Δεν υπάρχει πόλεμος χωρίς ξεκληρίσματα και καταστροφές, χωρίς βίαιους και ματοκυλισμένους ξεριζωμούς προσφύγων από την αγαπημένη τους γεννήτρα γη, που, πλέον, θα ζουν, ως χήρες, ορφανά, ανάπηροι, ανέστιοι και πάμπτωχοι, το δράμα του ακούσιου ξενιτεμού τους σε δρόμους μακρινούς και γι’ αυτούς πρωτόγνωρους. Όμοια και στην Επανάσταση του 1821, αλλά ας αφήσουμε τα γεγονότα να μιλήσουνε, για μιαν ακόμη φορά, μοναχά τους.
Αρχή ας γίνει από το Βορρά! Η Επανάσταση των Ελλήνων της Μακεδονίας το 1821 – 1822, ως μέρος της γενικής εξεγέρσεως του έθνους, και η αιματηρή καταστολή της, συνέδεσαν τις τύχες των βορείων Ελλήνων με αυτές των νοτίων, αφενός επειδή τοποθέτησαν τη μακεδονική χώρα εντός των ορίων του ελληνικού αλυτρωτισμού και προδιέγραψαν την κατεύθυνσή του και αφετέρου επειδή προκάλεσαν κύμα προσφύγων προς τη νότια Ελλάδα.
Πολλοί, εξάλλου, ήσαν και οι Θρακιώτες, που, μόλις κατάλαβαν ότι ήταν δύσκολο να προχωρήσει η επανάσταση στη Θράκη, καταφεύγουν στη νότια Ελλάδα. Η προσφορά τους είναι σημαντική, κοντά στον Εμμανουήλ Παπά, τον Καρατάσο, Αποστολάρα, στην πολιορκία του Μεσολογγίου, στη Ρούμελη και στην Αθήνα, όπου μάλιστα πολέμησε η φάλαγγα των Θετταλομακεδόνων και Θρακών.
Τα δύο πρώτα, επίσης, χρόνια του Αγώνα, πέραν των Θρακών, στις μετακινούμενες προσφυγικές ομάδες από περιοχές, όπου είχε καταπνιγεί ο ξεσηκωμός, συναντούμε τόσο Μικρασιάτες (ιδίως από το Αϊβαλί), όσο και Σουλιώτες και Αρτινούς και άλλους Ηπειρώτες, μα και Μακεδόνες, κυρίως μετά την ήττα στη Νάουσα. Οι Σουλιώτες, εξάλλου, είναι από τους πρώτους επήλυδες που γυρεύουν μόνιμο τόπο εγκατάστασης μετά την καταστροφή του τόπου τους, που σήμαινε και οριστικό εκπατρισμό τους στα 1822. Το 1822, επίσης, έχουμε και την καταστροφή της Χίου, από τους επιζώντες της οποίας πολλοί καταφεύγουν και στην υπόλοιπη Ελλάδα ως φυγάδες, ενώ τα κατοπινά χρόνια, με σημαντικότερο το 1824, έχουμε πρόσφυγες να εγκαταλείπουν την Κρήτη και την Κάσο.
Τα πρώτα, επομένως, χρόνια (1821 -1823/4), κατά τον Απ. Βακαλόπουλο (βλ. «Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821», Ιστορική Μελέτη, Εν Θεσσαλονίκη, 1939), «απειράριθμα θλιβερά καραβάνια Ελλήνων, πολεμιστών, γεωργών, βιοτεχνών, εμπόρων, λογίων κ.τ.λ. φεύγουν από τις σκλαβωμένες ιδιαίτερές τους πατρίδες προς τα ελευθερωμένα εδάφη και εκεί μαζί με τους αδελφούς των του ελληνικού νότου συνεχίζουν πεισματικά τον αγώνα κατά των Τούρκων και αργότερα εναντίον των ενωμένων δυνάμεων Τούρκων και Αιγυπτίων».
Και πού ακριβώς κατέφευγαν όλοι τούτοι; Οι Μικρασιάτες προς Ψαρά καταρχάς και αργότερα σε Κυκλάδες (βλ. Αμοργός) και Σαλαμίνα, όπου βρήκαν ξεριζωμένους από Αττική, Μοριά και Ρουμελιώτικα στρατεύματα. Στις Βόρειες Σποράδες κατάφυγαν οι Μακεδόνες ως επί το πλείστον, ενώ για τους Θράκες γράψαμε παραπάνω. Οι Ηπειρώτες άραξαν, αρχικά, στο Μεσολόγγι ή, μετά το 1826, διεσπάρησαν σ’ όλη τη Ρούμελη, ενώ οι Χίοι πήγαν στα Ψαρά έως την καταστροφή τους και από τότε και ύστερα, σκορπίζονταν σε μικρά και μεγάλα Κυκλαδονήσια.
Μία μαρτυρία, για την κατάσταση που αντιμετώπιζε η Αμοργός με τα κύματα των προσφύγων μετά το 1821 και στα χρόνια του Αγώνα, προέρχεται από τον Αμερικανό γιατρό Σάμουελ Χάου, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα από το 1824 έως το 1827 και υπηρέτησε για ένα διάστημα στο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο «Καρτερία». «Το 1826, σημειώνει ο Ν. Νικητίδης (Βλ. «Καταφύγιο καταδιωγμένων η Αμοργός στην Επανάσταση του 1821», περιοδικό «Το Κάστρο της Αμοργού», αρ. 1 – Ιανουάριος 2004), η «Καρτερία» ξεκινά ένα ταξίδι από τη Σύρα. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1826 το πλοίο αράζει στα Κατάπολα. Ο Αμερικανός γιατρός αναφέρει ότι πρόσφυγες από την Κρήτη, τα Ψαρά και την Χίο ζούσαν εξαθλιωμένοι σε καλύβες και σπηλιές, ρακένδυτοι και πειναλέοι. Για να κορέσουν την πείνα τους έψαχναν να φάνε οστρακοειδή στην παραλία».
Οι Κρητικοί πρόσφυγες προτιμούσαν την Κάσο και αρκετοί βρέθηκαν στη Μήλο, όπου ίδρυσαν το χωριό «Αδάμαντας», στα 1824. Πάντως, πολλοί από την Κρήτη βρήκαν καταφύγια και στην Πελοπόννησο και, επί Καποδίστρια, στην Αργολίδα. Τον Μάη του 1824 (7/5), βρίσκουμε Κρητικούς πρόσφυγες και στρατιώτες και στο Μοριά. Συγκεκριμένα, το Βουλευτικό, κατόπιν μιας αιτήσεως των Κρητικών πληρεξουσίων – παραστατών στο Άργος να δίδεται στους συμπατριώτες τους σιτηρέσιο και να δοθεί εντολή στους Αργείους να μην παίρνουν από τους Κρητικούς πρόσφυγες ενοίκιο, αποφασίζει την καταγραφή χηρών, ορφανών και ασθενών, για να φροντίσει γι’ αυτούς. Ο κατάλογος που φτιάχτηκε τότε παραδίδεται στις 14 Μάη 1824 στο Βουλευτικό και το οποίο, με προβούλευμά του, ζητά να δίδεται σ’ όσους πρόσφυγες από την Κρήτη είναι καταγραμμένοι στον κατάλογο το ψωμί που τους αναλογεί κάθε μέρα. Το Εκτελεστικό, με δικό του προβούλευμα, μετά την παρέλευση ολίγων ημερών, ειδοποιεί (17/05) το Βουλευτικό ότι εξασφάλισε τροφές για 100 Κρητικούς στρατιώτες και ζητά πόρους για να περιθάλψει κι άλλους (αριθμοί προβουλευμάτων: 840 του Βουλευτικού και 1453 του Εκτελεστικού).
Τα τέλη του ίδιου μήνα, εξάλλου, οι πρόσφυγες από την Κάσο, μετά την καταστροφή του νησιού από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αναφορά στο Βουλευτικό, ζητούν: (α) Να τους δοθεί τόπος για συνοικισμό, (β) τα μέσα της ζωής και (γ) να απελευθερωθούν τα αιχμαλωτισμένα μέλη των οικογενειών τους. Αξιοσημείωτο δε είναι και ότι ο παραστάτης της Κάσου, Αρβανιτόπουλος, προτείνει να γίνει σύσταση στους κατοίκους της Πάρου και της Νάξου να περιποιηθούν τους πρόσφυγες μέχρι να πραγματοποιηθεί η εκστρατεία κατά της Κρήτης, εφόσον ήταν δύσκολο, υπό τις διαμορφούμενες τότε συνθήκες, να εγκατασταθούν σε άλλο μέρος. Εκ του τελευταίου τούτου αιτήματος των Κασίων, καταφαίνεται πόσον στενές ήσαν οι σχέσεις τους προς τους Κρητικούς και πόση εμπιστοσύνη έτρεφαν προς αυτούς. Κατόπιν τούτων, Οι Κασιώτες και οι Ψαριανοί, μετά την καταστροφή των νησιών τους, γύρεψαν καταφύγιο στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Σποράδες).
Τέλος, ενώ σημαντικός αριθμός των προσφύγων βρήκε καταφύγιο προσωρινό σε Σύρο (το 1826, ιδρύεται η Ερμούπολη) και Ναύπλιο, δεν έλειψαν οι μεταναστεύσεις από Μικρασία, Χίο, Ήπειρο προς Τεργέστη, Αγκόνα και Μασσαλία, κάτι που «ενόχλησε» και το Εκτελεστικό και έβγαλε σχετική απαγόρευση (3 Αυγούστου 1825). Πάντως, οι Σουλιώτες, αφού από το 1823 έως το 1829 ταλαιπωρήθηκαν τριγυρνώντας σ’ όλη τη Δυτική Ελλάδα, από Πύλο Μεσσηνίας έως Αγρίνιο, τον Απρίλη του 1829, κατά τις τελευταίες εκκαθαριστικές αντιτουρκικές επιχειρήσεις του Αγώνα, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ναύπακτου και τα επόμενα χρόνια (1831), έφτασαν μέχρι το Αγρίνιο. Το 1830, αρκετοί Κρητικοί, πάντως, εισρέουν στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν μερικοί στον αργολικό κάμπο και άλλοι στη Λακωνία και στη Μεσσηνία (Μονεμβασία, Βάτικα, Κορώνη και Μεθώνη, Καλαμάτα), μα και στην Κόρινθο και τα περίχωρά της.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.