Σε μεγάλη αναστάτωση βρισκόταν το Ρέθυμνο στα μέσα Ιουλίου 1899. Ετοιμαζόταν να αποχαιρετήσει τον συνταγματάρχη Θεόδωρο Ντεχιόστακ που αποχωρούσε μετά από ευδόκιμο θητεία κι έχοντας συνδέσει το όνομά του με έργα ευποιίας στο τόπο μας.
Είναι γεγονός ότι το Ρέθυμνο γνώρισε σημαντική οικονομική άνθιση και ευεξία, που οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός της παρουσίας, εδώ, στην Κρήτη των Μεγάλων. Στην πόλη μας ειδικότερα δυόμιση χιλιάδες ομόδοξοι Ρώσοι, ορίστηκαν ως εγγυήτρια δύναμη για την τήρηση της τάξης με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θεόδωρο ντε Χιοστάκ, άνδρα ικανό και φιλέλληνα.
Όπως βεβαιώνει ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το κεφάλαιο αυτό της τοπικής ιστορίας δεν έχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεία γι’ αυτόν. Κάποια δημοσιεύματα και προφορικές μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν αργότερα μας πληροφορούν και για τον χαρακτήρα του.
Έφτασε αρχές Μάρτη 97
Αρχές του Μάρτη 1897 έφτασε στο Ρέθυμνο με το ρωσικό θωρηκτό Αυτοκράτωρ Νικόλαος και αποβιβάστηκε με 300 πεζοναύτες. Αποστολή του η τήρηση της τάξης αν και τυπικά εξακολουθούσε να έχει την ευθύνη ο τουρκικός στρατός. Δύσκολη αποστολή αφού τα πνεύματα ήταν οξυμένα και οι φόνοι, εμπρησμοί και καταστροφές περιουσιών ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κατάφερε πάντως ο Ρώσος συνταγματάρχης να επιβάλει την τάξη που από την άνοιξη του 1898 είχε εμπεδωθεί σε όλο το νομό.
Ο Ρώσος συνταγματάρχης από την αρχή είδε με αγάπη τον τόπο και αφιερώθηκε σε μια προσπάθεια ανάκαμψης από τη μιζέρια με έργα όπως το Τσάρειο Νοσοκομείο (εγκαίνια Μάιο 1899)και το επισκοπείο, ενώ συμμετείχε στα έξοδα ανέγερσης τού καμπαναριού τού μητροπολιτικού ναού, με την κάλυψη της δαπάνης του χυτηρίου των οκτώ κωδώνων του, από τα έσοδα του γραμματόσημου της Κατοχής, τα οποία παραχώρησε στην Ενοριακή Επιτροπεία Επισκευάστηκε επίσης, το Διοικητήριο, η γέφυρα του Πλατανιά, λιθοστρώθηκαν πολλοί δρόμοι ενώ ο Ρώσος υπολοχαγός Μ. Ρουτσόφσκι έγτειαξε τοπογραφικό της πόλης. Τότε ονοματοθετούνται και οι δρόμοι του Ρεθύμνου για πρώτη φορά. Στα ονόματα των δρόμων εμφαίνεται σαφώς η στενή συνεργασία Ρώσων και Ελλήνων, που αγνόησαν προκλητικά το τουρκικό στοιχείο της πόλης και μόνο σε ορισμένες γειτονιές διατηρήθηκαν εμφανή κάποια ονόματα τουρκικής προέλευσης. Οι κυριότεροι δρόμοι τής πόλης παίρνουν ονόματα Ρωσικών προσωπικοτήτων, όπως Τσάρου (η σημερινή Αρκαδίου), Σκρυδλώφ (η πλατεία Ηρώων), Ρώσων (η Εθνικής Αντιστάσεως) κ.λπ. Έγιναν ακόμη, αντιπλημμυρικά έργα στο Καμαράκι, απαλλοτριώθηκαν μερικά σπίτια ανατολικά της πόλεως και γκρεμίστηκε η καστρόπορτα (Άμμος Πόρτα), για να ανοιχτεί και να αναπνεύσει η πόλη προς τα Περιβόλια.
