-«Άγει δε προς φως την αλήθεια χρόνος» (Μένανδρος). Την πολυσήμαντη ρήση του σοφού θυμήθηκα σήμερα. Και γιατί παρακαλώ; Γιατί πιστεύω πως την αλήθεια μας την κρύβουν. Ο χρόνος όμως – λέει ο Μένανδρος – θα φέρει κάποτε την αλήθεια στο φως, όσο κι αν προσπαθούν να τη συσκοτίσουν.
Η Βασιλική με κοίταζε τόσο διαπεραστικά ώσπου ένιωσα το βλέμμα της να τρυπά τις κόρες των ματιών μου.
– Πιστεύεις πως θα τη μάθομε ποτέ την αλήθεια; Πιστεύεις πως θα ξανάρθει κάποτε κάποιου είδους Άνοιξη σ’ αυτή τη χώρα; Υπάρχει ελπίδα;
Η Βασιλική με έβαζε απότομα στα βαθιά. Ήθελε, να μάθει την αλήθεια για… όλα, πράγμα αδύνατο βέβαια για όσους ζουν μέσα σε τούτη τη δύσμοιρη χώρα.
Άφησα την εφημερίδα να μου πέσει από τα χέρια. Με την κούραση που φέρνουν τα χρόνια, με πόνους στη μέση και με πόδια τρεμάμενα από τα αρθριτικά, ο άνθρωπος δεν έχει το κουράγιο να πετάγεται εξοργισμένος από την καρέκλα του κάθε φορά που διαβάζει ή ακούει σημεία και τέρατα, είτε ακόμη και μια ψευτιά ολοφάνερη που του σερβίρουν.
Ήμουν ταραγμένος και φαινόταν. Ήμουν κατσουφιασμένος και δεν μπορούσα να το κρύψω. Έβλεπα τον κόσμο μαύρο, και γύρω απ’ το μαύρο του κόσμου έβλεπα ένα ακόμη πιο μαύρο κενό. Οι εικόνες της Ελλάδας που χρόνια τώρα έκλεινα μέσα μου, είχαν όλες τώρα γύρω τους μια μαύρη κορνίζα.
Οι Έλληνες, κάπου μέσα στην κορνίζα με σκυμμένα κεφάλια. Πόσο μισώ αυτά τα σκυμμένα κεφάλια, θεέ μου!
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Θωμάς. Αυτός μας έλειπε τώρα για να συμπληρωθεί το σκηνικό της κατήφειας.
-Συμβαίνει κάτι τρομερό και πρωτάκουστο: Πλήττεται βάναυσα η ίδια η πίστη στην αριστερή ιδεολογία. Όλα τα βλέπεις να γυρίζουν ανάποδα, λέξεις χάνουν το νόημα, ιδέες και φράσεις που κάποτε έσπαζαν κόκκαλα, δεν σημαίνουν πια τίποτα.
-Για στάσου εσύ. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
-Ό,τι θες Θωμά μου.
– Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Θέλω την αλήθεια!
-Τα πράματα είναι χάλια Θωμά, του αποκρίνομαι, όμως φαντάζομαι πως θα φτιάξουν. Κουτσά – στραβά θα περάσει κι αυτό.
-Πώς θα φτιάξουν ρε φίλε; Ποιος θα τα φτιάξει; Άντε παράτα με κι εσύ, μέρες που είναι!
-Και τι να κάνουμε ρε Θωμά; Να αρχίσομε να κλαίμε τη μοίρα μας; Καλύτερα ας φτιάξουμε έναν κόσμο χρωματιστό, αισιόδοξο, φανταστικό για τον κυρ-Γιώργη, τον κυρ-Φώτη, τον κυρ-Λευτέρη. Μια φυσιολογική ζωή δεν έχει να κάνει μόνο με τα εξωτερικά ερεθίσματα: ο άνθρωπος μπορεί να αντλεί από μέσα του, σαν από ένα πηγάδι, την ευτυχία του. Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για να μπορέσομε να επιβιώσομε!
-«Αισιόδοξοι;» μου αντιλέγει κοιτάζοντάς με σαν να έβλεπε έναν τρελό.
-Και τι είναι η αισιοδοξία φιλαράκο; Μήπως την πουλάνε κάπου, να πάμε κι εμείς ν’ αγοράσομε; Θέλω την αλήθεια, μπήκε στη μέση απαιτητικά η Βασιλική.
Χαμογέλασα αμήχανα. Ο ύπνος μου τελευταία, είναι γεμάτος εφιαλτικά όνειρα. Ονειρευόμουν χθες πως κρατούσα στα χέρια μου μια βαλίτσα γεμάτη ελπίδες ψεύτικες. Την κουβαλούσα σε διαδρόμους και σε δωμάτια, ώσπου ξαφνικά κατάλαβα τι έκανα. Παρατώ τη βαλίτσα κι αρχίζω να τρέχω αλαφιασμένος. Έτρεχα σαν τρελός, ενώ οι άνθρωποι με κοιτούσαν έκπληκτοι.
-Εσύ που ξέρεις από ψυχολογία, τι άραγε να σημαίνει αυτό το όνειρο, ρώτησα τη Βασιλική.
Εκείνη με κοίταξε με κατανόηση.
-Είσαι κουρασμένος… το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγη ξεκούραση, είπε η Βασιλική στοργικά.
Κοιτάζοντας από το μπαλκόνι, είδα απ’ έξω να περνά ο γέρο Χειμώνας, με την χοντρή κάπα του. Κρατούσε απ’ το χεράκι της (το ξυλιασμένο) την Πείνα, ενώ ο βοριάς φυσούσε ασταμάτητα και το χιονόνερο, ασταμάτητα κι εκείνο, συνέχιζε να πέφτει παντού.
*O Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός