Πριν ένα χρόνο, παραμονές της επετείου της μάχης της Κρήτης, δημοσιεύσαμε άρθρο με στοιχεία σχετικά με τη συμμέτοχη Αρκάδων σ’ αυτή και κατάλογο 35 ατόμων, που έδωσαν ότι πολυτιμότερο είχαν, τη ζωή τους, στον αγώνα εναντία στο φασισμό και την ανεξαρτησία της πατρίδας. Μετά τη δημοσίευση αυτή και τις γνωριμίες του φίλο Σπύρου Καλδή, συναντηθήκαμε με τον Ιωάννη Τσούκα, κάτοικο Βαλτετσίου, που πηρέ μέρος στη Μάχη της Κρήτης.
Σε συνέντευξή του μας δίνει πολύτιμα και άγνωστα στοιχεία ιδιαίτερα μετά τη μάχη και τον τρόπο διαφυγής του στην Πελοπόννησο. Σας παρουσιάζουμε την ιστορία του, όπως αυτός μας την αφηγήθηκε το πρωί της 10ης Ιουλίου 2014 στην πλατεία του ιστορικού χωριού.
«Γεννήθηκα το 1918, όμως, στα χαρτιά δηλώθηκα το 1919. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήμουν στρατιώτης στην Τρίπολη στο 11ο σύνταγμα, είμαι της κλάσης 1940. Τη νύχτα για να μη μας βομβαρδίζουν οι Ιταλοί βγαίναμε στο πλεύρωμα, το πρωί στο στρατόπεδο. Ήμασταν εκπαιδευμένοι, μετά πήγαμε στην Τεγέα μας ετοίμαζαν για το μέτωπο. Ήρθε νεώτερη διαταγή και μας πήγαν στο στρατώνα στ’ Ανάπλι. Από εκεί με πλοίο πήγαμε στην Κρήτη, στη Σούδα, με συνοδεία αντιτορπιλικών. Μόλις φτάσαμε μας βομβάρδισαν οι Ιταλοί. Πήγαμε στα Χάνια και από εκεί στις Μουρνιές, εκεί μείναμε. Δίπλα μας ήταν Εγγλέζικος στρατός. Εκεί μάθαμε ότι οι Γερμανοί κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα.
Ένα πρωί φθάσανε τα αεροπλάνα και ρίχνανε αλεξιπτωτιστές από τα Χάνια μέχρι το Μάλεμε. Εμείς είμαστε έξω από τις Μουρνιές και τους ρίχναμε. Την πρώτη ημέρα σκοτώθηκαν, όπως λέγανε 1.500, μείνανε καμία 30αριά σε ένα λοφάκι. Το βράδυ πρότεινε ο Έλληνας αξιωματικός να τους «καθαρίσουμε», όμως, ο Εγγλέζος είπε: άστους. Την άλλη μέρα ήρθαν πάλι τα αεροπλάνα και ρίχνανε αλεξιπτωτιστές. Πολεμάγαμε, άλλα οι Γερμανοί κατέλαβαν ένα μέρος. Το αεροδρόμιο το είχαν ακόμα οι Εγγλέζοι. Την Τρίτη μέρα δώσαμε σκληρή μάχη. Εκεί σκοτώθηκε ο ανθυπολοχαγός από του Μάναρι, δεν θυμάμαι το όνομά του (σημείωση Π.Β. πρόκειται για τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Βουτυρίτσα Γεώργιο του Παναγιώτη στο 2ο τάγμα Μουρνιών, σκοτώθηκε στις 26-5-1941 στον Αλικιανό). Οι Γερμανοί κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Σ’ εμάς δόθηκε διαταγή και παραδοθήκαμε στους Γερμανούς μαζί με Εγγλέζους. Εμείς μείναμε στην περιοχή για αρκετές μέρες. Ότι βρίσκαμε τρώγαμε, μας έδιναν και οι Κρητικοί ότι είχαν. Μετά έβγαλαν διαταγή οι Γερμανοί ότι όσοι στρατιώτες Έλληνες είναι από την ηπειρωτική Ελλάδα να παρουσιασθούν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Εμείς πιστεύαμε ότι μας μαζεύουν για να μας διώξουν για τα μέρη μας. Οι περισσότεροι παρουσιασθήκαν, λίγοι δεν παρουσιασθήκαν. Εγώ γνώριζα τον Τέλη Σιαμπάνη από το Βαλτέτσι αυτός δεν παρουσιάσθηκε και έμεινε σε κάποιο χωριό και ήρθε στο Βαλτέτσι μετά από μένα.
