Λιγότερη Ένωση αν τελικά δεν είναι αυτή του Μάαστριχτ, και μια ιδέα Ευρώπης διαφορετική, γιατί έτσι τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αυτές οι πανευρωπαϊκές εκλογές επιβεβαίωσαν χθες δύο ζωτικά συμπεράσματα για τις πλειοψηφίες όσων Ευρωπαίων συμμετείχαν: η Ευρώπη -η ιδέα όπως και η Ένωση- δεν είναι πολιτιστικό κεκτημένο και δεδομένο όπως ίσως ήταν τη δεκαετία του 90, ενώ αυτές οι ενώσεις, οι συμμαχίες μέσα και έξω από τα κοινοβούλια -εκλογικές και κοινωνικές- δεν φαίνεται να αντιπροσωπεύουν επαρκώς μια πραγματική, κριτική πολιτική δραστηριότητα πόσο μάλλον αντιπολίτευσης κάθε είδους. Εξηγούμαι.
Εκεί όπου υπάρχουν οι μεγαλύτερες οικονομίες στη Γηραιά Ήπειρο κέρδισαν οι οικονομικές ανησυχίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: συγκεκριμένα και αντίστοιχα σε Γαλλία, Βέλγιο και Ηνωμένο Βασίλειο η επιτυχία της Μαρίν Λε Πεν -του Εθνικού (και εθνικιστικού) Μετώπου- των Φλαμανδών Ανεξάρτητων και του UKIP επιβεβαιώνουν (ακόμα και εκεί όπου ευρώ δεν υπάρχει) τις καταστροφικές συνέπειες μιας κρίσης από την οποία μόνο η Γερμανία μοιάζει να κλαίει για θύματα άλλων (γι’ αυτό κι εκεί η Μέρκελ παλεύει με μικρές πολιτικές για μεγάλες συναινέσεις). Εν τω μεταξύ ο ιστορικός αποικιοκρατικός εθνικισμός επανέρχεται θεμελιωμένος οικονομικά σ’ εκείνες τις χώρες και, όπως βλέπουμε πλέον και στην Ιταλία, όταν μεταφράζεται οικονομικά-προεκλογικά με τα λεξιλογικά στάνταρ της Βαϊμάρης μπορεί και δίνει ένα 40% στον Ρέντσι και τον κολοσσό PD, συγκρατώντας τις διαστάσεις της αντιπολίτευσης α λα Γκρίλλο.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οι ηγέτες έκαναν τη δουλειά τους, ακόμα και στα χειρότερα. Το 16% του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία σε συνδυασμό με τη μιζέρια που πήρε η Νέα Κεντροδεξιά και τα ολίγα που σύλλεξε ο Γκρίλλο στο τέλος μάλλον υπενθυμίζουν πράγματα που στην Ιταλία έχουν ήδη χωνέψει. Οι γέροι ψηφίζουν τίτλους και τζάκια, τους μεγιστάνες του έθνους, ενώ για τους νέους οι καινούριες δομές είναι ναι μεν διαδεδομένες και καταξιωμένες αλλά όχι και πιστευτές. Κι ύστερα όλο αυτό το τοίχος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς (που δεν υπάρχει πια πλέον) είναι ένα βαρόμετρο πραγματικού εξτρεμισμού, ένδειξη λαϊκισμού και ρητορικής: για όσους γνωρίζουν λίγη Ευρωπαϊκή ιστορία… για τον εικοσιπεντάρη άνεργο…
Η χώρα σύμβολο αυτής της κρίσης και του Νότου που υποφέρει, η Ελλάδα, βρίσκεται για πρώτη φορά στην ιστορία της με ένα κόμμα της ιστορικής άκρας αριστεράς, τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα να κερδίζει τις όποιες εκλογές κόντρα στο φιλελεύθερο μεγαθήριο Ν.Δ. Αν και ο δικομματισμός καλά κρατεί στην Ελλάδα, και εδώ το πολιτικό σκηνικό παραμένει ρευστό και ασταθές. Όπως και στην Ισπανία, εξίσου δικομματική και nineties. Μια ανησυχία όμως παραμένει, γιατί αν οι Ισπανοί διοχετεύουν ψήφους στους Πράσινους Οικολόγους οι Έλληνες χαρίζουν ένα 10% σχεδόν στη Χρυσή Αυγή, κάτι καθόλα υπολογίσιμο: σημαίνει έναν μόλις ευρωβουλευτή λιγότερο από το σύνολο των ευρωβουλευτών του Λουξεμβούργου, της Μάλτας, της Εσθονίας ή της Κύπρου! Αυτό δεν είναι μόνο στατιστική όταν την ίδια ώρα η Λε Πεν παίρνει πιο πολλές έδρες από την Ελλάδα στην Ευρωβουλή… μόλις εκατό χρόνια από τον Πρώτο Παγκόσμιο, στην ψηφιακή εποχή.
