Κάθε φορά που έχω λίγο ελεύθερο χρόνο, μου αρέσει να ξαναδιαβάζω τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Πρόσφατα, μάλιστα, προσπάθησα ν’ ανιχνεύσω ορισμένα σημεία από τα γραφόμενα του επιστολογράφου τα οποία, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν «ψόγο» για αντικοινωνικές συμπεριφορές ανθρώπων της εποχής του (1ος αι. μ.Χ.).
Θα ανατρέξουμε στις επίσημες ιστοσελίδες της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (http://www.apostoliki-diakonia.gr/index_gr.asp) και ας ξεκινήσουμε από την «Προς Ρωμαίους», όπου βρήκαμε το «οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (κεφάλαιο β’, § 13). Εδώ, ο Παύλος στηλιτεύει όσους, αν και γνωρίζουν τους νόμους της κοινωνίας που ζουν, δεν τους εφαρμόζουν στην πράξη.
Στην «Προς Κορινθίους Α’» επιστολή, μεταξύ άλλων, ο Παύλος συνιστά στους παραλήπτες της επιστολής του «μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις, καὶ οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις ἢ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις» (κεφάλαιο ε’, § 9 – 10). Η πορνεία διαφθείρει ηθικά τις κοινωνίες, ενώ η ακόρεστη λατρεία του χρήματος και των ειδώλων (πλεονεξία και ειδωλολατρία) καταστρέφει τις ψυχές και το πνεύμα των ανθρώπων – μελών μιας κοινωνίας. Το ίδιο με άλλα λόγια επαναλαμβάνει και στην «Προς Εφεσίους» επιστολή, όπου αναφέρει: «πορνεία δὲ καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν» (κεφάλαιο ε’, § 3).
Πέραν των άλλων συμβουλών του που βρίσκουμε στις διάφορες επιστολές του, ο Παύλος συμβουλεύει στην «Προς Γαλάτας» τους ανθρώπους να πάψουν να «αλληλοτρώγονται», γιατί, καταλύοντας το βασικό νόμο της ζωής των ανθρώπων σε ένα κοινωνικό σύνολο, την αληθινή αγάπη προς τους συνανθρώπους μας, θα χαθούν και οι ίδιοι. «ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πληροῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (κεφάλαιο ε’, § 14 – 15).
Διαβάζοντας τα ακόλουθα αποσπάσματα της «Προς Εφεσίους» επιστολής «Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ, […] οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα» (κεφάλαιο ε’, § 22 – 28), καταλαβαίνουμε ότι στην εποχή του Παύλου «οργίαζε» και από άντρες και από γυναίκες η μοιχεία, η οποία αποτελεί τη σπουδαιότερη αιτία αποσάθρωσης και διάλυσης μιας οικογένειας και ενός σπιτιού.
Απευθυνόμενος, όμως, στους κατοίκων των Κολοσσών, ο Παύλος τους λέει: «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν» (κεφάλαιο β’, § 8). Τους εφιστά δηλαδή την προσοχή στους ψευδοφιλόσοφους των χρόνων του αλλά και κάθε εποχής, οι οποίοι πλανεύουν, με κούφια και αστήριχτα λόγια, τους ανθρώπους διδάσκοντάς τους πως τα φυσικά φαινόμενα δεν έχουν καμία σχέση με το Θεό.
Στα χρόνια του Παύλου, των πρώτων χρόνων της παντοδύναμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι αυτοκράτορες της Ρώμης δοξάζονταν, θεοποιούνταν και λατρεύονταν εν ζωή (και μεταθανάτια) ως θεοί από τους υπηκόους τους. Η προσωπολατρία και η συναφής αυτής ειδωλολατρία μαρτυρούν ανέκαθεν τον ξεπεσμό των ηθών των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Έτσι, ο Παύλος, στην «Α’ Προς Θεσσαλονικείς» επιστολή του, διευκρινίζει για τον εαυτό του ότι δεν επιζητά «ἐξ ἀνθρώπων δόξαν, οὔτε ἀφ’ ὑμῶν οὔτε ἀπὸ ἄλλων» (κεφάλαιο β’, § 6).
Στην § 11 του β’ κεφαλαίου της «Β’ Προς Θεσσαλονικείς» επιστολής του Παύλου διαβάζουμε: «ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους». Σε κάθε κοινωνία, όσοι δεν εργάζονται, αλλά ασχολούνται μονάχα με τους άλλους είναι βλαβερά στους κόλπους της «παράσιτα» και διασαλεύουν την τάξη της κοινωνίας.