Μείναμε λίγες μέρες στο Μάλεμε και δόθηκε διαταγή να πάμε στη Σούδα, στο λιμάνι. Περιμέναμε το καράβι. Νέα διαταγή τους μισούς τους πήγαν πάλι στο Μάλεμε, οι υπόλοιποι και εγώ μείναμε στη Σούδα σε στρατώνα. Μείναμε εκεί όλο το καλοκαίρι του 1941, κρατούμενοι με σκοπούς Γερμανούς. Μας κράτησαν μετά από εισήγηση ενός κρητικού αξιωματικού να μας χρησιμοποιήσουν ως εργάτες για να θάψουμε τα πτώματα και να επισκευάσουμε γεφύρια και δρόμους που είχαν καταστραφεί. Εμείς ήμασταν αιχμάλωτοι και μας χρησιμοποίησαν ως εργάτες. Κάθε πρωί ερχόταν Γερμανοί και έπαιρναν όσους ήθελαν για δουλειές. Εγώ έτυχε και ήρθε ένας Γερμανός μεγάλος σε ηλικία περίπου 70 χρονών, ήθελε τρία άτομα. Ο σκοπός υπέδειξε τρεις, μεταξύ αυτών και έμενα. Μας πήρε από το στρατώνα και μας πήγε στο μέρος που έμενε ο Γερμανός διοικητής της Κρήτης. Το μέρος ήταν δυο χιλιόμετρα κοντά στο δρόμο που πήγαινε στο Ηράκλειο. Εκεί είχαν σκηνές και μένανε. Εγώ πήγαινα εκεί. Και έκανα το γκαρσόνι. Πήγαινα το πρωινό, το Μεσημεριανό και το βραδινό στο διοικητή. Το βράδυ επιστρέφαμε και κοιμόμασταν στον στρατώνα στη Σούδα. Την πρώτη ημέρα ένας αξιωματικός υπέγραψε και μου έδωσε ένα χαρτί. Την άλλη μέρα ήρθε Γερμανός αξιωματικός και ζήτησε 80 για κάποια δουλειά, εγώ έδειξα το χαρτί και με άφησαν, το ίδιο συνέβη και άλλες φόρες. Παρέμενα συνεχεία εκεί, δηλαδή στην υπηρεσία του διοικητή. Όταν ο διοικητής πήγαινε περιοδεία μας λέγανε αν θέλουμε να πηγαίνουμε κοντά. Εγώ πήγαινα, έτσι γύρισα σχεδόν όλη την Κρήτη. Εγώ δεν έτυχα στις περιοδείες αυτές σε επεισόδιο.
Εκεί έμεινα τρεις μήνες μέχρι τον Οκτώβριο. Μετά το έσκασα. Είχαμε πληροφορηθεί ότι ερχόταν Κρητικοί με καΐκια από την Πελοπόννησο. Τη δουλειά αυτή την έκανε ένας Χανιώτης που έπαιρνε τους λιποτάκτες και τους πήγαινε στο Καΐκι.
Όταν το έσκασα μεσημέρι, είχα έρθει σε συνεννόηση με ένα βοσκό που μου έφερε πολιτικά ρούχα, τα φόρεσα πήγα στα Χανιά, εκεί που είχε γίνει η συνεννόηση. Την άλλη μέρα το πρωί μπήκαμε στη σούστα, ήμασταν 7-8 νοματαίοι. Θυμάμαι τον Γιάννη τον Καρύγιαννη από του Μάναρι, έχει πεθάνει τώρα, ένας Κώστας από χωριό έξω από την Τρίπολη στο δρόμο των Καλαβρύτων, τον Φουντίτσα τον Νίκο από την Μάκρη και τον Γιάννη το Τσάγκο από του Μάναρι. Περάσαμε το Μάλεμε και φτάσαμε στο μέρος που έφθινε το καΐκι εκεί βρήκαμε και άλλους στρατιώτες που περίμεναν και είκοσι μέρες νηστικοί και σε άσχημη κατάσταση. Εμείς ήμασταν τυχεροί, το βράδυ είδαμε συνθηματικά φώτα, οι υπεύθυνοι μας είπαν ότι έρχονται. Ήταν δυο καΐκια γεμάτα Κρητικούς. Θυμάμαι ότι ένας Κρητικός είχε πάρει από την Πελοπόννησο και μια κοπέλα, η οποία έπεσε στο νερό, τη γλύτωσαν. Εμείς μπήκαμε ένας -ένας στα καΐκια, 42 άτομα. Περάσαμε Αντικύθηρα, Κύθηρα και βγήκαμε στο ακρωτήριο Μαλέας χαράματα. Το καΐκι δεν ζύγωνε κοντά, μπήκαμε στη θάλασσα μέχρι το στήθος και βγήκαμε στη στεριά. Χωριστήκαμε κατά ομάδες, εγώ με άλλους πέντε που ανέφερα παραπάνω, πήραμε τα βουνά, περάσαμε πολλά χωριά. Σ’ ένα μικρό χωριό μας δώσανε ψωμί και μας είπαν να μείνουμε. Δεν δεχθήκαμε γιατί ήμασταν ανάλλαγοι γεμάτοι ψείρα, βρωμούσαμε. Πήγαμε και κοιμηθήκαμε σε ένα αχυρώνα. Πλησιάσαμε την Αράχοβα, γνώριζα τα μέρη πια, και το τρίτο βράδυ γύρω στις 12:00 φθάσαμε στη Βλαχοκερασιά, είχαμε και έναν από εκεί δεν θυμάμαι το όνομά του. Το μαγαζί ανοιχτό με καμία 30αρια νοματαίους κάτι γιόρταζαν. Μπήκε πρώτος μέσα ο Βλαχοκερασιώτης μέσα ήταν και αδελφός που, τον αγκάλιασε, φίλια με όλους. Καθίσαμε, φάγαμε, ήπιαμε και μεθύσαμε.
