Τι φταίει άραγε για τον αρνητισμό, που μεγάλη μερίδα Ελλήνων πολιτών επιδεικνύει σχετικά με τη χρήση της μάσκας; Θα μπορούσε να είναι κάτι επιπλέον της γενικότερης, παγκοσμιοποιημένης αντίδρασης;
Όλοι θυμόμαστε την προηγούμενη άνοιξη, τότε που τα κρούσματα στη χώρα μετριόντουσαν ακόμη στα δάχτυλα, τους ειδικούς επιστήμονες να παίρνουν σαφή θέση κατά της χρήσης μάσκας, στηριζόμενοι αφενός στο ότι αυτή δεν προστατεύει απόλυτα εκείνον που τη φορά, και αφετέρου στην επικινδυνότητα από τη μη προσεκτική αφή και επανατοποθέτησή της στο πρόσωπο. Πάντοτε, βέβαια, ενόψει της μικρής ακόμη (και μηδαμινής σε σύγκριση με σήμερα) διασποράς του ιού, παράμετρο όμως που ενδεχομένως δεν τόνισαν τότε όσο θα έπρεπε.
Έτσι φτάνουμε σήμερα η επιστημονική άποψη για το ενδεδειγμένο της χρήσης της μάσκας να εμφανίζεται ως αδικαιολόγητα αντίθετη, δηλαδή αντιφατική, σε σχέση με την εκπεφρασμένη τον περασμένο Απρίλη. Και είναι πολύ πιθανό το πρόβλημα με τη μάσκα στην Ελλάδα να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πιο πάνω αντίφαση.
Δυστυχώς η αντίφαση αυτή δεν είναι η μόνη. Η μέριμνα κάθε κράτους (και) στο ιατρικό πεδίο οφείλει να είναι ομοιόμορφη και δίκαιη. Ενώ σήμερα έχουμε το φαινόμενο, δυο κατεξοχήν επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία καταστάσεις να αντιμετωπίζονται με άλλα μέτρα και σταθμά. Μιλάμε για τον κορωνοϊό και το κάπνισμα και συγκεκριμένα το γεγονός ότι μόνο η τήρηση των μέτρων για τον πρώτο έχει ανατεθεί αυτοτελώς στην ευκίνητη αστυνομική αρχή. Ας μην μπούμε τώρα σε συζήτηση, αν οι καταστάσεις αυτές είναι ισοδύναμες ή ποιά εκ των δυο υπερέχει της άλλης. Απλά ας σταθούμε στη διαπίστωση, ότι η όποια επιδείνωση της μιας συνεπιφέρει επιδείνωση και στο επίπεδο της άλλης: σε ένα προβληματικό σύστημα υγείας, με λίαν περιορισμένες δυνατότητες εν γένει νοσηλείας.