Εντείνεται η αγωνία των επιχειρηματιών στον τουριστικό κλάδο σε ότι αφορά τις πληρότητες στις ξενοδοχειακές μονάδες για το επόμενο δίμηνο, καθώς η ανάκαμψη της τουριστικής αγοράς της Τουρκίας επηρεάζει σημαντικά τις αφίξεις στη χώρα και την Κρήτη, ενώ ακόμα μεγαλύτερη είναι η ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι την επόμενη χρονιά.
Ο διπλασιασμός των Γερμανών τουριστών που επιλέγουν για διακοπές την Τουρκία, καθώς και η κατά 20% υποτίμηση της λίρας και η ανάκαμψη, από τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στα οποία είχε περιέλθει ο τουρισμός της μετά το πραξικόπημα και τις τρομοκρατικές επιθέσεις των προηγούμενων ετών, βοήθησαν τη γείτονα χώρα να ενισχύσει τις τουριστικές τις κρατήσεις.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η χώρα μας και το νησί ειδικότερα να καταγράφει σημαντικές απώλειες στις κρατήσεις, αφού δεν μπορεί, λόγω της υψηλής φορολογίας που συνεπάγεται υψηλότερες τιμές κόστους για τους τουρίστες, να ανταγωνιστεί αγορές όπως αυτή της Τουρκίας.
Άμεση συνέπεια είναι οι ξενοδόχοι να προχωρούν σε μειώσεις των τιμών και σε προσφορές, προκειμένου να καλύψουν τα κενά δωμάτια.
Η ανταγωνιστικότητα της Τουρκίας, της οποίας το νόμισμα έχει υποτιμηθεί κατά 20% από την αρχή του έτους και κατά 30% από πέρυσι το καλοκαίρι, δεν έχει επηρεάσει την τιμολογιακή ισχύ των Eλλήνων ξενοδόχων έναντι των Γερμανών μόνον, αλλά και έναντι άλλων αγορών, προεξάρχουσας της Ρωσίας, όπου επίσης η διολίσθηση του ρουβλίου καθιστά σχεδόν απαγορευτικές τις διακοπές στη ζώνη του ευρώ για ένα μεγάλο ποσοστό Pώσων ταξιδιωτών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως για τον ελληνικό τουρισμό δεν είναι ότι θα μπορούσαν να πουλήσουν ακριβότερα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο στους Γερμανούς ή τους Bρετανούς (όπου παρατηρούνται ανάλογα χαρακτηριστικά αγοραστικής συμπεριφοράς), τις δύο μεγαλύτερες αγορές εισερχομένων ταξιδιωτών, αλλά η μειωμένη πλέον διαπραγματευτική ισχύς των Eλλήνων ξενοδόχων στις τρέχουσες και τις επερχόμενες συζητήσεις με τους tour operators για τις κρατήσει του 2019. Καθώς τυπικά οι κρατήσεις που κλείνονται νωρίς γίνονται με εκπτώσεις, είναι σαφές πως η προαναφερθείσα κατάσταση είναι σε βάρος των Ελλήνων ξενοδόχων.
Η αδυναμία αυτή του ελληνικού τουριστικού προϊόντος είναι ευθέως συνδεδεμένη με τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις που «δένουν» τα χέρια των επιχειρήσεων και δεν τους επιτρέπουν να «χτυπήσουν» τις τιμές του διεθνούς ανταγωνισμού χωρίς να είναι ζημιογόνοι. Αυτή τη στιγμή, επιβαρύνονται με τους υψηλότερους συντελεστές στον ΦΠΑ σε σχέση με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των άμεσα ανταγωνιστικών χωρών καθώς ο κλάδος, μεταξύ άλλων επιβαρύνσεων, υπέστη και την αύξηση του ΦΠΑ στις υπηρεσίες διαμονής από το 6,5% στο 13%, στην εστίαση και στις επιβατικές μεταφορές από το 8% στο 24%, στον φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 26% στο 29% και, από τις αρχές του 2018, φόρο διαμονής στα τουριστικά καταλύματα της χώρας ενώ, πλέον, έχουν καταργηθεί οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ στα περισσότερα ελληνικά νησιά που ίσχυαν με το εν λόγω καθεστώς.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο πρόεδρος του Συλλόγου Ξενοδόχων Ρεθύμνου εκτίμησε ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με αρνητικό πρόσημο για το σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων του νομού, ενώ εξέφρασε την άποψη ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν την επόμενη χρονιά με δεδομένο ότι πλέον προορισμοί στη Μεσόγειο και όχι μόνο πωλούν φθηνά τουριστικά πακέτα προσελκύοντας εκατοντάδες επισκέπτες, κάτι που η Ελλάδα και κατ’ επέκταση η Κρήτη δεν μπορεί να το κάνει αφού δεν έχει τη δυνατότητα να ρίξει τις τιμές, κυρίως λόγω της υψηλής φορολογίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με τον Μανόλη Τσακαλάκη, από το σύνολο του τζίρου των ελληνικών ξενοδοχείων το 68% διατίθεται σε ΦΠΑ, φόρους και προσωπικό, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο νούμερο στην Κύπρο είναι 24%. Όπως τόνισε όσο δεν μειώνεται η φορολογία τόσο οι τουριστικές αφίξεις και διανυκτερεύσεις θα φθίνουν.