Αυτός ο άνθρωπος με το αυστηρό βλέμμα πάντα μου προκαλούσε ένα δέος.
Ενώ ήταν τόσο ευγενικός δεν ξέρω γιατί το ύφος του με τρόμαζε κάπως. Μιλούσε κοφτά, χωρίς καμιά διάθεση να λειάνει τα θέματα που είχαν αγκάθια στο βάθος τους. Περιττό να περιγράψω την περηφάνια μου όταν μου απεύθυνε το λόγο και με ενθάρρυνε να συζητήσουμε κάποιο θέμα επικαιρότητας.
Αυτός ο κύριος που με τρόμαζε κάπως, ο αγωνιστής με την τρυφερή καρδιά ήταν ο μεγάλος μας συγγραφέας Ανδρέας Νενεδάκης.
Δεν τολμώ να έχω άποψη όταν η πόλη σεμνύνεται για τους φιλολόγους της. Στα 50 σχεδόν χρόνια που είμαι στο Ρέθυμνο δεν είδα ούτε μια προσπάθεια να σταθούμε στις λογοτεχνικές αξίες μετά τον Παντελή Πρεβελάκη. Και δεν βλασφημώ, προς Θεού, αλλά κι αυτός για παράδειγμα. ο Ανδρέας Νενεδάκης δεν άξιζε κάποιες παραπάνω αναφορές στη ζωή και το έργο του;
Δεν θα ‘πρεπε να γίνεται αναφορά και στην προσφορά του πέρα από το λογοτεχνικό του έργο;
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Ανδρέας Νενεδάκης. Αυτό που τον έκανε δυσάρεστο και ίσως για τούτο απλησίαστο στους πολλούς ήταν η αδέκαστη πέννα του. Έγραφε αυτό που πίστευε. Απομυθοποιούσε καταστάσεις που συνήθιζε να προβάλει η πόλη των γραμμάτων και τεχνών.
Ίσως αυτό να μην άντεχαν οι πνευματικοί μας ταγοί και τον άφησαν στο περιθώριο.
Ο Ανδρέας Νενεδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1918 απέναντι από τα τούρκικα μεζάρια, κοντά στο ξενοδοχείο «Ο Παράδεισος».
Η οικογένειά του ήταν φύτρα αγωνιστών πάππου προς πάππου με δράση στην Κρήτη, στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Ο ίδιος έζησε το Ρέθυμνο μιας εποχής που τα τζάκια δημιουργούσαν κοινωνικές διαβαθμίσεις. Κι αυτό δεν έπαψε να τον ενοχλεί από τα παιδικά του κιόλας χρόνια.
Την περίοδο 1921-22 τα αρσενικά της οικογένειας μετακομίζουν στην Ασή Γωνιά, ακολουθώντας τον πατέρα τους που φυγάδευσε λόγω της συμμετοχής του στο κίνημα της 21ης Νοεμβρίου 1921.
Το 1923 ο Νενεδακης φοιτά στο ιδιωτικό σχολείο της Αμαλίας Μανουσάκη και από το 1925 συνεχίζει στο λεγόμενο μέχρι και σήμερα Τούρκικο σχολείο.
Η δράση του στον πόλεμο
Το 1938 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή, πολέμησε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν και το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στο κίνημα της Μέσης Ανατολής. Ως το 1952 έζησε σε κατάσταση διωγμών και φυλακίσεων. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ασχολήθηκε επαγγελματικά με διοργανώσεις εκθέσεων ζωγραφικής στη γκαλερί Κεραία, που ίδρυσε ο ίδιος και λειτούργησε ως το 1967. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας έζησε στη Γαλλία και τη Σουηδία και έγινε μέλος της Ένωσης Σουηδών Συγγραφέων. Ανέλαβε τη διοργάνωση του Εικαστικού Φεστιβάλ Κρήτης (1976-1977). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1941 με τη δημοσίευση στίχων στην εφημερίδα Νίκη, ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή άρχισε να ασχολείται με τη θεατρική γραφή. Το 1954 εξέδωσε το χρονικό Μπιρ Χακίμ και ακολούθησαν πεζογραφήματα, μελέτες και άρθρα του σε εφημερίδες και περιοδικά. Επιμελήθηκε της έκδοσης Ανθολογία του ελληνικού διηγήματος.
