Σήμερα εμφανίζεται στα Κρητικά Γράμματα και την επιστήμη της Γεωλογίας με το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του «Από τα αρχαία Λατομεία στα Μνημεία του Πολιτισμού, Μυθικοί ήρωες και Αινίγματα Τεχνολογίας». Η επίπονη και μανιώδης αναζήτησή του για τα αρχαία ίχνη πάνω στις πέτρες αποτυπώνεται στις σελίδες τού βιβλίου αυτού με την παρουσίαση πολλών στοιχείων έρευνας πεδίου και πρωτογενών φωτογραφιών.
Στην αρχαία Ελλάδα, ως γνωστόν, η χρήση τού μαρμάρου ήταν ευρύτατη. Το μάρμαρο και η πέτρα ήταν τα υλικά που συγκίνησαν βαθύτατα την ανθρώπινη ύπαρξη, άγγιξαν τις ευαίσθητες χορδές της και την παρέσυραν στον κόσμο της αισθητικής και της συμμετρίας. Τα λατομεία αποτελούν, αναμφισβήτητα, ένα μεγάλο εθνικό κεφάλαιο γεωλογικής και ιστορικής σπουδαιότητας. Ειδικά στην Κρήτη υπάρχει πληθώρα λατομείων (πολλά δε από αυτά είναι μινωικά) τόσο στην ξηρά όσο και βυθισμένα μέσα στη θάλασσα και αποτελούν ισχυρά πλεονεκτήματα για τη βιώσιμη ανάπτυξή της.
Ο κ. Μανωλιούδης στο βιβλίο του αυτό άλλοτε με βεβαιότητα και άλλοτε κάνοντας υποθέσεις, στηριζόμενος, όμως, πάντοτε, σε ακραιφνώς επιστημονικά κριτήρια, επεξηγεί, αιτιολογεί, καταγράφει και καταλήγει, προχωρώντας με μεγάλη προσοχή, σε κάποια συμπεράσματα που απαντούν σε ερωτήματα της μορφής:
α) Πώς δημιουργήθηκε το γνωστό θαλάσσιο φρούριο του Ηρακλείου, ο Κούλες, και ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση του με το μεγάλο υποθαλάσσιο μινωικό λατομείο στον Άγιο Γεώργιο Ανισαρά του Ηρακλείου;
β) Διευκρινίζει, αφιερώνοντας, μάλιστα, προς τούτο, αρκετές σελίδες (13-18), τη σχέση τού ονόματος της πόλης του Ηρακλείου, σύμφωνα, αφενός, με τη μυθολογική («Ιδαίος» Ηρακλής πολύ πριν από τον γνωστό «Θηβαίο» Ηρακλή) και ιστορική (Πλίνιος, Στράβων, Κλαύδιος, Πτολεμαίος) και, αφετέρου, μορφολογική απεικόνιση των τειχών και του Κούλε του Ηρακλείου, που προκαλούν στον σύγχρονο άνθρωπο τον θαυμασμό, σαν οι τεράστιοι εκείνοι μινωικοί ογκόλιθοι-μεγάλιθοι, επί των οποίων μεγαλοπρεπώς ορθώνονται, να αφορούσαν σε άλλα «κυκλώπεια»- «ηράκλεια», στην περίπτωση αυτήν- τείχη. Και εδώ βλέπουμε πώς στην Τοπωνυμιολογία- ανάμεσα στις άλλες επιστήμες (Ιστορία, Εθνολογία, Λαογραφία, Φυτολογία, Ζωολογία, Γεωγραφία)- έρχεται αρωγός και η Γεωλογία.
γ) Από ποια λατομεία οι μινωίτες έπαιρναν τα δομικά και διακοσμητικά υλικά με τα οποία κατασκεύασαν τα γνωστά μινωικά ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, της Ζάκρου και των Μαλίων;
Σε ειδικά, περαιτέρω, κεφάλαια ο συγγραφέας μελετά τους τύπους των λατομείων, τις τεχνικές και τα μέσα (τεχνολογία) εξόρυξης του λίθου ή του μαρμάρου και τους τρόπους μεταφοράς των τεραστίων αυτών ογκόλιθων από τον χώρο εξόρυξής τους στον χώρο δημιουργίας. Καταγράφει, επίσης, τα λατομεία της Ελλάδας που έδωσαν τις πρώτες ύλες, για να υψώσουν οι Έλληνες τα περίφημα οικοδομήματα και έργα τέχνης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και, στο τέλος, ο συγγραφέας καταλήγει στα Λατομεία στην Κρήτη, όπου διεξέρχεται με περισσή επιμέλεια και πλουσιότατο προσωπικό, κυρίως, φωτογραφικό υλικό (184 έγχρωμες φωτογραφίες και 16 χάρτες και σχήματα) όλα τα αρχαία λατομεία του νησιού και, ανάμεσα σε αυτά, εκείνα της Κνωσού και των Αρχανών, της Μεσαράς, της Ζάκρου και των Χανίων και βέβαια και του Ρεθύμνου. Σε αυτά τα τελευταία καταγράφονται το υπόγειο λατομείο στον «Περιστερέ» της Ελεύθερνας, όπου μελετώνται, επίσης, και οι ρωμαϊκές Δεξαμενές και αναδεικνύονται, περαιτέρω, οι λαξευτές κατοικίες της Αξού, τού μυθικού ήρωα Οάξου, εγγονού τού Μίνωα και τής Πασιφάης, με τις μέχρι σήμερα διακρινόμενες βάσεις σπιτιών με κλίμακες, ίχνη εξορύξεων, δόμους μεγάλους και πλάκες ενεπίγραφες. Επίσης, καταγράφονται το αρχαίο μικρό λατομείο της Αστάλης («Σίφουνα» Μπαλή), το αρχαίο λατομείο της Φορτέτσας του Ρεθύμνου (ποιος το ήξερε αλήθεια;), όπου εκεί, στα δυτικά του φρουρίου έχουν αποκαλυφθεί και λαξεύματα που προορίζονταν για ναυτική χρήση (και προφανώς εδώ μιλάμε για το «Σκιέρο» των Βενετών). Στον ίδιο χώρο παραθέτονται και τα λατομεία στον Κουμπέ Ρεθύμνου, κάτω από το στρατόπεδο, στη γνωστή σήμερα με το όνομα «Γναφεδιά» Ατσιπουλιανή περιοχή.
Το παραπάνω έργο του κ. Στέλιου Μιχ. Μανωλιούδη, στον βαθμό που θα μπορούσαμε να εκφέρουμε γνώμη επί της ειδικής επιστημονικής τεκμηρίωσής του, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό μέρος, είναι, θεωρούμε, αξιολογότατο και έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στα ευρύτερα Κρητολογικά Γράμματα και ειδικότερα στην επιστήμη της Γεωλογίας. Λαμπρός γεωλόγος ο ίδιος ερευνά και εξετάζει με ευρυμάθεια, γλαφυρότητα και συνθετικό πνεύμα ένα θέμα σπουδαίο, δίνοντάς μας πρωτότυπες και εξαιρετικά πολύτιμες πληροφορίες. Τον ευχαριστούμε και του ευχόμαστε να είναι υγιής και συνεχώς να ανεβαίνει στον γόνιμο δρόμο της συστηματικής και καρποφόρας προσπάθειάς του.