Όλα αυτά έφεραν τον τόπο μπροστά, που γνώρισε, όπως ήδη σημειώσαμε, μεγάλη πνευματική άνθιση, ακμή και οικονομική ευεξία. Οι Ρώσοι ως ομόδοξος, ως προς τη θρησκεία, λαός, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνεργάσθηκαν αρμονικά με το ντόπιο στοιχείο και, σε κάθε περίπτωση, απέφυγαν να συμπεριφερθούν βίαια, με σκληρότητα και αδιαλλαξία, ως στρατός κατοχής.
Τα έργα ευποιίας προς την πόλη τού Ρεθύμνου φαίνεται να αναγνωρίστηκαν ευρύτατα από την κοινή συνείδηση των Ρεθεμνιωτών.
Ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο συνταγματάρχης Θεόδωρος Ντεχιόστακ που αναπτύσσει στενούς δεσμούς φιλίας με τους τοπικούς παράγοντες. Και δεν διστάζει να ικανοποιεί και την παραμικρή τους επιθυμία. Γνωστή η περίπτωση που από έναν τυχαίο περίπατο κτίστηκε μια εκκλησία στον αντίποδα ενός τζαμιού.
Η εκκλησία στη Φορτέτζα
Συγκεκριμένα μια μέρα που προσφερόταν για περίπατο ο Ντεχιοστάκ ζήτησε τη συντροφιά του Επικόπου Διονυσίου που ευχαρίστως αποδέχτηκε την πρόσκληση και σε λίγο προστέθηκε στην παρέα τους και ο Πέτρος Μανουσάκης. Θα πρέπει να τους είχε περί πολλού γιατί λόγω θέσης απέφευγε να συναντιέται με τοπικούς παράγοντες. Εξαίρεση μόνο έκανε για τον υποπρόξενο Χατζηγρηγοράκη που η σχέση μαζί του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν αποφάσισαν να πάνε στο κάστρο της Φορτέτζας για να καμαρώσουν την πόλη από ψηλά.
Έτσι που περπατούσαν ρώτησε ο Ντεχιοστάκ το Διονύσιο αν θα τον ενδιέφερε να υπήρχε μια εκκλησία πάνω στο κάστρο.
Ο Διονύσιος τον κοίταξε με έντονα ερωτηματικό βλέμμα σαν να απορούσε πως μπορεί ο ξένος διοικητής να ξέρει έναν κρυφό του πόθο. Πράγματι ο Επίσκοπος το είχε καημό να λειτουργούσε σε μια εκκλησία πάνω στο κάστρο που οι Τούρκοι με σύμβολα και παρουσία τόνιζαν την παρουσία τους και την υπεροχή του κατακτητή.
Όταν κατάλαβε πως ο Ντεχιοστάκ δεν αστειευόταν τόλμησε να του ομολογήσει την επιθυμία του αυτή.
– Και ποιος μας εμποδίζει να το κάνουμε απάντησε ο διοικητής και υποσχέθηκε στο Δεσπότη κάθε υλική και ηθική στήριξη.
Μάλιστα όπως περπατούσαν, φθάνοντας κοντά σε κάτι ερείπια πρότεινε να τους παραχωρήσει εκείνο το σημείο για την ανέγερση της εκκλησίας. Καμιά αντίρρηση από Ρεθεμνιώτικης πλευράς. Κανένας όμως δεν είχε προσέξει ότι εκεί στα ερείπια υπήρχαν και τα υπολείμματα άλλης εκκλησίας που προϋπήρχε.
Σε πανηγυρικό κλίμα ξεκίνησαν οι εργασίες για το κτίσιμο της νέας εκκλησιάς. Ο καθαρισμός των ερειπίων έφερε στο φως κι ένα στοιχείο έκπληξη για τους Ρεθεμνιώτες. Αποκαλύφθηκε μια κόγχη που δεν άφηνε πια καμιά αμφιβολία στον Διονύσιο ότι στο σημείο εκείνο υπήρχε άλλη εκκλησία.
Η απρόσκοπτη ροή χρηματοδότησης από την τσέπη του Θεόδωρου Ντεχιόστακ και το φιλότιμο των εργατών συνετέλεσαν στην γρήγορη ανοικοδόμηση και η εκκλησία σε σύντομο χρονικό διάστημα ήταν έτοιμη για θυρανοίξια. Έμενε μόνο να βρεθεί το όνομα του Αγίου στον οποίο θα την αφιέρωναν.
Ο Διονύσιος δεν σκέφτηκε για πολύ. Το σωστό και το δίκαιο θα ήταν να αφιερωθεί στον Άγιο που έφερε το όνομά του ο Ντεχιοστάκ Θεόδωρος βέβαια αλλά ποιος απ’ όλους; Ο Στρατηλάτης, ο Τύρωνος, ο Τριχινάς, ο Στουδίτης, ο Θεόδωρος του Γραπτού, ο Θεόδωρος εκ των 42 μαρτύρων, ο Θεόδωρος του Συκεώτου ή ο Θεόδωρος ο ηγιασμένος;
Σοφά ποιώντας σκέφτηκε να ρωτήσει τον Ντεχιοστάκ πότε εορτάζει κι εκείνος του απάντησε στις 20 Απριλίου. Επομένως δεν υπήρχε κανένας λόγος να ψάχνουν περισσότερο. Η εκκλησία θα αφιερωνόταν στον Όσιο Θεόδωρο τον Τριχινά.
Αυτό που ενδιέφερε επίσης τον συνταγματάρχη ήταν η ποιότητα ζωής των κατοίκων. Από την πρώτη μέρα της Ρωσικής κατοχής ή εποπτείας αν προτιμάτε, λύθηκε το πρόβλημα φαγητού για πολλούς δυστυχισμένους κυρίως μικρά παιδιά. Γιατί από τις καζάνες που σιτίζονταν οι στρατιώτες υπήρχε μερίδιο και για τους ντόπιους.
Περίμεναν λοιπόν υπομονετικά με τις καραβάνες τους κι επιτέλους έτρωγαν φαγητό της προκοπής αφού δεν έλειπε το βοδινό κρέας αλλά και το χάσικο ψωμί.
Η είδηση της αναχώρησής του τον Ιούλιο του 1899 προκάλεσε έντονη λύπη στην τοπική κοινωνία.
Με πηχιαίους τίτλους η εφημερίδα ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ αναφέρεται στην προσωπικότητα και τη δράση του. Τον χαρακτηρίζει ευεργέτη. Παραμονές της αναχώρησης πραγματοποιούνται αποχαιρετιστήρια γεύματα και δείπνα που συνοδεύονται από θερμές προπόσεις των τοπικών αρχών. Δεν δείχνει λιγότερο συγκινημένος ο Ντεχιόστακ που απαντά στις φιλοφρονήσεις των επίσημων συνδαιτυμόνων του.
Αναχώρησε από το Ρέθυμνο για την Οδησσό το πρωί της 19ης Ιουλίου 1899 με το ατμόπλοιο Αζώφ συνοδευόμενος από πολλές συγκινητικές εκδηλώσεις των Ρεθεμνιωτών.
Όπως μας ενημερώνει η σχετική έρευνα του κ. Γιάννη Παπιομύτογλου μετά την αναχώρησή του διατηρεί αλληλογραφία με τον Υποπρόξενο Γεώργιο Χατζηγρηγοράκη. Σώζονται δέκα από αυτές τις επιστολές στη Δημόσια Βιβλιοθήκη από τις οποίες τρεις είναι του Θεόδωρου Ντεχιόστακ. Οι δυο άνδρες διατήρησαν την επαφή τους για μια δεκαετία και πλέον, αρχικά με επιστολές και στη συνέχεια με ανταλλαγή ευχετηρίων τηλεγραφημάτων. Ο Χιόστακ γράφει στα Γαλλικά αλλά ο Χατζηγρηγοράκης απαντά στα ελληνικά ίσως γιατί δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στα Γαλλικά του. Γεγονός είναι ότι από τις επιστολές αυτές φωτίζονται μερικές ακόμα σελίδες της τοπικής ιστορίας και οφείλουμε χάρη στον κ. Παπιομύτογλου που τις έχει διασώσει και είναι στη διάθεση κάθε ερευνητή πιστεύουμε που θα τις αναζητήσει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη.
Η πρώτη επιστολή του Χατζηγρηγοράκη τρεις μήνες μετά την αναχώρηση του Ντεχιόστακ αποτελεί κι έναν ύμνο στο πρόσωπο του Ρώσου συνταγματάρχη. Τον προσφωνεί «Αγαπητέ μου Ευεργέτα και φίλε…» και του περιγράφει τα αισθήματα όλων των Ρεθεμνιωτών με αφορμή και την επέτειο από την ανάληψη της διοίκησης του νομού.
«Γιατί όπου και αν στρέψουν το βλέμμα τα πάντα τους θυμίζουν τον Θεόδωρο δε Χιόστακ», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Ἐν ταῖς οἰκίαις τάς ὁποίας διέσωσας τοῦ ἐμπρησμοῦ καί ἀόκνως ἐργασθείς ηὐπρέπισας διά τῆς τομῆς τῶν περιττῶν. Ἐν ταῖς ὁδοῖς τάς ὁποίας ἐκάλυνας καί διήυρυνας. Ἐν ταῖς νέαις ρυμοτομαῖς ἅς ἐποίησας, ἐν ταῖς πλατείαις, τοῖς κήποις, τοῖς σχολείοις καί ταῖς ἐκκλησίαις. Καί εἰς ἡμᾶς αὐτούς οἵτινες διεσώθημεν τῆς σφαγὴς καί συνετηρήθημεν καί ὑπάρχομεν ἐξ’ αἰτίας τῆς φρονήσεως καί προστασίας σου· ἐν τῶ Διοικητηρίω, τῆ Ἀκροπόλει, καί ἐν τῆ ὑπαλληλία καί τῆ χωροφυλακῆ, ἅς κατά πρῶτον ἔπηξας καί διηύθυνας· εἰς πάντα ὡς βλέπετε καί ὡς θά ἐνθυμεῖσθε, εἶναι ὁ Χιόστακ ὁ δράσας…».
Τέλος του ζητά να μάθει νέα του και κλείνει την επίστολή ως εξής:
«Ταῦτα καί σᾶς ἀσπάζομαι περιπαθῶς ὡς καί τά φίλτατα Ἰούλαν, Νάταν καί Μεγκούσαν[4].
Ὅλως ὑμέτερος φίλος, θεράπων καί θαυμαστής σου
Γ. Ι. Χατζηγρηγοράκης».
Και η δεύτερη επιστολή είναι του Χατζηγρηγοράκη και έχει ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1899. Του γράφει ότι πληροφορήθηκε την προαγωγή του σε στρατηγό, του εκφράζει τα συγχαρητήριά του και του μεταφέρει τη χαρά του Ρεθυμνιώτικου λαού στο άκουσμα της προαγωγής αυτής. Το πληροφορεί ότι του έστειλε και άλλη επιστολή από 23 Οκτωβρίου, την οποία δεν γνωρίζει αν έλαβε.
Η τρίτη επιστολή είναι του Χιοστάκ με ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου 1899. Αναγγέλλει την προαγωγή του σε στρατηγό, πράγμα που όπως είδαμε ο Χατζηγρηγοράκης ήδη γνωρίζει. Τον ενημερώνει ότι του προτάθηκε να μετατεθεί στην Αθήνα, αλλά αυτός αρνήθηκε επειδή δεν ήθελε να είναι μάρτυρας της επερχόμενης ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ενδεχόμενο που, όπως γράφει, «μας βρίσκει και τους δύο αντιθέτους». Από εδώ προκύπτει ότι τόσο ο Χιόστακ όσο και ο Χατζηγρηγοράκης είναι αντίθετοι στην Ένωση, γεγονός απολύτως φυσικό αφού αυτή ήταν και η επίσημη θέση της Ρωσίας, της οποίας ο ένας είναι ανώτερος αξιωματικός και ο άλλος διπλωματικός υπάλληλος.
Σε επόμενες επιστολές όμως θα δούμε ότι και οι δύο αλλάζουν θέση και εκφράζουν αντίθετη άποψη. Στη συνέχεια ζητάει να μάθει τα νέα του Χατζηγρηγοράκη και συγκεκριμένα πως είναι οι σχέσεις του με τον νέο Πρόξενο και αν αυτός είναι προτιμότερος από τον προηγούμενο. Επίσης ρωτά αν προτιμά τον βαρόνο Καινέ από αυτόν, αφού μαθαίνει πως ο Καινέ κατασκευάζει έναν όμορφο δρόμο από Ρέθυμνο προς Χανιά, μοιράζει πολλά χρήματα στους φτωχούς και οργανώνει χοροεσπερίδες με διαγωνισμούς ομορφιάς. Μάλιστα αστειεύεται γράφοντας πως ο Καινέ ήταν αρκετά σώφρων να περιμένει την αναχώρησή του, διαφορετικά ό Χιόστακ θα είχε κερδίσει όλα τα βραβεία με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα συμμετείχε στο διαγωνισμό ο Χατζηγρηγοράκης.
Συνεχίζει λέγοντας ότι λόγω ενός μικρού ατυχήματος στο δάχτυλο προσέλαβε γραμματέα (εννοώντας τη γυναίκα του) στην οποία υπαγορεύει το γράμμα. Επίσης αναφέρει ότι έλαβε την επιστολή του Χατζηγρηγοράκη της 23ης Οκτωβρίου, την οποία προσπαθεί να διαβάσει χωρίς μεταφραστή. Όμως έχει φτάσει μόλις στη δεύτερη γραμμή χωρίς να έχει κατανοήσει την πρώτη.
Μαζί με το γράμμα στέλνει ευχετήριες κάρτες για το νέο έτος προς όλους τους φίλους χριστιανούς και μουσουλμάνους και κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις δασκάλες των σχολείων. Κλείνει την επιστολή με τη φράση: «Σας σφίγγω το χέρι με θέρμη, ο πιστός σας φίλος Θεόδωρος δε Χιόστακ».
Στο εξής οι δύο οικογένειες περιορίζονται στην ανταλλαγή ευχετηρίων τηλεγραφημάτων κατά τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα. Από τον τόπο αποστολής των τηλεγραφημάτων παρακολουθούμε τις μετακινήσεις του στρατηγού Χιόστακ, οι οποίες λόγω της ιδιότητάς του στρατιωτικού πρέπει να ήταν συχνές. Τον Γενάρη του 1903 και του 1904 τον βρίσκουμε στην Οδησσό, όπου είναι άλλωστε και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας του. Σε τηλεγράφημα της 10ης Απριλίου 1904 ως τόπος αποστολής φέρεται το Pera. Να είναι άραγε η συνοικία Πέραν της Κωνσταντινούπολης; Πολύ πιθανόν, αφού το επόμενο τηλεγράφημα, ακριβώς ένα χρόνο μετά, στέλνεται από τη Θεσσαλονίκη, η οποία τότε ανήκε στην οθωμανική επικράτεια. Από τη Θεσσαλονίκη στέλνονται και τα τηλεγραφήματα με ευχές για το Πάσχα των ετών 1906, 1907 και 1908. Τον βρίσκουμε δηλαδή για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, πράγμα που σημαίνει ότι την θέση που αρνήθηκε το 1899 στην Αθήνα τη δέχτηκε στη Θεσσαλονίκη το 1904. Το τηλεγράφημα με ευχές για το Πάσχα του 1909 αποστέλλεται από την Οδησσό, ενώ εκείνο για το Πάσχα του 1910 στέλνεται από το Ριαζάν, μια πόλη περίπου 180 χλμ. ΝΑ της Μόσχας. Το επόμενο και τελευταίο τηλεγράφημα αποστέλλεται στις 23 Νοεμβρίου 1912 από τη σύζυγό του Ελίζα, η οποία πληροφορεί τον Χατζηγρηγοράκη και μέσω αυτού τον Ρεθεμνιώτικο λαό για τον θάνατο του στρατηγού Θεοδώρου δε Χιόστακ την 1η του Νοέμβρη του 1912. Την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 1912 τελέσθηκε το μνημόσυνό του στον μητροπολιτικό ναό του Ρεθύμνου με συμμετοχή των αρχών και πλήθος κόσμου.
Αυτός ήταν ο βίος και η πολιτεία ενός Ρώσου που έδρεψε ό,τι πρόσφερε στον ταλαιπωρημένο αυτό τόπο.