Του ΕΥΤΥΧΗ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗ
Το 1940, στα τριάντα τρία του, επιστρατεύεται για τον πόλεμο στην Αλβανία, αφήνοντας τρεις γιους και κοπελιά την 27χρονη γυναίκα του, ο Καλογεράκης Στελιανός (Κατσαντωνιά), από τον Άι-Γιάννη Αμαρίου, όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του.
Συμμετείχε σε μάχες και στον όλεθρο του πολέμου. Έζησε με αντρειωμένους, που δεν λογάριαζαν τη ζωή τους και συνειδητά ριψοκινδύνευαν προκαλώντας με την τόλμη τους τον ίδιο το θάνατο.
Είδε το λοχαγό του Σγουρό να βγαίνει από το χαράκωμα μέσα στο θανατηφόρο κροτάλισμα των πολυβόλων του εχθρού και να στέκεται όρθιος.
– Μπες μέσα λοχαγέ γιατί καμιά ώρα θα σε σέρνω από τη ποδάρα σου σε κανένα λάκκο και είσαι και βαρύς και δε θα σέρνεσαι, του φώναζε.
– Μωρέ Καλόγερε η σφαίρα όταν βγαίνει από το εργοστάσιο γράφει πάνω για ποιον είναι και άμα γράφει το όνομα σου ότι και να κάνεις δε γλιτώνεις θα σε βρει όπου και να ‘σαι.
– Πρόσεχε εσύ και ας γράφει αυτή ότι θέλει.
«Σε μια μάχη ήμουν πεσμένος πίσω από ένα χαράκι. Οι Ιταλοί με είχαν επισημάνει και δεν με άφηναν να κουνηθώ καθόλου. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή πάνω στο χαράκι και δίπλα μου. Σε λίγο βρίσκω ευκαιρία και μ’ ένα σάλτο πέφτω στο χαράκωμα και γλίτωσα».
Άλλοτε κομματιάστηκαν οι συστρατιώτες μου από εχθρική βόμβα από το χαράκωμα που πριν λίγο είχα απομακρυνθεί.
Τότε σκοτώθηκαν ο Κουτελιδάκης από το Γερακάρη και ο Γενεράλης. Η φρίκη του πολέμου σ’ όλο της το μεγαλείο.
Μια μέρα ξαφνικά χωρίς να το αντιληφθούν, πρόβαλαν οι Ιταλοί στα εκατό μέτρα μπροστά. Βάρα Καλόγερε φωνάζει ο λοχαγός. Σφίγγει το οπλοπολυβόλο Bren (Mπρεν) και αρχίζει να ξερνά φωτιά και θάνατο. Άναψαν τα αίματά του, ξανάρθαν τα νιάτα του, αναστήθηκαν μέσα του όλοι οι πρόγονοί του, που πολέμησαν την Τουρκιά και σκοτώθηκαν. Στα μπράτσα του, στα πόδια του, στην ψυχή του, μια παμπάλαιη δύναμη τρομερή και ακατάλυτη.
Το αετίσιο μάτι του παγάνιζε τους Ιταλούς. Και κάθε που έβλεπε ένα κεφάλι να σηκώνεται του ‘ριχνε κατά κούτελα. Κακή δουλειά ‘ναι αυτή να σκοτώνεις ανθρώπους ας είναι και οι εχθροί σου συλλογίζονταν. Μα δε φταίμε εμείς τη λευτεριά μας θέμε.
«Άλλη φορά βλέπουμε στην απέναντι πλαγιά τους Ιταλούς να ανεβαίνουν. Σημαδεύω και ρίχνω ριπές, πέφτουν μερικοί. Ένας με γρήγορο ζάλο συνέχιζε. Σφίγγω δυνατά πάνω μου το Μπρεν για να σταθεροποιηθεί καλύτερα και στοχεύω σταθερά. Ρίχνω τη ριπή και τον βλέπω να πέφτει κάτω, χωρίς να σηκώνεται πάλι. Ο Θεός να συγχωρέσει και αυτόν τον κακομοίρη και μένα είπα μέσα μου, σήμερα αυτός αύριο εγώ.
Δίπλα μου πολεμούσε τραυματισμένος ο Μανώλης. Δεμένο ήταν το κεφάλι του, χάρβαλο από τα τραύματα, οι πληγές δεν πραγάλιαζαν μήτε και σταματούσαν τα αίματα και αυτός συνέχιζε να πολεμά». Αθάνατη ράτσα, ηρωική, στο DNΑ σου φέρνεις την αγωνιστικότητα, αιώνες τώρα, η ίδια πάντα.
Μερικοί σκότωναν Ιταλούς αιχμαλώτους, παρά τις διαταγές. Είδα κοντοχωριανό μου να σκοτώνει τραυματισμένο Ιταλό που είχε σηκώσει τα χέρια του ψηλά και παραδιδόταν.
Ο λοχαγός τον κατσαδιάζει.
Το ήξεραν αυτό οι Ιταλοί και δεν παραδιδόταν, αλλιώς θα λιποταχτούσαν πολλοί.
Θυμούμαι τη περίφημη εαρινή επίθεση του Μουσουλίνη που έγινε χαλασμός από τους βομβαρδισμούς, και σκεφτόσουν το τέλος του κόσμου γίνεται.
Δύσκολες ώρες που ο άνθρωπος χρειάζεται πίστη, δύναμη, περηφάνια, για να μη ξεπέσει. Στο χαλασμό της μάχης άκουγα πολλές φορές τους στρατιώτες να επικαλούνται και να ζητούν τη βοήθεια ο καθένας του Αγίου του χωριού του. Άκουσα άλλους να λένε πως είδαν την Παναγία με μαύρα, σα καλόγρια ντυμένη.
Αλήθεια από πού η τόση αντρειοσύνη και χαρά μπρος το θάνατο που έζησαν εκεί στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας;
Είχαν φιλιώσει ο χάρος και η ψυχή και έπαιζαν μαζί σαν μικρά κοπέλια».