Την άλλη μέρα οι υπόλοιποι συνεχίσαμε μέχρι του Μάναρι. Το πρώτο σπίτι ήταν του Γιάννη του Τσάγκου. Έμενε εκεί η μανά του και δυο αδελφές του, ήταν ορφανός και κακώς το έχανε πάρει φαντάρο. Βάζει έμενα και κτυπάω την πόρτα. Μου απαντά η μάνα του, ποιος είσαι; Εγώ απάντησα έρχομαι από την Κρήτη και φέρνω χαιρετίσματα του γιου σου. Μου λέει περίμενε θα ανοίξω. Άνοιξε και είδε το παιδί της, μεγάλη συγκίνηση, δεν γνώριζαν αν ζει. Εγώ έμεινα εκεί, οι άλλοι δυο πήγανε και εμείνανε στο σπίτι του Καρύγιαννη. Την άλλη μέρα το πρωί, πήγαμε σε όλα τα σπίτια του χωριού, μας κέρναγαν. Το απόγευμα οι τρεις πήραμε το δρόμο και στο Καλογερικό χωρίσαμε, εγώ πήρα το δρόμο για το Βαλτέτσι. Στο δρόμο βρήκα τον Μπάρμπα Θοδόση τον Μητσόπουλο που έσπερνε. Στο σπίτι η μάνα μου είχε πάρει τα πράγματα και είχε πάει στο Κρανίδι που ξεχειμωνιάζαμε τα ζωντανά, θα γύριζε και θα έφευγαν όλοι μαζί. Στο σπίτι δεν ήτανε κανείς, ο πατέρας μου ήτανε στα πρόβατα. Πήγα σε μια θεια μου και κοιμήθηκα. Το πρωί πήγα στην εκκλησία, λειτουργούσε, γιατί ήτανε του Αγίου Δημητρίου η γιορτή, εκεί συνάντησα τον πατέρα μου που τον είχε ειδοποιήσει ένας ξάδερφός μου. Μετά δύο-τρεις μέρες γύρισε η μάνα μου δεν ήξερε ότι είχα γυρίσει και την συνάντησα. Φύγαμε μετά για το λιβάδι έξω από το Κρανίδι.
Αυτά θυμάμαι. Να συμπληρώσω ακόμα ότι στη μάχη της Κρήτης από το Βαλτέτσι ήταν ο Ηλίας Πλατανίτης του Κωνσταντίνου, τραυματίστηκε στις Μουρνιές, ήμασταν παρέα. Μετά τον στείλανε στην Αθήνα, έγινε καλά. Ακόμα στη Μάχη της Κρήτης πήρε μέρος και ο Γεώργιος Ιωάννου Μήτσου ή Μητσόπουλος (παρατσούκλι Βουλές).
Περάσαμε πολλά, μαθαίνω ότι κάθε χρόνο γιορτάζουν έρχονται και ξένοι. Εμάς δεν μας κάλεσαν. Οι αρχές της Κρήτης δεν πρέπει να ξεχνάμε την συμμέτοχη μας. Οι περισσότεροι που πήραμε μέρος έχουν πεθάνει ας καλέσουν τις αρχές και τους απογόνους μας και με αυτή την ευχή τελειώνω, να μη ζήσουν άλλοι όσα τραβήξαμε εμείς…».