Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο της Αγγελικής Κίτσου-Μαγαράκη με το μεταφορικό τίτλο «Σπίτια της καρδιάς», όπως ονομάζονται τα ελληνικά σπίτια των «αλησμόνητων πατρίδων».
Μπορεί η δασκάλα και φιλόλογος συγγραφέας του να γεννήθηκε στο Ηράκλειο, όπου και ζει μέχρι σήμερα, όμως το «πολιτιστικό στίγμα» της το έδωσαν οι Μικρασιάτες γονείς της, που την ανάθρεψαν με ψωμί ζυμωμένο με τον τίμιο ιδρώτα τους και τα καυτά δάκρυα της νοσταλγίας τους για τις χαμένες αλλά όχι ξεχασμένες πατρίδες της «Καθ’ ημάς Ανατολής».
Μια παλιά κιτρινισμένη φωτογραφία την οδήγησε πριν τρεις δεκαετίες στο σπίτι των παππούδων της στα Αλάτσατα, αντικαθιστώντας με αυτό το «κουκλόσπιτο» που είχε πλάσει στην οθόνη του μυαλού της με το χαρμάνι των υλικών της παιδικής φαντασίας της και των περιγραφών των γονέων της. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την περιπέτεια της αναζήτησης και φωτογράφησης ελληνικών σπιτιών στη σημερινή Τουρκία.
Κινητήρια δύναμή της στη συνέχεια ήταν το μεράκι για φωτογράφηση, η νοσταλγία και προπαντός η διάθεσή της να διασώσει τα απομεινάρια της ανοχής του χρόνου αλλά και η αγωνιώδης πρόθεσή της να προλάβει την αδηφαγία της οικοδομικής αντιπαροχής στη γειτονική μας χώρα. Σε έντεκα ταξίδια της και με τη φωτογραφική μηχανή της οπλισμένη, σάρωσε τη σημερινή Τουρκία από την Ανατολική Θράκη, και κυρίως την Κωνσταντινούπολη, την Προποντίδα, τη Βιθυνία και τον Πόντο μέχρι την Νότια Μικρά Ασία και από την Καππαδοκία μέχρι την Ιωνία και κυρίως τη Σμύρνη. Και απαθανάτισε σπίτια μάρτυρες μιας σφύζουσας άλλοτε ελληνότροπης ζωής αλλά και μιας μαρτυρικής εγκατάλειψης. Σπίτια, που πλησίασε όχι με τη βιασύνη του κοπαδοποιημένου τουρίστα αλλά με το δέος και το σεβασμό του προσκυνητή, που κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την έκσταση, τη γη και την απογείωση.
Κάθε συνάντηση με ένα οικοδομικό εκπρόσωπο του ελληνικού παρελθόντος και μια χαρμολύπη, αδιακρίτως αν επρόκειτο για μεγαλοπρεπή ή ταπεινό, αρτιμελή ή ανάπηρο, σε χρήση ή αχρηστία. Συνομίλησε μαζί τους, στοχάστηκε στο εσωτερικό τους, αναστοχάστηκε στις αυλές τους, ζέστανε στα χέρια της τους πεσμένους σουβάδες τους, χάιδεψε τις σφαλιστές πόρτες τους, χτύπησε τα ρόπτρα τους, αφουγκράστηκε τα καλωσορίσματα των στοιχειωμένων παλιών ενοίκων τους και τα φτερουγίσματα των ψυχών τους, συλλάβισε με ένα κόμπο στο λαιμό τις ελληνικές επιγραφές με τις χρονολογίες, γεύθηκε το άλγος από την αναλγησία του χρόνου και των ανθρώπων αλλά και την ψευδαίσθηση της «επιστροφής στην πατρίδα», χάιδεψε με το υγρό βλέμμα της τις ζωγραφιστές και σκαλιστές αψίδες, τα φουρούσια, τα αετώματα, τα τρίγλυφα, τους μαιάνδρους, τα κιονόκρανα, τις πολύσχημες σιδεριές, τα ανθέμια και τα γείσα. Και όλους μαζί τους πολιτογράφησε στον οικισμό της ευρύχωρης καρδιάς της, όπου κανείς κατακτητής δεν θα μπορούσε να φτάσει, ούτε κανείς μεσίτης να αναρτήσει την επιγραφή «satilik» («Πωλείται»)!
Αποτέλεσμα του χρονοβόρου, μοχθοβόρου, χρηματοβόρου, αλλά θησαυροφόρου ταξιδιού της ήταν η δημιουργία ενός πολύτιμου, καλοδομημένου και καλοσκαρωμένου λευκώματος 500 σελίδων, που ολοκληρώνεται με το απαραίτητο γλωσσάρι. Και θα πρέπει να επισημανθεί εμφατικά ότι η βαρύτητά του ως σημαίνοντος βρίσκεται σε πλήρη ισορροπία με τη βαρύτητά του ως σημαινομένου.
Κάθε φωτογραφία, ασπρόμαυρη ή έγχρωμη, αποτελεί ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα των «αλησμόνητων πατρίδων» και όλες μαζί συνθέτουν ένα ογκόλιθο μνήμης απέναντι στη θανατερή λήθη. Και έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η δημιουργός του λευκώματος αυτού μας ανοίγει διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα της μνήμης αλλά όχι της μνησικακίας, γεγονός όχι άσχετο με τη διαβίου ιδιότητά της ως παιδαγωγού.
Οι φωτογραφίες συνοδεύονται από κείμενα παλαιότερων και νεότερων λογοτεχνών που μετέπλασαν λογοτεχνικά τη συγκίνησή τους για τις «αλησμόνητες πατρίδες» και εδώ διερμηνεύουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις της ερευνήτριας φωτογράφου, για τα οποία μας προϊδέασε στη συγκινητική εισαγωγή της υπό τον τίτλο «Σαν παραμύθι και σαν όνειρο». Η ίδια περιορίζεται στις λεζάντες και το σχολιασμό των φωτογραφιών πάντα με δωρικό τρόπο. Η «οπτική γωνία» των επιλογών της όμως την καθιστά πανταχού παρούσα. Όπως πανταχού παρούσα είναι και η Φωτεινή Στεφανίδη, που υπογράφει την άριστη επιμέλεια του όλου πονήματος.
Η περιπέτειά, όμως, της δημιουργού της σημαντικής και πολυσήμαντης αυτής «κιβωτού» με τα «σπίτια της καρδιάς» συνεχίζεται τώρα εντός ελλαδικού χώρου σε μια προσωπική προσπάθεια προβολής και προώθησής του έργου της.
Είμαι βέβαιος ότι ο όλος άθλος της φίλης Αγγελικής θα στεφθεί με το ηθικό και υλικό έπαθλο της αναγνώρισης, γιατί το αξίζει από κάθε άποψη. Απλώς, για λόγους επιλογικής συνήθειας, της εύχομαι να της είναι καλοτάξιδο το βιβλίο της και προδρομικό του επόμενού της!
* O Γιώργος Φρυγανάκης είναι φιλόλογος-συγγραφέας