H επιστροφή στην κανονικότητα θα απαιτήσει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3% για αρκετά χρόνια. Και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, που θα στηρίζεται περισσότερο στην ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει, μεταξύ άλλων, η μελέτη της Eurobank, με τίτλο «Διδάγματα από την ελληνική κρίση», η οποία δημοσιεύθηκε χθες στο τεύχος της Επιθεώρησης «Οικονομία και Αγορές» της τράπεζας.
Συγκεκριμένα, η μελέτη υπολόγισε ότι απαιτείται αύξηση των εξαγωγών με ρυθμό 6,7%-7,8% και των επενδύσεων με 8,4%-9,5%, ώστε -με εναλλακτικά σενάρια αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,5%, 1% και 1,5% ετησίως- να διαμορφωθεί η πραγματική ετήσια αύξηση μεταξύ 2,8% και 3,9%. Πρόκειται για έναν πολύ δύσκολο και απαιτητικό στόχο, όπως επισημαίνεται από τους μελετητές, οι οποίοι προτείνουν ένα πακέτο μέτρων πολιτικής που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία: πολιτική απόφαση να γίνει «οτιδήποτε χρειάζεται», όπως μείωση φορολογικών συντελεστών, σχεδιασμό πολιτικής για προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, ταχύτατη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, επαναδιαπραγμάτευση των στόχων των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Οι μελετητές προειδοποιούν ότι αν δεν γίνουν όλα αυτά, η χώρα κινδυνεύει να περιέλθει σε μονιμότερη οικονομική στασιμότητα. Προειδοποιούν κυρίως για τον κίνδυνο του λαϊκισμού και σημειώνουν ότι αν τα λάθη που οδήγησαν στην κρίση επαναληφθούν, θα βρεθούμε και πάλι στην ίδια ή και χειρότερη θέση στο μέλλον. Η μελέτη καταγράφει 10 λάθη που έγιναν είτε από την Ελλάδα είτε από τους επίσημους πιστωτές, τα οποία αύξησαν αχρείαστα το κόστος και τη διάρκεια της προσαρμογής, μεταξύ των οποίων: η απουσία πειστικής δέσμευσης εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας στο να γίνει «οτιδήποτε απαιτείται» για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, η έλλειψη προετοιμασίας της Ευρώπης για την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων, τα λανθασμένα οικονομικά υποδείγματα και οι πολλαπλασιαστές των δανειστών και οι ανταλλαγές απειλών μεταξύ κυβέρνησης το 2015 και πιστωτών σε άλλες περιπτώσεις για ένα πιθανό Grexit.
Ειδικότερα, στη μελέτη αναφέρεται πως σήμερα, μετά από οκτώ επίπονα χρόνια, η Ελλάδα έχει εξέλθει των Προγραμμάτων Στήριξης και έχει σημειώσει πρόοδο σε βασικούς τομείς: Η ανάπτυξη έχει επιστρέψει και οι πρόδρομοι δείκτες είναι θετικοί∙ η ανεργία μειώνεται∙ οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν διορθωθεί σε μεγάλο βαθμό· η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ έχει αυξηθεί ∙ οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρουσιάζουν ανοδική τάση∙ η Ελλάδα ξαναποκτά σταδιακά πρόσβαση στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές∙ οι συνθήκες ρευστότητας βελτιώνονται∙ οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων έχουν χαλαρώσει εν μέρει∙ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) βρίσκονται σε πτωτική τροχιά και οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τα stress tests τον Ιούνιο του 2018.
Ωστόσο oι αναλυτές της τράπεζας επισημαίνουν ότι η οικονομική ανάκαμψη και η αύξηση της απασχόλησης εξακολουθούν να παρουσιάζουν σχετικά αργούς ρυθμούς. Παραμένουν βασικά ζητήματα που εμποδίζουν την ταχύτερη και πιο διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη. Αυτά τα εμπόδια αποτελούν ένα μείγμα προβλημάτων κληροδοτημένων από την κρίση και προϋπαρχουσών διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας, οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς στη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής. Η μελέτη εντοπίζει 11 βασικές προκλήσεις οι οποίες, αν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, δημιουργίας θέσεων εργασίας και ευημερίας.