Του ΧΑΡΗ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗ*
Το ρητό «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» δεν θα μπορούσε να μην έχει ισχύ και στις Αναδιφήσεις. Αφήνουμε «προσωρινά», γράφαμε πριν από μια εβδομάδα, την αναζήτηση των σχεδόν 60 εκκλησιών του Ρεθύμνου της περιόδου της βενετοκρατίας, για να γιορτάσουμε τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων με την επανάληψη της πρότασης για τη δημιουργία ενός Μουσείου Ιστορίας της Πόλης του Ρεθύμνου. «Προσωρινά», επίσης, θα παρεμβάλλουμε κι ένα ακόμα θέμα, που είναι η ιστορία του Δημοτικού Κήπου. Αιτία γι’ αυτή την κατά συρροήν ασυνέπεια είναι ότι σήμερα Πέμπτη στις 6:00 το απόγευμα διοργανώνουμε μια ξενάγηση των μελών του Α’ Κέντρου Προστασίας Ηλικιωμένων Ρεθύμνου, μαζί φυσικά και με όποιον άλλον θα ήθελε να μας ακολουθήσει. Στη συνέχεια θα μεταφερθούμε εκεί κοντά, στις εγκαταστάσεις του, για να παρακολουθήσουμε μια προβολή με πολλές φωτογραφίες, μερικές από τις οποίες αδημοσίευτες, που αναφέρονται στην ιστορία του Κήπου, στη χλωρίδα και την πανίδα του και στην κοινωνική του προσφορά. Όπως έχουμε ξαναγράψει, εδώ και χρόνια ετοιμάζουμε ένα σχετικό βιβλίο, συνέχεια ενός φυλλαδίου του έτους 1996, οπότε η ξενάγηση αποτελεί μια ευκαιρία να συγκεντρώσουμε το υλικό μας και να προσφέρουμε ένα τμήμα του στους παρευρισκόμενους, με λόγο και εικόνα.
Η έννοια του δημόσιου κήπου εισήχθη στην Κρήτη από μορφωμένους Οθωμανούς αξιωματούχους, οι οποίοι είχαν γνωρίσει τέτοιους κήπους κατά τη διάρκεια ταξιδιών, αποστολών ή και των σπουδών τους στην Ευρώπη. Ο πιο παλιός δημόσιος κήπος στο νησί ιδρύθηκε στο Ρέθυμνο προ του έτους 1850, τότε που η περίπλοκη γεωμετρικά κάτοψή του εμφανίζεται σε σχεδιάγραμμα της πόλης του αξιωματικού G. Wilkinson. Ο κήπος αυτός θα πρέπει να εξασφάλιζε το απαραίτητο για τη λειτουργία του νερό από την σχετικά κοντινή κρήνη του βενετσιάνικου υδραγωγείου. Ο κήπος αυτός καταστράφηκε αργότερα, με την περαιτέρω επέκταση των μουσουλμανικών νεκροταφείων της πόλης.
Ο επόμενος χρονολογικά κήπος ήταν των Χανίων, το 1871, που ιδρύθηκε από τον Γενικό Διοικητή Κρήτης Ρεούφ πασά. Ήταν ο επιφανέστερος που δημιουργήθηκε ποτέ στο νησί, τόσο για τα είδη που επιλέχτηκαν για τη φύτευσή του όσο και για την κοινωνική ζωή με την οποία περιβλήθηκε (αναψυκτήριο, θερινός κινηματογράφος, συναυλίες κ.λπ.). Περισσότερα για τον Κήπο αυτό μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει στο βιβλίο μου «Δημοτικός Κήπος. Η δροσερή ανάσα των Χανίων».