Αυτά είναι μερικά από τα βιογραφικά που θα δούμε στο αρχείο των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Και για τη γραφή του η ίδια πηγή επισημαίνει ότι κινείται ανάμεσα στην ποίηση, την πεζογραφία και το απομνημόνευμα και βασικό χαρακτηριστικό της είναι η δύναμη της αφήγησης, που πηγάζει από τη συναισθηματική εμπλοκή του συγγραφέα στα γεγονότα της αφήγησης και ο ιστορικός και κοινωνικός προβληματισμός. (Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ανδρέα Νενεδάκη βλ. Ζήρας Αλεξ., «Νενεδάκης Ανδρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.)
Η μυθιστορηματική πορεία του Νενεδάκη
Εμείς όμως θα προτιμήσουμε την πληρέστερη αναφορά του κ. Γιάννη Παπιομύτογλου σε δημοσίευμά του το 2006. Από εκεί αντλούμε τα παρακάτω στοιχεία.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του ο Ανδρέας έχοντας και μια αποβολή από το Γυμνάσιο για έναν μήνα το 1935, παίρνει το 1936 το πρώτο του λογοτεχνικό βραβείο σε διαγωνισμό ποίησης με θέμα το Αρκάδι. Έχει όμως και έφεση στον αθλητισμό. Έτσι το ίδιο έτος συμμετέχει στα Α Αρκάδια και καταλαμβάνει την τρίτη θέση στο αγώνισμα των 800 μέτρων.
Ακολουθεί μια διετία σκληρής βιοπάλης στην Αθήνα όπου τον βρίσκει ο πόλεμος και το 1941 αποφασίζει να φύγει για να πολεμήσει στη Μέση Ανατολή. Το καταφέρνει μέσω Τουρκίας.
Η συμμετοχή του στο κίνημα της Μέσης Ανατολής τον στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Είχε όμως χρόνια γιατί το 1946 αμνηστεύεται και επιστρέφει στην Αθήνα.
Η προσπάθειά του να επιβιώσει κάνοντας και εμπόριο δεν μπορεί να τον απομακρύνει από τις ιδεολογικές του θέσεις. Αυτό του στοιχίζει φυλακές και εξορίες στην Ικαρία, στην Μακρόνησο, στη Γιάρο, στον Άη Στράτη.
Από το 1953 ξεκινά μια νέα προσπάθεια επιβίωσης οργανώνοντας εκθέσεις ζωγραφικής στην γκαλερί «Κεραία».
Από το 1954 αρχίζει η έκδοση των βιβλίων του με πρώτο το μυθιστόρημά του «Μπίρ Χακίμ». Το 1962 γίνεται μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών από την οποία παραιτείται το 1974.
Από τις φωτεινές παρενθέσεις της περιπετειώδους ζωής του ο γάμος του με την ζωγράφο Έλλη Κομνηνού. Η επανάσταση των συνταγματαρχών τον υποχρεώνει να φύγει στο Παρίσι με πολλές προφυλάξεις, όπου περνά εξαιρετικά δύσκολες μέρες. Εκεί γεννήθηκε ο γιος του Νικόλας.
Ζει με την οικογένειά του τα συγκλονιστικά γεγονότα του Μάη του 68 και παίρνει πάλι το δρόμο της αναζήτησης με επόμενο σταθμό τη Στοκχόλμη.
Ο καημός της νοσταλγίας όμως καίει στα σπλάγχνα του και λίγο πριν πέσει η χούντα επιστρέφει στο Ρέθυμνο και καταφεύγει στο χωριό της μάνας του το Νευς Αμάρι.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αποφασίζει ένα νέο ξεκίνημα. Επιστρέφει στην Αθήνα και ασχολείται με τις εκθέσεις ζωγραφικής. Έχει άλλωστε τόσους φίλους στο χώρο των εικαστικών τεχνών. Οργανώνει εκθέσεις και γράφει. Εκδίδει ασταμάτητα.
Το έργο του «Ο Κρητικός Πόλεμος του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή» αποτελεί σταθμό στα Ελληνικά Γράμματα. Κανένας δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν είναι φιλόλογος ο συγγραφέας του βιβλίου.
Τελικά ο Νικηφόρος Βρετάκος θα προτείνει και θα επιτύχει να δοθεί στον Ανδρέα Νενεδάκη τιμητική σύνταξη το 1986.