Στην «Προς Τιμόθεον Α’» επιστολή του, ο απόστολος Παύλος «επιστρέφει» για μιαν ακόμη φορά στο θέμα των νόμων και τη σημασία της ορθής τήρησής του (κεφάλαιο α’, 7 – 10). Ξεκινά ψέγοντας όσους προφασίζονται τους νομοδιδασκάλους και τους νομομαθείς αλλά στην πραγματικότητα, κενοί όντες σοφίας και φρόνησης οι ίδιοι, δεν ξέρουν την πραγματική ουσία όλων όσα θέλουν να διδάσκουν τους άλλους και εκείνων για τα οποία παρέχουν διαβεβαιώσεις πως κατέχουν και μπορούν να διδάξουν («θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται»). Ακολούθως, ο επιστολογράφος εξηγεί για ποιο λόγο θεσπίζονται και για ποιο λόγο πρέπει να τηρούνται σε μιαν κοινωνία οι νόμοι, για να τιμωρούνται δηλαδή οι ανόσιοι, οι ασεβείς, οι πόρνοι, οι ψεύτες, οι επίορκοι, οι φονιάδες, που είναι τα «αποβράσματα» κάθε κοινωνίας («Οἴδαμεν δὲ ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται, εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις»).
Πολλοί, και κατά τα χρόνια του Παύλου, συμμετείχαν σε αθλητικούς αγώνες και επιδιώκανε χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα να κερδίσουν. Αυτούς έχει στο νου του, όταν ο επιστολογράφος γράφει στον Τιμόθεο πως ακόμα κι αν νικήσει ένας αθλητής, δε θα βραβευτεί αν χρησιμοποίησε παράνομα μέσα: «ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ» («Προς Τιμόθεον, Β’», κεφάλαιο β’, § 5). Και στις δυο επιστολές του ο Παύλος προς τον Τιμόθεο, του επισημαίνει ότι μια κοινωνία καταρρέει οσάκις τα μέλη της είναι διεφθαρμένοι ψυχικά και σωματικά και πνευματικά, δηλ. «ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι» («Προς Τιμόθεον, Β’», κεφάλαιο γ’, § 2 – 4).
Γράφοντας στον Τίτο («Προς Τίτον», κεφάλαιο α’, § 7 – 9), ο απόστολος Παύλος του περιγράφει τα καθήκοντα ενός επισκόπου – ποιμένα του πλήθους, ώστε να αποτελεί παράδειγμα για μίμηση στην κοινωνία: «Δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ, ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν». Στη συνέχεια, του γράφει τι πρέπει εκείνος (ο Τίτος) να συμβουλεύει τα μέλη της εκκλησίας του, «Πρεσβύτας νηφαλίους εἶναι, σεμνούς, σώφρονας, ὑγιαίνοντας τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ. Πρεσβύτιδας ὡσαύτως ἐν καταστήματι ἱεροπρεπεῖς, μὴ διαβόλους, μὴ οἴνῳ πολλῷ δεδουλωμένας, καλοδιδασκάλους, ἵνα σωφρονίζωσι τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι, φιλοτέκνους, σώφρονας, ἁγνάς, οἰκουρούς, ἀγαθάς, ὑποτασσομένας τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν, ἵνα μὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τοὺς νεωτέρους ὡσαύτως παρακάλει σωφρονεῖν […] Δούλους ἰδίοις δεσπόταις ὑποτάσσεσθαι, ἐν πᾶσιν εὐαρέστους εἶναι, μὴ ἀντιλέγοντας, μὴ νοσφιζομένους, ἀλλὰ πίστιν πᾶσαν ἐνδεικνυμένους ἀγαθήν,» («Προς Τίτον», κεφάλαιο β’, § 2 -10).
Τέλος, οι επικεφαλής της εκκλησίας, γράφει ο Παύλος στην «Προς Εβραίους» επιστολή, δεν πρέπει να επαίρονται με αλαζονία, διότι «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ ᾿Ααρών» (κεφάλαιο ε’, § 4).
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των πρωτοχριστιανικών χρόνων ήταν γεμάτη πολιτική και ηθική διαφθορά και σήψη. Φαινομενικά η Ρώμη είχε κυριαρχήσει παντοδύναμη σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, αλλά οι άνθρωποί της είχαν λησμονήσει και παραμερίσει τις πατροπαράδοτες αρετές και γι’ αυτό, γρήγορα ήλθε η παρακμή της. Αυτές τις αρετές, θαρρώ, ήλθε να ξαναφέρει στο προσκήνιο και να ενισχύσει ο Χριστός με το κήρυγμά του και γι’ αυτές ο Παύλος, με τη σκέψη ότι οι πολίτες της κοινωνίας της εποχής του μπορούν να λυτρώσουν τις ψυχές τους πιστεύοντας στις αρχές και τις αξίες της χριστιανικής διδασκαλίας και αρετής, γράφει και διδάσκει τους μαθητές του και τα πλήθη.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.