Ειδική αποστολή
Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Η. ΟΡΦΑΝΟΥ*
(Θεατρικό μονόπρακτο)
Δίας: Ερμή, Ερμή, Ερμή!
Ερμής: Έλα βρε πατέρα, γιατί με ξυπνάς πάλι; Τι θες χαράματα, πριν λαλήσουν οι πρώτοι πετεινοί της ημέρας;
Δίας: Σήκω πια, τεμπέλαρε! Έλα αμέσως… Πού είσαι;
Ερμής: Καλά ντε, μην φωνάζεις! Έρχομαι! Τι με θες;
Δίας: Πρέπει να πας στη Γη και άσε το κλινάρι, άχρηστε υπναρά! Τη νύχτα μέρα έχεις κάνει και τη μέρα νύχτα πια!
Ερμής: Στους ανθρώπους ξανά; Τι έκαναν πάλι; Μια ζωή, οι θνητοί κάνουν λάθη και για να ξεγλιστρήσουν από τις τιμωρίες των θεών, πέφτουν γονατιστοί, μυξοκλαίνε μετανιωμένοι τάχα μπροστά στ’ αγάλματα, φέρνουν και τάματα. Και τότε, οι θεοί, και συ, πατέρα, το κάνεις συχνά, μην το αρνηθείς, βάζετε χέρι στα δώρα τους, τρώτε τις πίτες και τα σφάγιά τους, πίνετε το κρασί τους και τους συγχωρείτε… Πολύ ακριβά το πουλάτε, Δία, εσείς οι θεοί το συγχωροχάρτι, μια πίτα η μοιχεία, ένα αρνί η κλεψιά, ένα…
Δίας: Τι λες πάλι, βρε Ερμή; Αν και θεός, μού βγήκες άθεος; Πρέπει, λοιπόν, να πας στη Γη και άσε τις φλυαρίες! Εκείνοι, ναι, οι άνθρωποι εννοώ, από τη φύση τους είναι γεννημένοι να κάνουν ό,τι τους έρθει στο κεφάλι ή όσα ανάψουν την καρδιά τους από τη μια, εσύ, από την άλλη, όμως, από την ώρα που ήλθες στη ζωή, είσαι για να εξυπηρετείς τα θελήματά μου! Και δίχως γκρίνια παρακαλώ, μα γοργοπόδαρος ορίστηκες είτε στους θνητούς να μεταφέρεις αγόγγυστος τις αποφάσεις και τις πεθυμιές μου, είτε τις ψυχές τους στον Άδη, όταν οι Μοίρες τελειώσουν τη ζωή τους, να πηγαίνεις αδάκρυτος… Και τα τάματα και τα δώρα, που λες πως οι θεοί λαίμαργα απ’ τον άνθρωπο ζητούν, τα ιερατεία τα καρπώνονται αχόρταγα, οι τάχα λιτοδίαιτοι επί γης εκπρόσωποί μας και σ’ εμάς, στον Όλυμπο, αέρας κοπανιστός φτάνει, τίποτα άλλο, άκου με! Άντε, λοιπόν, γιε της Μαίας, σύρε τα πόδια σου, δρόμος μακρύς και κοπιαστικός σε περιμένει… Σήκω κι άκου προσεχτικά όσα ως πατέρας και ως αφέντης θα σ’ ορμηνέψω!
Ερμής: Λέγε, πατέρα, τι θες! Χωρίς πολλά – πολλά! Δεν τους γουστάρω τους μαστιγοφόρους αφεντάδες, δεν τα μπορώ τα κηρύγματα! Εξάλλου, μη νομίζεις, όμως, ότι, στέλνοντάς με στο ανθρωπολόι, θα πετύχεις και πολλά πράγματα!
Δίας: Τι λες; Έπαψε ο λόγος σου να ‘σαι πειστικός στους ανθρώπους;
Ερμής: Όχι, αλλά δεν έμαθες, Δία μου, προχτές πως κάποια παλικαρόπουλα στην Αθήνα, για να το παίζουν μάγκες, πήγανε και σπάσανε της πόλης τα οδοσήμαντρα και τους φανοστάτες που τους κοσμούσε η προτομή μου; Το νου σου, έρχεται η σειρά σου, σε λίγο, θα βάλουν χέρι και στους ναούς σου…
Δίας: Το άκουσα! Οι αλήτες! Καλό κουμάσι αυτός ο Αλκιβιάδης! Μπουμπούκια η παρέα του, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα! Μολαταύτα, θα πας στην Ελλάδα, γιατί είσαι ο αγαπημένος μου γιος αφενός και αφετέρου ο πλέον συμπαθής, ο πλέον ασταθής, ο πλέον συγκεχυμένος, ο πιο πολυσύνθετος και επομένως ο πιο Έλληνας από όλους τους ολύμπιους θεούς…
Ερμής: Δεν είμαι κοπελίτσα, Δία, να με ρίξεις όπως τόσες άλλες στο κλινάρι σου με τα γλυκόλογά σου. Αλλά θα πάω, θα σου κάνω το χατίρι! Πες μου ό,τι θες και θα γίνει… Αφότου με συγχώρεσες όταν έκλεψα του χαζού του Απόλλωνα τα βόδια, κατάλαβα, ξέρω πια πόσο πολύ με αγαπάς, αν και σου αρέσει να με βασανίζεις, ξυπνώντας με ενώ ξεκουράζομαι ή διακόπτοντάς με την ώρα που συνευρίσκομαι με κάποια νεραϊδούλα των δασών και των ποταμιών, κάτι που εγώ ποτέ δεν θα στο έκανα, όσα τάλαντα κι αν θα με πλήρωνε η μητριά μου, η Ήρα, από τη ζήλεια της, για να σου κάνω χαλάστρα στους έρωτές σου… Λέγε, τελοσπάντων, τι θες από μένα!
Δίας: Φλυαρείς πάλι, γιε μου, και με κουράζεις! Τίνος έμοιασες εσύ, βρε Ερμή; Εγώ, όταν μου τη σπάει κάποιος, ως αρχηγέτης όλων, θεών και ανθρώπων, του στέλνω κανά κεραυνό στο κεφάλι και καθαρίζω… Δε μου αρέσουν οι ρητορείες, ψεκάστε – σκουπίστε – τελειώσατε, ένα αστροπελέκι αρκεί, να βάλει μυαλό ο κάθε άμυαλος… Ως πατέρας δικός σου, όμως, οφείλω, με κηρύγματα, να σε κρατώ στον ίσιο δρόμο και να σε συνετίζω, οσάκις βλέπω να ξεστρατίζεις… Και η δική μου αδυναμία στις γυναίκες δεν είναι κατακριτέα. Αρέσει και σ’ αυτές να γεννοβολάνε μαζί μου παιδιά, εξάλλου, σε όλες τις χώρες και τις θρησκείες του κόσμου, θεοί συνευρίσκονται με θνητές και χαρίζουν στην ανθρωπότη ήρωες, λεβέντες δύο μέτρα, γενναίους μαχητές στους πολέμους και χτίστες σχολείων, ναών και σπιτιών στα χρόνια της ειρήνης, για να τιμήσουν τους κύρηδές τους!
Ερμής: Το ξέρω! Λέγε, μεσημέριασε πια! Θ’ αργήσω και θα μου την πεις πάλι!
Δίας: Πέρα από την ευγνωμοσύνη τους που είχαν επί χρόνια στο πρόσωπό σου, γιατί λένε πως έφερες στη ζωή τους την καθημερινή το εμπόριο, τα γράμματα και τις επιστήμες, ξέρεις καλά, Ερμή μου, πως όλης της γης οι άνθρωποι σε τιμούν χώρια απ’ τους άλλους Ολύμπιους και επειδή σε θεωρούν πρώτο στην απατεωνιά, το ψέμα και την κλεψιά και σε εμπιστεύονται καθότι «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» και εσύ κλέφτες δεν θα έκλεβες ποτέ και ψέματα δε θάλεγες σε ψεύτες, εκτός κι αν ήθελες να πολιτευτείς σε κάποια γήινη επαρχία. Σ’ αγαπάνε και οι Αιγύπτιοι, γιατί τους βοήθησες να συντάξουν τους νόμους τους και το αλφάβητό τους, άσχετα αν τους καταπατούν καθημερινά, τους αρέσει να τους βλέπουν με καλλιγραφία να κοσμούν τις βιβλιοθήκες. Μολαταύτα, λοιπόν, να πας στην Ελλάδα πρέπει, να πιάσεις όλους τους απατεώνες και τους κλεφταράδες, που πιστά σε ακολουθούν, ανεξάρτητα από ποιαν οικονομική και κοινωνική τάξη προέρχονται! Να τους πιάσεις και να τους μιλήσεις, να τους συμβουλέψεις σαν να ήτανε γιοι σου… Ο λαός υποφέρει, πες τους. Δεν μπορεί να σηκώνει στις πλάτες του τους βαρείς και δυσβάσταχτους φόρους που του φορτώνουν οι κρατούντες και ταυτόχρονα αυτοί με κάθε τρόπο να τον ξεγελούν και να του κλέβουν τον καθημερινό ιδρώτα. Δεν μπορώ να τους βλέπω να του μετατρέπουν το μεροφάι που αποχτήθηκε με πολύν κόπο σε ψίχουλα, επαίτη ρακένδυτο να τον κάνουν να γυρνά σε σκουπιδοσωρούς σα ρακοσυλλέκτης και να ψάχνει ψήγματα τροφών να φάει και αυτοί, σαν άρχοντες βολεμένοι και χλιδάτοι, να καλοπερνούν και να λένε ότι για όλα φταίει η κρίση στην οικονομία της Καρχηδόνας ή το χρηματιστήριο της Ρώμης! Τον κακό τους τον καιρό, τον ψυχρό και τον ανάποδο, οι ψεύτες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια το λαό και κοιτάνε μόνον την τσεπούλα τους, την κουτάλα και τη μάσα! Και στην τελική, δες το κι αλλιώς, εάν ο λαός δεν έχει να φάει και να πιει, δεν θα έχει ούτε και στους θεούς ταξίματα να αφιερώνει…
Ερμής: Κατάλαβα και φεύγω τρεχάτος, πατέρα! Τρέχω!
Δίας: Άντε, γιε μου, στο καλό! Και περιμένω νέα…
Ερμής: Πάω, αλλά θ’ αργήσω να γυρίσω… Έχω να ιδώ ένα παλιό μου αμόρε καιρό και αν τη βγάλω απόψε για νέκταρ, ίσως το ξενυχτίσουμε, χε χε χε!
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.