Η καλλιέργεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης και η διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας μέσα από την αποκατάσταση της ιστορικής συνέχειας μετά την αποτυχία του ουμανισμού και το τέλος της Μεγάλης ιδέας – Μικρασιατική καταστροφή.
Μύκονος, Δήλος, Ισθμός, Μεσολόγγι, Άρτα, Ιωάννινα, Ζαγοροχώρια, Δωδώνη, Μέτσοβο, Καστοριά, Πρέσπες, Παναγία Σουμελά, Βεργίνα, Βέροια, Αθήνα, Λέσβος, Χίος… …Αϊβαλί, Κυδωνιές, Πέργαμος, Σελτζούκ, Κόκκινη Βασιλική, (Σεράπειον), Κουσάντασι, Φώκαια, Έφεσος, Κορδελιό, Ευαγγελική Σχολή, Σμύρνη, Ρέθυμνο.
Η μικρή βραχονησίδα της Δήλου δίπλα από τη Μύκονο ήταν στην αρχαιότητα ιερό νησί, επειδή εκεί οι αρχαίοι πίστευαν ότι γεννήθηκε ο Απόλλωνας και η Άρτεμη. Άνθρωποι από όλο τον τότε γνωστό ελληνικό χώρο συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο για να λατρέψουν τον Απόλλωνα και την Άρτεμη διαμορφώνοντας και ισχυροποιώντας έτσι την ελληνική εθνική συνείδηση.
Απόλλωνα, τα παιδιά σου από τα πανεπιστήμια της χώρας κάνουν διακοπές στην κοσμοπολίτικη Μύκονο δίπλα από την ακατοίκητη και ιερή Δήλο κι ένα πρωινό του γλυκού λήθαργου της νιότης χωσμένος μες στο πλήθος, έρχομαι αναπάντεχα στο νησί σου.
Μα δεν βλέπω Έλληνες πάνω στο καράβι, ούτε ελληνικά ακούω και φτάνοντας μας περιμένουν ξεναγοί ιταλικά, αγγλικά, ισπανικά, γερμανικά, γαλλικά… όχι ευχαριστώ, ελληνικά δεν έχει;
Θα ξεναγηθώ μόνος μου πάνω στο απέραντο μουσείο του μικρού νησιού.
Απόλλωνα, δίψασα κατακαλόκαιρο και ο ήλιος καίει πάνω στη γυμνή και άνυδρη βραχονησίδα της Δήλου μα είναι ακριβό το νερό σου, μόνο πέντε ευρώ ένα μικρό μπουκαλάκι.
Η μέρα πέρασε και πρέπει να γυρίσουμε πίσω αφήνοντας τα λείψανα της ελληνικής συνείδησης και του Δυτικού πολιτισμού στη σιωπή τους.
Απόλλωνα, να ξέρεις όμως πως τα παιδιά σου διψούν μα εσύ δεν τους δίνεις.
Ένα έθνος υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται η ιστορική συνέχεια και η αδιάκοπη παρουσία του μέσα στο χώρο και τον χρόνο. Γι’ αυτό η γνώση και η μελέτη για το παρελθόν του κάθε έθνους αποτελεί πρώτιστο ζήτημα της Εθνικής μνήμης και μοναδικότητάς του.
Όλοι οι διαφωτιστές του ελληνικού έθνους προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τους δεσμούς της ιστορικής συνέχειας της αρχαιότητας από την οποία εμπνεύστηκε και η ελληνική επανάσταση.
Οι σκλαβωμένοι Έλληνες επαναστάτησαν ζητώντας την ελευθερία τους ως γνήσιοι απόγονοι και συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων που με τον πολιτισμό τους αναγεννιέται όλη η Ευρώπη. Η αγάπη και ο θαυμασμός των Ευρωπαίων ιδίως για την κλασική εποχή μας φέρνει προς τη Δύση αποκόπτοντάς μας από την Ανατολή την οποία θεωρούσαν «βάρβαρη» και «απολίτιστη». Ταυτίζοντας τη μοίρα και την εξέλιξη του Νεοελληνικού Κράτους με τα Δυτικά πρότυπα των εκπολιτισμένων Δυτικοευρωπαίων.
