Τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα το ινστιτούτο ερευνών Pew για το 2018 καταγράφουν μια ιδιαίτερα αρνητική στάση του ελληνικού πληθυσμού απέναντι στους μετανάστες. Συγκεκριμένα, ανάμεσα σε δεκαοκτώ χώρες υποδοχής μεταναστών, οι Έλληνες σε ποσοστό 74% θεωρούν τους μετανάστες βάρος για τη χώρα τους. Το νούμερο αυτό απέχει πάρα πολύ από το 38% του μέσου όρου των χωρών. Ταυτόχρονα, είναι υψηλότερο κατά μία μονάδα από το ποσοστό της Ουγγαρίας του Ορμπάν και είκοσι μονάδες από την Ιταλία του Σαλβίνι. Η αναφορά στις δύο αυτές χώρες και η σύγκριση γίνεται εδώ διότι συχνά επικαλούμαστε τις συντηρητικές ακροδεξιές πολιτικές τους ως αρνητικό παράδειγμα. Τα στοιχεία επίσης δείχνουν ότι στη χώρα μας η αντιμεταναστευτική άποψη δεν έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο. Το 74%, όσων δηλώνουν στην ίδια έρευνα ότι ανήκουν στον αριστερό ιδεολογικό χώρο, υποστηρίζει την απέλαση των παράνομων ή παράτυπων μεταναστών. Επίσης οι αποκλίσεις στη χώρα μας λόγο εισοδήματος ή μόρφωσης είναι πολύ μικρές, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Αν τελικά, τουλάχιστον για τη χώρα μας, η ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική στάση δεν είναι θέμα ιδεολογίας, εισοδήματος ή εκπαίδευσης τι μπορεί να είναι;
Ο Χομπς, από τους θεμελιωτές της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφικής σκέψης, έγραφε για τη βία ότι δεν είναι τόσο ότι κάποιοι άνθρωποι είναι δυνατοί και επιθετικοί όσο ότι πολλοί άνθρωποι είναι αδύναμοι και φοβισμένοι. Η βία είναι πολλές φορές αποτέλεσμα του φόβου. Τι θα μπορούσαν άραγε να φοβούνται αυτοί που επιτέθηκαν στη δομή φιλοξενίας ανήλικων και ασυνόδευτων προσφύγων στην Κόνιτσα ή οι γονείς που δεν έστειλαν τα παιδιά τους στο σχολείο στη Σάμο;
Τους περισσότερους ανθρώπους τρομάζει το άγνωστο και στην Ελλάδα δεν είχαμε ευκαιρίες να μάθουμε ουσιαστικά για τη μετανάστευση και την προσφυγιά παρά την εμπειρία του λαού μας και στα δύο. Πριν από δέκα χρόνια παρακολούθησα ένα μάθημα ιστορίας Γ’ δημοτικού σε ένα σχολείο της Βοστώνης. Ο δάσκαλος είχε ζητήσει την προηγούμενη μέρα από τα παιδιά να φέρουν για το μάθημα μια μαξιλαροθήκη που μέσα θα είχαν ένα προσωπικό αντικείμενο, κάτι που θα ήθελαν να έχουν μαζί τους σε ένα ταξίδι. Την ημέρα του μαθήματος απομάκρυνε όλα τα θρανία, έφτιαξε ένα τετράγωνο με κιμωλία στο πάτωμα και ζήτησε από όλα τα παιδιά να μπουν μέσα, μαζί με τη μαξιλαροθήκη τους. Τα παιδιά στριμώχτηκαν αλλά χώρεσαν. Μετά άρχισε να τους διαβάζει από το ημερολόγιο ενός μετανάστη ενώ τους έδειχνε στον προτζέκτορα φωτογραφίες από το ταξίδι που χιλιάδες άνθρωποι έκαναν για να φτάσουν μετανάστες στην Αμερική. Η ώρα περνούσε και τα παιδιά κουράζονταν όρθια. Ο δάσκαλος τους ζήτησε να βγάλουν το ένα παπούτσι και την κάλτσα τους. Τους εξήγησε ότι πέρα από την κιμωλία είναι η θάλασσα και κανένας δε θα ήθελε να πνιγεί. Το μάθημα τελείωσε με τα παιδιά να παρουσιάζουν τα προσωπικά αντικείμενα που είχαν φέρει για το ταξίδι, διαβάζοντας αντίστοιχες ιστορίες μεταναστών.
Η προσφυγική κρίση σίγουρα ξεπερνά τα εθνικά όρια. Στην Ελλάδα η ξενοφοβική μας στάση και τα περιστατικά ρατσιστικής βίας αυξάνονται γιατί συνηθίσαμε να «μαθαίνουμε» από τα τηλεπαράθυρα και όχι στο σχολείο από τις ιστορίες και τα τραγούδια των λαών, ούτε καν του δικού μας. Η αποτυχία της εκπαιδευτικής μας πολιτικής, που μεταφράζεται στην κοινωνία σε ρατσιστική βία, εκεί κρύβεται, στην αδυναμία να δώσουμε πρόσωπο στο άγνωστο. Ας δώσουμε μια ευκαιρία τουλάχιστον στην Ευρώπη ενισχύοντας φωνές που θα αντισταθούν στις ρητορικές μίσους και βίας. Ας αρχίσει η αλλαγή από έξω προς τα μέσα.
* Η Μαργαρίτα Γερούκη είναι εκπαιδευτικός, υποψήφια Ευρωβουλευτής με το ΠΟΤΑΜΙ