Ένα τελευταίο σχόλιο πάει στη συμμετοχή σ’ αυτές τις Ευρωεκλογές. Όπως προείπα, οι ανησυχίες κέρδισαν τόσο όσο η οικονομία στην πολιτική ατζέντα και οι ιδεολογικές αντιλήψεις της κοινωνίας. Το πιο σημαντικό όμως αποτέλεσμα αυτών των εκλογών παρόλα αυτά είναι η αποχή. Και δεν μιλάμε μόνο για την οποιαδήποτε αποχή εκείνου που θεωρεί την ψήφο μόνο δικαίωμα αλλά όχι υποχρέωση, αλλά για μια ηχηρή, φοβική αποσύνδεση από κάτι που είναι μάλλον πρέζα παρά πανάκεια: είναι η απόσταση, το χάσμα από μια σύγχρονη πολιτική συμμετοχή. Αυτό είναι πολιτιστικό φαινόμενο πλέον. Στην Ισπανία ψήφισε το 45%, στη Γαλλία το 43%, στην Ιταλία το 59%, στην Ολλανδία το 37% και στην Ελλάδα το 58% περίπου. Ενδιαφέροντα δημογραφικά δεδομένα αλλά και ανησυχητικά για μια Ένωση που επιθυμεί και μπορεί θεωρητικά να νομιμοποιηθεί μέσα από τέτοιου είδους εκλογές, αλλά που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν πείθει ούτε προκαλεί συναίνεση αλλά ούτε και συμμετοχή. Αν όχι, οι Ευρωεκλογές μετουσιώνονται σε τοπικά δημοψηφίσματα υπέρ ή κατά εθνικών κυβερνήσεων, σε οπαδικές φανατικές αναλαμπές, στην ιδιωτική δικαιολογία του τεμπέλη αστού.
Ο Γιούνκερ και ο Σουλτζ, η Λε Πεν και ο Τσίπρας, ο Ρέντσι και η Μέρκελ κτλ. έχουν πολλά να σκεφτούν αυτές τις μέρες. Το μήνυμα είναι και επισήμως ξεκάθαρο, αρρενωπό: η Ευρώπη του Μάαστριχτ δε δούλεψε ποτέ στ’ αλήθεια, και μπροστά σε εκλογικά και ιστορικά γεγονότα που υπενθυμίζουν πόσο μακριά από πολιτική και δημοκρατία είμαστε ήδη τώρα στον Ευρωπαϊκό θεσμικό ορίζοντα, καλύτερα άλλα μάτια και άλλα μυαλά. Τι είναι εκείνο που συνθηκολογήσανε οι ηγέτες τότε το 1992, και πώς θα ήταν πραγματικά μια διαφορετική Ένωση πιο κοινωνικά χρήσιμη και αποδεκτή, πραγματική, αν τα πράγματα έχουν έτσι τώρα το 2014;
Μάαστριχτ, 26-5-2014