Όμως η ιστορική συνέχεια του Ελληνικού Έθνους άφηνε απέξω ένα πολύ μεγάλο μέρος της ιστορικής και εθνικής μοναδικότητάς του τη χιλιόχρονη Βυζαντινή Ιστορία. Η οποία δεν περιλαμβανόταν μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα στην ελληνική ιστορία, καθώς σύμφωνα με τους λόγιους της «πολιτισμένης» Δύσης η ιστορία του ανήκε στην «απολίτιστη» Ανατολή και δεν είχε καμία σχέση με την κλασική αρχαιότητα και τα ιδανικά που εκπροσωπούσε. Ιδίως για ένα νεοϊδρυθέν κράτος όπως το Ελληνικό για να έχει Εθνική συνέχεια θα έπρεπε να γνωρίζει σε βάθος την ιστορία του για να χαράξει το μέλλον του. Κάτι το οποίο ήταν πολύ δύσκολο να το ενστερνιστεί αυτή την περίοδο η Ελληνική κοινωνία.
Όλοι οι Φιλέλληνες Ευρωπαίοι που στήριξαν την επανάσταση των Ελλήνων, επηρεασμένοι από το φιλελεύθερο πνεύμα της Αναγέννησης. Μέσα από τον ρομαντισμό φαντάζονταν ότι θα αναβίωναν το αρχαίο κάλλος της Ελλάδος σαν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και ότι είμαστε άξιοι να λεγόμαστε Έλληνες. Όμως, δυστυχώς αντί γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι άρχισαν να βλέπουν γι’ αυτούς μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτήν που φανταζόντουσαν. Μια χώρα ταλαιπωρημένη που μέσα από τους εμφυλίους, την φτώχεια και την εξαθλίωση προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Και γι’ αυτό άρχισαν να αμφιβάλλουν για την αρχαία μας καταγωγή, που με τόση υπερηφάνεια επικαλούμασταν και ζητούσαμε τη βοήθειά τους.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον εμφανίζεται και η θεωρία του Βαυαρού ιστορικού Ιακώβου Φιλίππου Φαλμεράγιερ δημιουργώντας αναστάτωση στην πολιτική και πνευματική πορεία του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού κράτους. Υποστηρίζοντας ότι δεν είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αλλά των Σλάβων και των Αλβανών, οι οποίοι με την κάθοδό τους στον Ελληνικό χώρο ήρθαν σε επιμειξία εξαφανίζοντας και νοθεύοντας τους «γνήσιους» Έλληνες αλλά και του πολιτισμό τους.
Από την αντίδραση και την κρίση που προκάλεσαν όλα αυτά δημιουργήθηκε η επιτακτική ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε την εθνική μας ιδιαιτερότητα και την ιστορική μας συνέχεια. Γιατί σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο για το Ελληνικό έθνος αμφισβητούνταν ευθέως η εθνική μας ταυτότητα.
Όμως αυτήν την περίοδο υπήρχε και το πρόβλημα με το Βυζάντιο, το οποίο καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Αυτή τη χρονική περίοδο, η οποία θεωρούνταν σκοτεινή και απαξιωμένη από τους λόγιους έπρεπε να αποδειχτεί ότι είναι κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μας. Και αφού είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων συνεχίζουμε αδιάκοπα την Ιστορία μας μέχρι και σήμερα χωρίς κανένα χάσμα.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα αφιερώσουν το ιστοριογραφικό τους έργο ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρριγόπουλος. Στην επαναπραγμάτευση και στην ένταξη της ιστορίας του Βυζαντίου στην Εθνική μας κληρονομιά, αλλά και στην «τεκμηριωμένη» κατάδειξη της ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα αυτή την εποχή είναι ότι τα πρώτα σύνορα που δημιουργήθηκαν άφηναν απέξω ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων. Όλοι αυτοί που ήταν διασκορπισμένοι μέσα στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θεωρούνταν μέρος του έθνους της Ελλάδας και ονομάζονταν «αλύτρωτοι αδερφοί». Οι οποίοι αν και Έλληνες με κοινή γλώσσα και θρησκεία δεν απολάμβαναν το αγαθό της ελεύθερης αυθυπαρξίας τους. Οπότε και η επανάσταση του ’21 δεν θα μπορούσε να θεωρείται ότι πέτυχε πλήρως.
Οι Έλληνες φαντάζονταν την Βυζαντινή αυτοκρατορία ως πρότυπο που θα ένωνε πολιτικά όλους τους Έλληνες. Αυτό το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» ήταν ένας διακαής πόθος ολόκληρου του Ελληνισμού. Το οποίο εχάθη οριστικά το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή.
Με την Οθωμανική αυτοκρατορία να καταρρέει όλα τα νεοσύστατα κράτη των Βαλκανίων θα διεκδικούσαν το καθένα χωριστά μέσα από τη δική του ιστορική συνέχεια το εδαφικό του μερίδιο. Εμφανιζόμενοι ως γνήσιοι απόγονοι και νόμιμοι κληρονόμοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με μακρά Ιστορία και παράδοση, άρα και νόμιμοι διεκδικητές της Βυζαντινής κληρονομιάς. Όλα αυτά δημιούργησαν ένα πολύ μεγάλο ανταγωνισμό όλων των Βαλκανικών χωρών για εδαφικές διεκδικήσεις και διευρύνσεις των συνόρων τους διαρκώντας ολόκληρο τον 19ο αι. (Ν. Ροτζώκος 1999.10).
Το κίνημα του ρομαντισμού που αναπτύχθηκε τα τέλη του 18ου αι. μέχρι τα μέσα του 19ου θα ακολουθήσουν από κοντά όλοι οι θεμελιωτές της Ελληνικής Ιστοριογραφίας.
Οι δύο θεμελιωτές της Ελληνικής ιστοριογραφίας και ιστορικής «συνέχειας» είναι ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Σύμφωνα με τον Ζαμπέλιο «…το γεγονός της παραγωγής δημοτικών τραγουδιών (της δημοτικής ποίησης) εκείνα τα χρόνια αποδεικνύει ότι μπορεί ο Ελληνισμός να υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς, αλλά δεν αφανίστηκε, απεναντίας, το «πνεύμα» και η «ψυχή» του κατόρθωσαν να επιβιώσουν εκδηλώνοντας, μέσω της λαϊκής ποιητικής δημιουργίας τους πόθους του για την ανάκτηση της ελευθερίας».
Ο Παπαρρηγόπουλος ο οποίος ονομάζεται και «εθνικός ιστοριογράφος».
Τα πολιτισμικά κριτήρια που ορίζει ο Παπαρρηγόπουλος για τη συνέχεια και την ενότητα του ελληνισμού μέσα στο χρόνο είναι η «γλώσσα» και η «θρησκεία».
Τότε που ξεκινούσε και η Ελληνική λαογραφία για να τεκμηριώσει και αυτή από τον τομέα της την ιστορική συνέχεια μέσα από το παρόν. Δεν είναι τυχαία η επέμβαση και αλλοίωση στον τομέα της νομικής επιστήμης και της αρχαιολογίας. Αν και είναι διαφορετικοί μεταξύ τους αυτοί οι τομείς εντούτοις πρόκειται για μια πολύπλευρη και «ύπουλα» προγραμματισμένη επέμβαση για να αλλοιωθεί η πραγματική εικόνα, η εθνική ιδιαιτερότητα και η συνέχεια του ελληνικού έθνους. Ιδιαίτερα στη νομική επιστήμη η επέμβαση και αλλοίωση πέρασαν απαρατήρητες και χωρίς καμιά αντίσταση από κανέναν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. «Νομικοί του 20ου αιώνα είδαν κάποτε στη νομική επιστήμη του 19ου όλα τα χαρακτηρίστηκα της οργανωμένης απάτης».
«Ζωντανή απόδειξη της ανεπάρκειας ήταν οι στρατιές των δικηγόρων που γαλουχούσαν οι ίδιοι επιστήμονες, συγκεντρωμένοι επί δεκαετίες στο αθηναϊκό πανεπιστήμιο».
«Το υλικό λοιπόν που παραλάμβανε η επιστήμη της λαογραφίας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο λαϊκός πολιτισμός ήταν ήδη καίρια τραυματισμένος.» (Έλλη Σκοπετέα, 1988 σ. 192-93-94).
Στην επιστήμη της αρχαιολογίας τώρα ήταν πλήρως εξαρτημένη και ελεγχόμενη από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια περισσότερο -απ’ όλες τις άλλες- επιστήμες.
«Μπροστά στην υποδειγματική και απρόσκοπτη λειτουργία των ξένων σχολών, που αναλαμβάνουν τις πολυδάπανες μείζονες -και φυσικά εντυπωσιακότερες- ανασκαφές και μπροστά στην υπεροπτική αρχή ότι τα αρχαία μνημεία ανήκουν στους Έλληνες αλλά τα επιστημονικά πορίσματα στους Ευρωπαίους που τα ανεσκάψανε, οι Έλληνες αρχαιολόγοι είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται επαρχιώτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο για το επάγγελμα του αρχαιολόγου αναγνωρίζεται επίσημα ότι δεν αρκεί η ελληνική πανεπιστημιακή παιδεία, με αποτέλεσμα να μετατραπεί βαθμιαία σε κλειστό επάγγελμα, κάτι που προσθέτει μίαν ακόμα ιδιορρυθμία στην ελληνική αρχαιολογία». (Έλλη Σκοπετέα, 1988 σ. 201).
Μέχρι των 19° αιώνα η Ελλάδα είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα αρκετά εκτεταμένο εκπαιδευτικό σύστημα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που έφτανε σχεδόν σε όλα τα χωριά της χώρας. Η φοίτηση των παιδιών στα Δημοτικά ήταν υποχρεωτική και παρέχονταν δωρεάν, πράγμα σπάνιο και πολύ σημαντικό για τα μέτρα της εποχής ανεβάζοντας έτσι τον εγγραμματισμό σε υψηλά επίπεδα. Ενώ στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση εννοείται και πάλι μόνο για τα αγόρια τα ποσοστά φοίτησης ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Αν και το εκπαιδευτικό σύστημα περισσότερο θεωρητικών κατευθύνσεων στρεφόταν προς την προετοιμασία κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων και όχι παραγωγικών δεξιοτήτων καλλιεργώντας κυρίως την εθνική ιδεολογία και χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα. Συνέβαλε σημαντικά στην ομογενοποίηση των πληθυσμών ακόμα και πέρα από τα όρια της επικράτειας του Ελληνικού Βασιλείου, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν πολύ διακριτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Όταν ξεκινούσε η επανάσταση του ’21 οι νέοι Έλληνες της διασποράς από τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και όλοι οι άλλοι φιλέλληνες και διανοούμενοι έσπευσαν με πολύ μεγάλο ζήλο κι ενθουσιασμό να πολεμήσουν και να βοηθήσουν την Ελλάδα να γίνει ένα σύγχρονο φιλελεύθερο και Δημοκρατικό Κράτος.
Όλα αυτά εκφράστηκαν στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας στην 1η Εθνική Συνέλευση που έγινε στην Επίδαυρο την 1η Ιανουάριου του 1822. Τότε τέθηκαν τα θεμέλια πάνω στο πνεύμα του Διαφωτισμού για φιλελεύθερους πολιτικούς θεσμούς και δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης.
Παρόλο που η επανάσταση ήταν περισσότερο μια αγροτική εξέγερση που διεξάγονταν μέσα από μεγάλες διαφορές κοινωνικών συγκρούσεων. Οι δυτικόφρονες κατάφεραν να υπερισχύσουν αν και μειοψηφία, λόγω του μορφωτικού τους επιπέδου αλλά και των γνώσεών τους σε πολιτικά και διεθνή θέματα. Διατυπώνοντας το ιδεολογικό υπόβαθρο του αγώνα ανεξαρτησίας με το δικό τους πολιτικό φιλελευθερισμό αλλά κυρίως διαμορφώνοντας το νέο κράτος σύμφωνα με τα Δυτικά οργανωτικά πρότυπα. Ερχόμενοι σε αντίθεση με ισχυρές τοπικές ομάδες και κατεστημένα που είχαν παγωμένα συμφέροντα και ήθελαν την παραδοσιακή φυσιογνωμία της κοινωνίας αντικαθιστώντας απλώς τους Οθωμανούς στην άσκηση της εξουσίας.
Όμως από την 3η Εθνική συνέλευση που έγινε το Μάιο του 1827 στην Τριζήνα το πολιτικό σύνταγμα που ψηφίστηκε άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο χαρακτήρα του λόγω των εσωτερικών πιέσεων αλλά και του διεθνούς κλίματος της εποχής για παλινόρθωση και μοναρχικό πολίτευμα. Έτσι με την 5η Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στο Άργος και στο Ναύπλιο από τον Δεκέμβριο του 1831 έως τον Μάρτιο του 1832 εγκαθίδρυε μοναρχικό πολίτευμα σύμφωνα με τη διεθνή συγκυρία που επικρατούσε στην Ευρώπη για παλινόρθωση.
Αλλά και λόγω της αδελφοκτόνας διαμάχης το χάος και την αναρχία που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την δολοφονία του Καποδίστρια το 1831 υπονομεύοντας σοβαρά τους θεσμούς για φιλελεύθερο συνταγματισμό.
Μέσα σε μία δεκαετία χάθηκε το όνειρο του Διαφωτισμού όλων αυτών που συνέταξαν τους πρώτους συνταγματικούς χάρτες. Η αποδοχή της μοναρχίας έγινε δεκτή ελπίζοντας ότι θα σώσει τη χώρα από την καταστροφή και το χάος του εμφυλίου.
Αλλά και οι μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία) προκειμένου να στηρίξουν και να αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος με διεθνή αναγνώριση και για να την ελέγχουν ακόμα περισσότερο επέλεξαν το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας για το νέο Ελληνικό κράτος εξαλείφοντας και τα τελευταία υπολείμματα συνταγματισμού από την τελευταία εθνική συνέλευση.
Η οποιαδήποτε συνταγματική παραχώρηση στο μέλλον ή σημαντικών πολιτικών αλλαγών έγινε μόνο κατόπιν ριψοκίνδυνων στρατιωτικών επεμβάσεων στο 1843-1862 και 1909. Σε συνεργασία με τα κόμματα και όχι μέσα από φιλελεύθερο πολιτικό προγραμματισμό βλέποντας έτσι την αδυναμία του Ελληνικού φιλελευθερισμού.
Οι περιοχές οι οποίες δέχτηκαν και άνθισαν οι ιδέες του Διαφωτισμού ήταν οι εμπορικές πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και κυρίως της Δυτικής Μικράς Ασίας, οι οποίες αρχικά παρέμειναν έξω από τα σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου. Το Ελληνικό Βασίλειο στερούσε τη χώρα από την κοινωνιολογική διάσταση του διαφωτισμού μέσω εμπόρων, επαγγελματιών και διανοούμενων, οι οποίοι μέσα σε σύγχρονες μορφές οικονομικής δραστηριότητας θα τους έκαναν δεκτικούς στις νέες ιδέες του πολιτικού φιλελευθερισμού. Αφήνοντας έξω από το ελληνικό Βασίλειο αυτές τις κοινωνικές ομάδες αυτό συγκαταλέγονταν στις πιο καθυστερημένες περιοχές του Ελληνικού χώρου.
Ακόμα η σχετική αύξηση του αγροτικού πληθυσμού αποτελούσε για το Βαυαρικό Βασίλειο της Ελλάδας ένα Έθνος μικροϊδιοκτητών γης σε πατερναλιστική μοναρχία με δουλοπρεπείς και εύπιστους υπηκόους εμποδίζοντας τη χώρα στην πρόσληψη των ιδεών του Σοσιαλισμού – Μαρξισμού με ένα πολύ μικρό προλεταριάτο εργατικού κινήματος σε εμβρυακή ακόμα κατάσταση και χωρίς ένα μαζικό αγροτικό κίνημα οι αγρότες ανέμεναν ατελείωτα από το κράτος τη ρύθμιση του ζητήματος για την διανομή των εθνικών γαιών.
Αν και ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός στην Ελληνική πολιτική Ιστορία άρχισε να καθιερώνεται σε γερές βάσεις μετά το 1974. Ξεκινώντας από το παρελθόν βλέπουμε ένα ενθουσιώδες κίνημα Διαφωτισμού που δεν εκπληρώθηκε όμως κοινωνικά. Κοιτάζοντας τις τραγωδίες του 20ou αιώνα οι οποίες ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας του φιλελευθερισμού που μείωσε την ανθρώπινη αξία σε είδος απορρίπτοντας τις ουμανιστικές και φιλελεύθερες ιδέες του διαφωτισμού προς χάριν του ελληνικού εθνικισμού. Αφήνοντας εκτεθειμένα στην ωμή βία μεγάλα πλήθη αθώων ανθρώπινων υπάρξεων που πλήρωσαν με αίμα δάκρια και θάνατο τα απάνθρωπα σχέδιά τους.
Το δράμα μιας παράλογης ιλαροτραγωδίας ψεύτικων ελπίδων και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων ενός αποτυχημένου ουμανισμού.
Μέσα από τις φλόγες της Σμύρνης και το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας χάνεται το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και όλα τα πνευματικά και πολιτιστικά στοιχεία που είχαν γαλουχήσει τους Έλληνες όλους αυτούς τους αιώνες. Σπάνια χρονικές περίοδοι, όπως αυτήν, υπήρξαν τόσο καθοριστικές για την πορεία και τη διαμόρφωση του Ελληνικού Έθνους. Με την εγκατάσταση των προσφύγων στην κυρίως Ελλάδα γίνονται ριζικές αλλαγές παντού. Μέσα από τις οξυμένες κοινωνικές αντιθέσεις η νέα εργατική τάξη που έχει δημιουργηθεί ανανεωμένη με το προσφυγικό στοιχείο θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις νέες πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις.
Μέσα από τον εθνικό διχασμό και τη Μικρασιατική καταστροφή σε ένα κοινωνικό κλίμα έντονα φορτισμένο. Μετά την έξωση της δυναστείας η Ελλάδα εξαντλημένη και ακρωτηριασμένη χωρίς να έχει δρέψει τους καρπούς των κόπων της θα γεννήσει και πάλι στον ίδιο χώρο που γέννησε πριν από χιλιάδες χρόνια μες τα σπαράγματα του λεηλατημένου Παρθενώνα ξεπροβάλλει μια νέα ελπίδα, ένα μικρό βρέφος. Οι Έλληνες, οι Ελλαδίτες και οι Ίωνες της Ανατολής ακούγοντας τα κλάματα του νεογέννητου, θα σπεύσουν να το προστατεύσουν ονομάζοντάς το ομόφωνα Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία.