάλιστα νέους, τότε γίνεται αφόρητος. Ιδιαίτερα όταν ο θάνατος αυτός είναι και αναπάντεχος.
Ο Μιχάλης Σπινάκης διάλεξε να φύγει από τον κόσμο τούτο ξαφνικά και νέος. Ακολούθησε το δρόμο που υποδεικνύει το κρητικό δίστιχο:
Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σου φτάνει,
ρόδο π’ αθεί πολύ γ-καιρό, τη μυρωδιά-ν-του χάνει.
Έφυγε στα 45 του χρόνια, έχοντας ευτυχώς αφήσει πίσω του δυο άξιες απογόνους, που θα συνεχίσουν να τιμούν το όνομά του, όπως το τίμησε κι ο ίδιος στο γρήγορο πέρασμά του από τη ζωή.
Αφήνει απαρηγόρητη τη γυναίκα του, η οποία, έχοντας γίνει πια Κρητικιά, μπορεί να τον μοιρολογάται, με λόγια όπως:
Μιλώ σου και δε μου μιλείς, κλωνάρι μου,
πιάνω σε και μου φεύγεις, παλικάρι μου.
Που πάεις με τέτοιαν άνοιξη, καλέ μου,
που πάεις με τέτοιον ήλιο, σύντροφέ μου;
Απαρηγόρητους αφήνει και τους γονείς του. Η Σπιναργυρή θα ‘χει κάθε δίκιο να επαναλαμβάνει:
Με τη ζωή σου είχα ζωή, και με το φως σου εθώρου
και με το καϊρέτι σου, επέρνουν ως εμπόρου.
Κι ο Σπινογιώργης, που η αγαπημένη του ευχή, όταν χαροκοπούσε, ήταν:
Καλά ύστερα να ‘χομε και καλή ψυχή να παραδώσομε στο γ-Κύριο,
αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά σοφός, αλλά χωρίς μάτια πια να βλέπει τον κόσμο, τα μάτια του Μιχάλη του.
Αφήνει πίσω και τις αδελφές του, που τον είχαν καμάρι τους, με τις οικογένειές τους. Γιατί πραγματικά, τα είχε όλα τα καλά. Γι’ ανθρώπους σαν αυτόν, θα πρέπει να γράφτηκε το τραγούδι:
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός, κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.
– Δουλευτής; Ακούραστος. Σ’ όλες τις δουλειές του, στην οικοδομή, στα πετροκοπιά, στο ξενοδοχείο, στο εργοστάσιο, αλλά και στο λιομάζωμα, και στον τρύγο παλιότερα, αποτελούσε πρότυπο εργατικότητας.
– Νοικοκύρης; Ο κατεξοχήν άνθρωπος του σπιτιού. Τα καφενεία δεν τον ήξεραν.
– Συναισθηματικός; Πολύ, παραπάνω απ’ όσο έπρεπε.
– Αξιοπρεπής; Υπέρ το δέον.
– Ευθύς: Η επιτομή του ντόμπρου άνδρα.
– Ηθικός; Υπόδειγμα.
– Με τον καλό του λόγο; Πάντα και παντού.
– Πρόσχαρος; Ποτέ του δεν τον άκουσε κανείς να βαρυγκομά.
– Με το όμορφο, με το σιργούλιο; Πάντα του. Ποτέ καυγά, ποτέ φωνή, ποτέ. Κακή λέξη, δεν πρέπει να βγήκε ποτέ από το στόμα του.
– Ποτέ του δεν κακολόγησε άνθρωπο. Ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τίποτα. Ποτέ του δεν καυγάδισε.
– Ήρεμος; Γαλήνιος; Πράος; Καλός με όλους και όλα, εκτός από τον εαυτό του, στον οποίο φέρθηκε, τελικά, πολύ σκληρά.
– Πάντα συγκαταβατικός. Ποτέ του με αυστηρή κρίση, και για κανέναν. Για όλ’ αυτά, και γι’ άλλα τόσα, δεν είχε ούτε υπόνοια εχθρού, μόνο φίλους απ’ όπου πέρασε. Όλοι χωρούσαν στην καρδιά του.
Επί σειρά ετών ήταν η κρυφή δύναμη του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού του, σαν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς να επιδιώξει ποτέ κανένα αξίωμα, και πιο πρόσφατα, σαν απλό μέλος του. Κι όμως, πίσω από την ημέρα καθαριότητας του χωριού, αυτόν θα βρίσκαμε κατά βάση, αν ψάχναμε. Πίσω από τις συχνότατες παλιότερα ψησταριές στις εκδηλώσεις, πίσω από τα κυνήγια θησαυρού, ο Μιχάλης Σπινάκης ήταν η «ψυχή». Ήταν πολλοί αυτοί που είχαν σκεφτεί ότι ο νομός Ρεθύμνου θα ήταν διαφορετικός αν κάθε χωριό είχε και τον Σπινομιχάλη του.
Έφυγε νέος, αυτός, η πρεπειά της Λαγκάς, έχοντας δυνατότητες να κάνει και να προσφέρει πολλά ακόμη, στην οικογένειά του και στην κοινωνία, στο χωριό του πάνω απ’ όλα.
Πορεύσου εν ειρήνη, Μιχάλη. Θα εξακολουθήσεις να ζεις στις καρδιές όλων μας και στα πρόσωπα των κοριτσιών σου. Απ’ αυτά θα παίρνουν απαντοχή οι εδικοί σου.
Χαιρέτα μας, εκεί που θα πας, τους εδικούς μας. Χαιρέτα μας και τους αγαπημένους σου παππούδες, όπως και τον σύννομο με σένα ξάδελφό σου. Χαιρέτα μας και τον μπάρμπα σου, που πριν λίγο καιρό είχες αποχαιρετήσει, όπως και τον άλλο σου τον μπάρμπα, που τόσο βασανίστηκε. Κι αν σε ρωτήσουν γιατί αποφάσισες κι έφυγες τόσο νωρίς, πες τους τραγουδιστά, με το δικό σου, χαρακτηριστικό χαμόγελο στο πρόσωπο, το δίστιχο:
Ο κόσμος είν’ ένα δεντρί, κι εμείς τ’ οπωρικό ν-του
κι ο Χάρος είν’ ο τρυγητής, που παίρνει τον καρπόν ν-του.
Χάρης Στρατιδάκης