Την ίδια ακριβώς περίοδο δημόσιο κήπο ίδρυσε στην πρωτεύουσα του λιβά του Λασιθίου Καινούριο Χωριό (μετέπειτα Νεάπολη) ο διοικητής του Κωστής Αδοσίδης Πασάς, ο οποίος εφοδίασε την εκεί έδρα του με πλήθος επιφανών δημόσιων κτηρίων. Ο κήπος της Νεάπολης διατηρείται σε γενικές γραμμές μέχρι σήμερα, εκτός από το περίφημο εξαγωνικό σιντριβάνι του. Υπάρχει μάλιστα η πληροφορία ότι ο πρώτος αυτός χριστιανός διοικητής μαζί με ορισμένα από τα δέντρα που είχε εισάγει, είχε μεταφέρει για εδαφοκάλυψη το φυτό ξινίδα (Oxalis pes-caprae), το οποίο σταδιακά επεκτάθηκε και κατέκλυσε την Κρήτη!
Ο επόμενος χρονολογικά κήπος ιδρύθηκε το έτος 1889 στο Ρέθυμνο, στον όροφο του παραθαλάσσιου Πύργου του Νερού (γνωστού και ως «Σου Κουλέ»). Το 1889 ο τουρκαλβανός στρατιωτικός γιατρός Περτέφ Εφέντης υπέδειξε στον Δήμο Ρεθύμνης, που είχε ιστορία μόλις δέκα χρόνων, να διαμορφώσει την οροφή του Πύργου σε δημόσιο κήπο, «για να δώσει αέρα και ήλιο στους δυστυχισμένους Ρεθεμνιώτες, που κατοικούσαν στην υγρασία και τη μούχλα των ανήλιων σπιτιών της συνοικίας».
Ένας ακόμα δημόσιος κήπος διαμορφώθηκε στο Ρέθυμνο το έτος 1894, στον χώρο του μεταγενέστερου Γυμναστηρίου και Δημοτικού Νοσοκομείου (αργότερα Σχολή Χωροφυλακής και σήμερα Σχολή Αστυνομίας). Για τη δημιουργία του πραγματοποιήθηκε έρανος και στην έκτασή του, που πλησίαζε τα είκοσι στρέμματα, φυτεύτηκαν δέντρα και κατασκευάστηκαν κρήνες, ενώ πρωτοποριακή για την εποχή ήταν η περίφραξή του με συρματόπλεγμα, για την αποφυγή των ζημιών από ζώα. Ο τρίτος αυτός Κήπος καταστράφηκε κατά την επανάσταση του 1897. Υπολείμματά του διατηρήθηκαν και μετά την κατασκευή του Γυμναστηρίου, και μέχρι πρόσφατα, στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου.
Ο Κήπος του Σου Κουλέ είχε εν τω μεταξύ περιέλθει σε κακή κατάσταση, ως αποτέλεσμα τόσο της αλμύρας της θάλασσας, που την εποχή εκείνη εκτονωνόταν στη βάση του Πύργου, όσο και των επαναστατικών γεγονότων που δεν άφηναν περιθώρια «αισθητικών» ευαισθησιών. Το 1898 ο Κήπος ανακατασκευάστηκε με διαταγή του διοικητή των Ρωσικών Δυνάμεων κατοχής του Ρεθύμνου και με επίβλεψη του μηχανικού Μιχαήλ Σαββάκη. Φυτεύτηκαν δέντρα και έρποντα φυτά και κατασκευάστηκε ένα αναβρυτήριο. Ο Κήπος αυτός ονομάστηκε επίσημα «Δημοτικός Κήπος Ρεθύμνης». Το επόμενο έτος ο Ύπατος Αρμοστής Κρήτης Πρίγκιπας Γεώργιος τον επισκέφθηκε και φύτεψε συμβολικά έναν φοίνικα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι από τον χαρακτηρισμό του ως «ωραίος κήπος» (=γκιουλ μπαξές) πήρε το όνομα (Γ)Κιου-λούμπασης η ευρύτερη περιοχή.