Το 1991 ο Νενεδάκης, κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος με το βιβλίο του « Οι Βουκέφαλοι». Βραβεύεται και το 1994, με το βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκσί για το ίδιο βιβλίο.
Είναι πλούσια η πνευματική του παραγωγή. Μεταξύ των άλλων έγραψε και τα βιβλία «Ασπροι φράχτες», «Τα πορτοκάλια είναι πικρά τον Οχτώβρη», «Οι μαργαρίτες του αγίου», «Απαγορεύεται», «Ο ζωγράφος Τσίγκος στον πόλεμο και στη φυλακή», «Svart April» (Μαύρος Απρίλης, κυκλοφόρησε και στα σουηδικά) κ.ά.
Τα βιβλία του μεταφράστηκαν και σε ξένες γλώσσες, ενώ αναγνωρίζεται και από τους μεγάλους λογοτεχνικούς κύκλους χωρίς να έχει την ανάλογη αναγνώριση στον τόπο του.
Πέθανε το 2006 στην Αθήνα.
Έγραψε με αφορμή το θλιβερό άκουσμα ο εκλεκτός μας λόγιος κ. Γιάννης Παπιομύτογλου, μεταξύ άλλων, σε μια εξαιρετική νεκρολογία με αναφορά και στους σημαντικούς σταθμούς της ζωής του συγγραφέα.
«Την Τετάρτη το πρωί έφυγε από τη ζωή ο Ρεθεμνιώτης λογοτέχνης Ανδρέας Νενεδάκης σε ηλικία 87 ετών. Αντιστάθηκε μέχρι τέλους στα αλλεπάλληλα χτυπήματα κατά της υγείας του με το ίδιο σθένος και την ίδια μαχητικότητα που τον χαρακτήριζε σε όλη του τη ζωή. Μια ζωή γεμάτη διώξεις και ταλαιπωρίες, οι οποίες όμως δεν στάθηκαν ικανές να κάμψουν το ηθικό του και να τον κάνουν να συμβιβαστεί. Γνώρισε όλα τα ξερονήσια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές της μεταπολεμικής περιόδου. Γνώρισε τη σκληρότητα και την ανέχεια της ξενιτιάς κατά την αυτοεξορία.
Ως λογοτέχνης ο Ανδρέας Νενεδάκης δεν είναι τυχαίος. Με 27 βιβλία και ένα κρατικό βραβείο μυθιστορήματος στο ενεργητικό του δικαιολογημένα μπορούμε να τον κατατάξουμε στην πρώτη γραμμή των σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών. Ως Ρεθεμνιώτες μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τη Ρεθεμνιώτικη καταγωγή.
Όμως το Ρέθυμνο δεν του οφείλει χάριτες μόνο για το συγγραφικό του έργο. Σ’ αυτόν οφείλει και τον περίφημο αναγεννησιακό πίνακα της πόλης του Ρεθύμνου, τον οποίο όχι μόνο ανακάλυψε στο Λονδίνο, αλλά και φρόντισε να αγοραστεί και να έρθει στην πόλη μας. Έτσι το Ρέθυμνο απόκτησε μια πιστή ζωγραφική απεικόνιση των αρχών του 17ου αιώνα, πράγμα που καμιά άλλη ελληνική πόλη δεν διαθέτει. Επίσης του οφείλει το μεγάλο εικαστικό γεγονός των ετών 1976 και 1977 κατά το οποίο έφερε στο Ρέθυμνο όλους τους μεγάλους Έλληνες ζωγράφους της εποχής»
Καμιά αναγνώριση
Μπορεί το καλλιτεχνικό αυτό γεγονός να έφερε το Ρέθυμνο στο προσκήνιο, και να ήταν θέμα συζήτησης σε όλους τους εικαστικούς κύκλους αλλά οφείλω να καταθέσω μια εικόνα από το παρασκήνιο της διοργάνωσης που δεν μας τιμά σαν πόλη.
Μόλις είχα αναλάβει καθήκοντα στην ΕΡΤ και μου ανατέθηκε να κάνω ένα ρεπορτάζ για την έκθεση. Ψάχνω να βρω το Νενεδάκη εις μάτην. Κανένας δεν τον είχε δει. Αποφασίζω να πάω στο λιμάνι και να τον περιμένω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Άλλωστε ήταν γνωστό ότι σε κάθε ψαροταβέρνα θα μοιράζονταν τα έργα της σπουδαίας αυτής έκθεσης.