Ένας άλλος δημόσιος κήπος διαμορφώθηκε μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, από τον τότε δήμαρχο Χουσνί Βακογλάκη, στην πλατεία του Διοικητηρίου (αργότερα Νομαρχίας). Μερικές από τις υπάρχουσες φωτογραφίες καθιστούν αγνώριστη την περιοχή του, με τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα της πρόσφατης «βιοκλιματικής» ανάπλασης, κατά την οποία δεν προστέθηκε ούτε ένα δέντρο, αντίθετα με τα δάση των κολωνακιών που την κατέκλυσαν. Δυστυχώς, υποσκάφτηκαν οι ρίζες των ελάχιστων δέντρων που έχουν απομείνει, με κίνδυνο μια δυνατή νοτιά, που δεν λείπει από την πόλη μας, να τα ξεριζώσει. Το ίδιο και περισσότερο «βιοκλιματική» θα πρέπει να ήταν η ανακατασκευή της πλατείας το 1962 από τον τότε δήμαρχο Στυλιανό Ψυχουντάκη, οπότε είχε κοπεί η συντριπτική πλειοψηφία των δέντρων (πεύκων στην πλειοψηφία τους), που συγκροτούσαν τον τέταρτο (ή πέμπτο, αν υπολογίσουμε την ανακατασκευή του Κήπου του Λιμανιού) δημόσιο Κήπο του Ρεθύμνου.
Προκύπτει το ερώτημα από πού εμπνέονταν αυτοί οι φωτισμένοι «δυνάστες», ο Ρεούφ Πασάς για τα Χανιά, ο Κωστής Αδοσίδης για το Λασίθι αλλά και ο Θεόδωρος ντε Χιοστάκ και ο εκλεγμένος δήμαρχος του Ρεθύμνου Χουσνί μπέης Βακογλάκης και πώς γίνεται να έβλεπαν τόσο μπροστά στην εποχή τους; Σε ό,τι αφορά τον Ρεούφ πασά το έχω απαντήσει ήδη στο βιβλίο για τον Κήπο των Χανίων. Για τον χριστιανό πασά Κωστή Αδοσίδη υπάρχουν μονογραφίες, ειδικά σε ό,τι αφορά την προσφορά του στο διαμέρισμα Λασιθίου. Για τον Θεόδωρο Ντε Χιοστάκ απαντά η ευρωπαϊκή του παιδεία. Όσο για τον δικό μας δήμαρχο, που δημιούργησε τον Κήπο μπροστά στο Διοικητήριο, αυτός αποτελούσε μια επίσης φωτισμένη προσωπικότητα, που διοίκησε το Ρέθυμνο από το 1911 μέχρι το 1919, οπότε εκδιώχτηκε από το αιρετό αξίωμά του (με τρόπο που θα εξηγήσουμε με μια άλλη αφορμή). Ο Βακόγλου (στη φωτογραφία με τα παιδιά του), όπως τον αναφέρει ο ποιητής Γ. Καλομενόπουλος, συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις πρωτοποριακές προσπάθειες της πόλης (Γυμναστικό Σύλλογο κ.α.), σε όσες τουλάχιστον δεν υπέκρυπταν ελληνικό αλυτρωτισμό.
Όσο και αν σήμερα μας φαίνεται περίεργο, επί των δημαρχιακών θητειών του είχε δρομολογηθεί η μεταφορά των μουσουλμανικών νεκροταφείων της πόλης, σε οικόπεδο που απαλλοτριώθηκε στη σημερινή οδό Θεοτοκοπούλου. Όπως το έχει ήδη εντοπίσει ο δικηγόρος και συγγραφέας Χάρης Παπαδάκης, λίγο πριν την έκπτωσή του, ήδη από τον Απρίλιο του 1919 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου είχε αγοραστεί στην σημερινή οδό Θεοτοκοπούλου ένα οικόπεδο 5,5 στρεμμάτων, προκειμένου να μεταφερθούν εκεί και τα δύο νεκροταφεία, μουσουλμανικό και χριστιανικό. Κανένα από τα δύο δεν φαίνεται να μετεγκαταστάθηκε, αφού οι Τουρκορεθύμνιοι ανταλλάχτηκαν μέσα σε λιγότερα από πέντε χρόνια, ενώ η Μεσαμπελίτισσα αρκούσε, απ’ ότι αποδείχτηκε, για κάμποσες ακόμα δεκαετίες για τη δημιουργία της τελευταίας κατοικίας των χριστιανών της πόλης. Μοναδική ένδειξη της πρόθεσης εκείνης υπήρξε το τοπωνύμιο «Μεζάρια», στην περιοχή, το οποίο είχαμε επισημάνει το έτος 2014 στο βιβλίο για τα μνημειακά κενά του Ρεθύμνου.
Ας δούμε όμως ποια ακριβώς έκταση καταλάμβαναν τα αντίστοιχα πραγματικά μεζάρια στα νότια του Ρεθύμνου. Έξω από τα τείχη, που μπορούμε να τα φανταστούμε στις νότιες παρειές των οδών Δημακοπούλου και Γερακάρη, απλωνόταν η τάφρος, που με τα χρόνια είχε επιχωματωθεί και αποκτήσει το τοπωνύμιο «Σεπέρια», αντίστοιχο με εκείνο των Περβολιανών αμμόλοφων. Αμέσως μετά απλώνονταν τα νεκροταφεία, με νότιο όριο τις σημερινές οδούς Κουμουνδούρου και Μοάτσου. Ανατολικά και δυτικά περικλείονταν από τον χείμαρρο Καμαράκι και τη σημερινή οδό Ηλιακάκη. Στην πραγματικότητα το σχήμα τους δεν ήταν ορθογώνιο, όπως φαίνεται άλλωστε και στο παραπάνω παρατιθέμενο σχέδιο του G. Wilkinson, αλλά σχημάτιζε ένα ς τελικό. Η μεγάλη τους έκταση, όπως άλλωστε και σε κάθε πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αιτιολογούνταν από το γεγονός ότι το Ισλάμ δεν επιτρέπει την ανακομιδή και την ταφή στον ίδιο χώρο περισσότερων από ένα νεκρών.
Η υπόθεση της μεταφοράς των Μεζαριών φαίνεται ότι ατόνησε επί των σύντομων -λόγω των πολιτικοστρατιωτικών καταστάσεων- δημαρχιών Μιχαήλ Παπαδάκη και Παντελή Πετυχάκη, μέχρι που μπήκε σε εφαρμογή από τον Μενέλαο Παπαδάκη (γιο του Μιχαήλ), με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924-25. Ο Μενέλαος Παπαδάκης ήταν δικηγόρος βενιζελικών πεποιθήσεων (είχε πάρει μέρος και στο κίνημα του Θερίσου) και ορίστηκε δήμαρχος τον Δεκέμβριο του 1922, μετά την μικρασιατική καταστροφή και την επικράτηση της επανάστασης Πλαστήρα. Δημάρχευσε μέχρι το 1925, που παρέδωσε τα ηνία στον πρώτο -μετά τον Βακογλάκη- εκλεγμένο Δήμαρχο, Τίτο Πετυχάκη. Να σημειώσουμε ότι ανέλαβε επιτυχώς, από κοινού με το Λύκειο των Ελληνίδων, τον Σύλλογο Κυριών Ρεθύμνης και τα Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών (American Women Hospitals), το βάρος της περίθαλψης 4.200 προσφύγων και τα κατάφερε καλά. Στη γνωστή φωτογραφία που παραθέτουμε φαίνεται να απονέμει το κλειδί της πόλης του Ρεθύμνου στην πρόεδρο της οργάνωσης αυτής Εσθήρ Λαβζόε.
Θα κλείσουμε σήμερα το πρώτο μέρος της περιήγησής μας στον πέμπτο κατά σειρά δημόσιο Κήπο του Ρεθύμνου με τη φωτογραφία μιας μεζαρόπλακας που, ριγμένη σε μια γωνιά του Κήπου, υπενθυμίζει το παρελθόν του, και με ένα σχετικό λογοτεχνικό απόσπασμα του Παντελή Πρεβελάκη, από το Χρονικό μιας Πολιτείας. Η μυθιστορία αυτή περιέχει, μεταξύ άλλων, την καλύτερη περιγραφή που διαθέτουμε για τον Δημοτικό Κήπο, δέκα μόλις χρόνια από το ξεκίνημα της φύτευσής του.
«…Τούτη η γλυκιά μεταμόρφωση που κάνει μέλι το κουφάρι στη χνουδωτή κοιλιά της μέλισσας, παρακίνησε ένα μερακλή δήμαρχο να φτιάξει ένα δημόσιο περιβόλι από τα κοιμητήρια των Τούρκων, όταν τούτοι έφυγαν από το Ρέθεμνος. Έριξε κάτω τα τουρκομνήματα, πήρε τα μάρμαρα, ζευγάρισε τη γης με τους νεκρούς. Τα κόκαλα ήρθανε πάνω, τάσπρισαν οι βροχές, ο κηπάρης γύρισε να ξανακυλήσει το χωράφι. Ρίξανε σπόρους, φύτεψαν καταβολάδες, συγύρισαν φυταλιές, ξελακκούδισαν τα πεύκα και τις κουκουναριές πούχανε βρει από τους Τούρκους. Να μην τα πολυλογώ, σ’ ένα-δυο χρόνια το κοιμητήρι είχε γίνει περβόλι, η κάθε ρίζα βρήκε απόνα καύκαλο να βυζάξει, τα δέντρα μεγάλωσαν, πέταξαν μάτια και ανθούς, φύλλωσαν και φουρφούρισαν στον άνεμο…».
«…Τα πουλιά το άκουσαν, τρέξαν να κάμουν κατοχή, διάλεξαν τα κελαδιστήρια τους, στρώθηκαν στο τραγούδι. Είχε εδώ για λόγου τους κληματαριές, περιπλοκάδες, ροδοδάφνες, μερόκεδρα, μοσκοκυπάρισσα, λεμονόδεντρα, μυγδαλιές κι ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Καμιά προτίμηση δεν έδιωξε κανένα δέντρο ή κανένα λουλούδι. Ακόμα και το φύτεμά τους είχε γενεί στην τύχη, έβλεπες να πούμε την πασκαλιά στο πλάι της ελιάς και της λεύκας, όλα είχαν αναστηθεί για ναναστηθούν, και τίποτ’ άλλο. Από τούτο ξεθαρρεύτηκαν τα πουλιά, πίστεψαν πως το περιβόλι φυτεύτηκε για χάρη τους κι ήρθαν κι αυτά στα κουτουρού να βγάλουν το λαιμό τους… Άκουες ότι ήθελες μες στο κελάδι τους· να γίνουνται οι λαχτάρες σου, να το λεν οι χαρές και οι καημοί σου. Ό,τι νάβανες πάνω στο κελάδι, αυτό μεταμόρφωνε, το λάλημα παρηγορούσε την ψυχή – φτάνει να βρισκόταν ψυχή να το ακούσει. Οι φράχτες του Παράδεισου είχανε ξάφνου γκρεμιστεί και ξεχύθηκαν οι ευωδιές και τα τραγούδια του. Οι νεκροί ξεχάστηκαν από τον ένα χρόνο στον άλλο, τα κόκαλα γίνανε φύλλα κι ανθός κι ακροκλωνάρια, κι απάνω κει πιάστηκαν τα πετούμενα και κάμαν λαλούμενα τα δέντρα. Νίκησε η ζωή το θάνατο, ασημοκάπνισε το φεγγάρι τη μαυρίλα της νύχτας, γέμισαν κελαδισμό οι στράτες τουρανού…».
* O Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ιστορικός ερευνητής-συγγραφέας
strharis@yahoo.gr, 2831055031