Για να ξοδέψω χρόνο, πήρα να γυρίζω τις ταβέρνες του λιμανιού, ώσπου βλέπω το Νενεδάκη σε μια σκαλωσιά να καρφώνει στον τοίχο.
Η απελπισία μου μήπως δεν προλάβω το ρεπορτάζ και εκτεθώ στους προϊσταμένους μου (τότε η ΕΡΤ δεν ήταν μέσον εξαργύρωσης κομματικών υπηρεσιών, αλλά μας έβγαινε η πίστη καθημερινά με την εποπτεία σπουδαίων δημοσιογράφων) με έπεισε να πλησιάσω και να του μιλήσω.
Μόνο που δεν με έβρισε «Πιάσε μου από εκεί το σφυρί, μου είπε Εσύ μου έλειπες».
Βλέποντας όμως ότι κοντεύω να βάλω τα κλάματα προσπάθησε να μου χαμογελάσει.
«Ε μικρή, να ξέρεις ότι κοντεύω να πέσω κάτω. Με συγχωρείς αν σου φώναξα. Έλα να δώσεις ένα χεράκι και μετά θα σου πω ό,τι θέλεις».
Έτσι κι έγινε. Αφού μόνος του κρέμασε όλα τα έργα, κάθισε μετά και πίνοντας με μικρές γουλιές το νερό του μου απάντησε στις ερωτήσεις μας. Το θέμα άρεσε στους προϊσταμένους μου και από αυτούς έμαθα πόσο σπουδαίος ήταν ο Ανδρέας Νενεδάκης.
Ο ίδιος όμως ενώ καμάρωνε για το θρίαμβο που σημείωσε η έκθεση αυτή δεν μπορούσε να κρύψει και το παράπονό του για την παντελή απουσία της πόλης από την προσπάθειά του αυτή. Ούτε έναν βοηθό δεν του έδωσαν να κρεμάσει τους πίνακες.
Τα έζησα, άκουσα το παράπονό του και το καταθέτω. Μπορεί αυτό το βίωμα να με έκανε τόσο πρόθυμη εθελόντρια όταν γινόταν ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός στην πόλη.
Και μια ακόμα μαρτυρία οφείλω να καταθέσω που έχει άμεση σχέση με τον περίφημο πίνακα.
Ένα απόγευμα, το 1983, ενώ έγραφα στην εφημερίδα, με παίρνει τηλέφωνο ο Ανδρέας Νενεδάκης να μου ανακοινώσει για τη σπουδαία αυτή ανακάλυψη. Ένας πίνακας επιτέλους θα απαντούσε σε κάθε απορία μας για την δόμηση της πολιτείας την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Έτρεμε η φωνή του από λαχτάρα και μου τόνιζε διαρκώς ότι τον αγχώνουν οι προθεσμίες. Από μια κλωστή κρεμόταν η ευκαιρία να αποκτήσουμε τον πίνακα αυτό. Εκείνη την περίοδο έλειπε και ο Βαρδής, η πρώτη πόρτα που χτυπούσαμε σε τέτοιες περιπτώσεις.
Κι εκεί που είχαμε ξεγράψει τον πίνακα ήρθε η περίφημη χορηγία του ευπατρίδη Παύλου Σταυρουλάκη από την Καλή Συκιά, ομογενή της Αμερικής και ο πίνακας κοσμεί το γραφείο του δημάρχου.
Έκτοτε έγινε το δημοφιλέστερο θέμα. Εκατομμύρια αντίτυπα εκδόθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Κι ούτε μια φορά πέρα από το Γιάννη Παπιομύτογλου κανένας δεν φρόντισε να εκφράσει δημόσια τις ευχαριστίες του στον Ανδρέα Νενεδάκη για τη μεγάλη του αυτή προσφορά. Ας αφήνουμε κι αυτές τις γκρίζες πινελιές στα αφιερώματά μας. Κάποτε πρέπει και να γνωρίσουμε και να τιμάμε ανάλογα τους ανθρώπους που έκαναν το Ρέθυμνο περήφανο. Όπως ο Ανδρέας Νενεδάκης καλή ώρα.