Η αυτοβιογραφία, ως ένα βιογραφικό είδος που βιογράφος και βιογραφούμενος ταυτίζονται, είναι επόμενο να υπόκειται στον κίνδυνο του ασυνείδητου υποκειμενισμού ή, το χειρότερο, στον πειρασμό της ενσυνείδητης παραποίησης των συμβάντων -ωραιοποίησης ή κακοποίησης- για λόγους υστεροφημίας. Η αρνητική αυτή διαβάθμιση οφείλεται στο ότι στην πρώτη περίπτωση απουσιάζει η πρόθεση αλλά όχι κατ’ ανάγκη η ειλικρίνεια, σε αντίθεση με τη δεύτερη που ταυτίζεται με την ανειλικρίνεια.
Ούτως ή άλλως, όμως, ο βαθμός αντικειμενικότητας ενός αφηγητή αποτελεί βασικό κριτήριο αξιολόγησης της αυτοβιογραφίας του, καθώς αυτή υπηρετεί διπλό ρόλο: ένα ενημερωτικό, ως άμεση μαρτυρία, και ένα παιδαγωγικό, ως διδακτική πρόθεση ή διδακτικό αποτέλεσμα.
Ο πρώτος στόχος στην «Αυτοβιογραφία» του Εμμανουήλ Γ. Γενεράλι υπηρετείται πλουσιοπάροχα, καθώς το κείμενο καλύπτει την ταραχώδη εποχή 1860 μέχρι το 1918, παρουσιάζοντας πολλά άγνωστα στοιχεία ή αναδεικνύοντας άλλα για τη ζωή, την εκπαίδευση και την ιστορία της Κρήτης. Συγκεκριμένα αναφέρεται στις κρητικές επαναστάσεις, στην αστική και επαρχιακή/αγροτική ζωή, στα εξελικτικά στάδια της εκπαίδευσης στην Κρήτη, στην κρίση από την ήττα του 1897, στην Επανάσταση του Θερίσου το 1905, στην Κρητική Πολιτεία 1898-1913, στην Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, στο έπος των Βαλκανικών Πολέμων ή στις συνέπειες του εθνικού διχασμού σε Βενιζελικούς και Κωνσταντινικούς. Με δυο λόγια αποτελεί ένα θησαυροφυλάκιο τοπικής και εθνικής ιστορίας.
Ο αναγνώστης, εκτός από πραγματολογική γνώση μιας εποχής αποκτά και ετερογνωσία και μέσω αυτής αυτογνωσία που αποτελεί βάση και αυτοβελτίωσης.
Ο διδακτικός χαρακτήρας υπηρετείται μέσω της εξιστόρησης των «ηράκλειων άθλων» του συγγραφέα από άποψη επιβίωσης και μάθησης, που είχαν ως έπαθλο την κοινωνική και επαγγελματική του ανέλιξη ως φιλολόγου, πανεπιστημιακού δασκάλου, γενικού Επιθεωρητή, συγγραφέα, βουλευτή της Κρητικής Συνέλευσης ή γραμματέα της τελευταίας επαναστατικής Κεντρικής Επιτροπής των Κρητών.
Υπηρετείται, παράλληλα, μέσα από την ενσάρκωση του ιδανικού κατά τον Περικλή πολίτη, του «ενεργού πολίτη» που απορρίπτει την «απραγμοσύνη» ως προσωπείο της «αχρειότητας», μέσα από διάφορες θέσεις, όπως του προέδρου του Γυμναστικού Συλλόγου Ρεθύμνης, του Γεν. Γραμματέα του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης, του πρωτεργάτη της ίδρυσης του Θεατρικού Συλλόγου « Άι Μούσαι» ή του προέδρου του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων «Ο Χρυσόστομος».
Ο αυτοβιογραφούμενος διδάσκει και ως «ποτέ από το χρέος μη κινών», παρά το ότι θρήνησε το γιο και τον ανιψιό του, που έπεσαν στους Βαλκανικούς πολέμους ως εθελοντές του «Ιερού Λόχου Φοιτητών Κρητών – Δραγατσάνιον».
Ο αυτοβιογράφος γενικά προχωρεί με πυξίδα της γραφίδας του όχι μόνο το πινδαρικό «Σιγαθέν καλόν έργον θνήσκει», αλλά και το αυτονόητο απότοκό του «Σιγαθέν κακόν έργον θνήσκει», που ισοδυναμεί με το «Σιγαθέν έργον ου διδάσκει» και με το «Σιγαθέν κακόν αποθρασύνει». Ιδιαίτερα θαρραλέα και αυστηρή είναι η αυτοκριτική του, που αναγνωρίζει δημοσία τα μεγάλα ή μικρά λάθη του, αλλά και μέσα από κάποια «εγωιστικά» αλλά ανθρώπινα «φάλτσα» του. Με άλλα λόγια δεν σπρώχνει κάτω από το χαλί τίποτε.
Έτσι η «Αυτοβιογραφία» προσφέρεται ως «μνημείο» που μας δείχνει με ευκρίνεια όχι μόνο τους αντιληπτικούς τρόπους με τους οποίους συλλαμβάνει ο Ε.Μ την επικαιρική του πραγματικότητα, καθορίζοντας ανάλογα τη δράση του, αλλά και την υποδειγματική του ειλικρίνεια με την οποία διασώζει διακαιρικά αυτό που θεωρεί σωστό και αξιόπρακτο ή αναθεωρεί ως λάθος και αναξιόπρακτο.
Για παράδειγμα, μπορεί ως «βασιλικότερος του βασιλέως» να μετέχει στο «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου στην Τρίπολη (όπου βρίσκεται με δυσμενή μετάθεση) συνοδεύοντας μάλιστα τους μαθητές του, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει στη συνέχεια να το χαρακτηρίζει «ανώφελο». Δεν αποκρύπτει ότι, παρά τον σκληρό αντιβενιζελισμό του και τις εξαιτίας του διώξεις του, κάνει προσπάθειες να προσεγγίσει του Βενιζελικούς προκειμένου να πετύχει τον επαναδιορισμό του στην Κρήτη και κοντά στην οικογένειά του, ούτε ότι τελικά συμφιλιώνεται με το Βενιζέλο χάρη στη διαμεσολάβηση του γιου του Ιωάννη, πολιτικού μηχανικού με ουσιαστική συμμετοχή στα δημόσια έργα τη «χρυσή τετραετία» 1928-1932.
Και βέβαια η φιλοβασιλική και αντιβενιζελική του τοποθέτηση είναι στοιχείο αξιολόγησης του αυτοβιογραφούμενου μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, αλλά και ως προς το ότι δεν τον εμποδίζει να θαυμάσει στον αντίπαλό του αρετές.
Αξιοσημείωτο απόσπασμα της ειλικρινούς αυτοκριτικής του είναι το εξής:
« Εν ταις κοινωνικαίς σχέσεσι δύναται κανείς να με αποκαλεί μισάνθρωπον. Φεύγω κυριολεκτικώς τους ανθρώπους. Στερούμαι δε και των τρόπων του εξωτερικώς φέρεσθαι. Δεν είμαι δηλαδή θιασώτης των κοινωνικών ψευδών, τόσο αναγκαίων δυστυχώς προ πάντων εις την σημερινήν κίβδηλον εποχήν. Τούτο ασφαλώς είναι απότοκον εν τω χωρίω γεννήσεως και ανατροφής μου όπου τα πάντα είναι απλά, άνευ ψυμιθίων, αληθή, ουχί κίβδηλα, ουδέ νόθα. Αγαπώ τον οίκον μου, πρώτα πρώτα τον ζωντανόν, τα πρόσωπα, άτινα τον συγκροτούν, σύζυγον, τέκνα, εγγόνια και τους εγγύς συγγενείς. Αλλ’ άνευ θεατρικής επιδείξεως προς ματαίαν επίδειξιν».
Αξιομνημόνευτα για την αξία του ανδρός ως προτύπου δημόσιου λειτουργού και μάλιστα δασκάλου είναι και οι παρακάτω εξομολογητικές και τροχιοδεικτικές φράσεις του (σελίδα 369 κ.ε.)
– «Ουδένα πολιτευόμενον εξυπηρέτησα, εις ουδενός την δίωξιν υπεχώρησα».
– «Έπραττον μόνον το νόμιμον και το κατά την αντίληψίν μου συμφέρον εις την εκπαίδευσιν».
– «Εξεδίωξα εκ του Γραφείου ισχυρούς πολιτευόμενους…».
Για την αξιολόγηση της αυτοβιογραφίας έχει μεγάλη σημασία ότι γράφτηκε σε διάστημα επτά μηνών, από ένα κατασταλαγμένο και ώριμο αυτοβιογραφούμενο ως ένα άδειασμα μνήμης και μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση της «σαρανταπληγιασμένης» ψυχής του, για να δανειστώ ένα αυτοχαρακτηρισμό του Καζαντζάκη.
Επειδή ο υποκειμενισμός δεν ενεδρεύει μόνο στο μυαλό του βιογραφούμενου αλλά και στο μυαλό του αναγνώστη, πολύ δια-φωτιστική είναι η εικόνα του Ε.Γ όπως δίνεται στο τέλος του βιβλίου από το μόνο επιζώντα σήμερα μαθητή του, τον Εμμανουήλ Κριαρά, που μεταξύ των άλλων επισημαίνει: «…Ανδρώθηκε με τον ενθουσιασμό για την κλασική παιδεία (…).Τον ενθουσιασμό του αυτό, όσον κι αν ήταν μονόπλευρο κι αποκλειστικός, θέλησε και σ’ εμάς τους μαθητές του να τον μεταδώσει και να μας κάνει να νιώσομε την πραγματικά ζωογόνα πνοή του (…). Ο δάσκαλος μας κήρυσσε πάντα με απόλυτη ειλικρίνεια και ευθύτητα πνευματικού ανθρώπου εκείνο που πίστευε σαν αληθινό και αυτό ζητούσε με τον αγώνα του να μεταδώσει στην ερχόμενη γενεά (…). Με όλες τις μεμψιμοιρίες μας, τον αγαπούσαμε όλοι μας καθώς όμοια αγαπούσαμε κι άλλον έναν της ίδιας εποχής μας δάσκαλο, μακαρίτην και κείνον, τον Ιωάννην Μοσχόπουλο, που συμπληρώνοντας το έργο του Γενεράλι, με το ελεύθερο πνεύμα του και την ανοιχτομάτα σκέψη του άνοιγε ορίζοντες στη νεανική ψυχή…». (σελ. 523-524).
Όλα τα προαναφερόμενα, όσο ελάχιστα κι αν είναι για ένα βιβλίο τέτοιων διαστάσεων (κυριολεκτικά και μεταφορικά), νομίζω ότι στοιχειοθετούν αυτοδίκαια τον άξιο έπαινο σε όλους τους συντελεστές του εκδοτικού αυτού άθλου: το Θεόδωρο Πελαντάκη (επιμέλεια έκδοσης-πλαγιότιτλοι), το Γιάννη Παπιομύτογλου (βοηθητικό ευρετήριο ονομάτων) και τη Χριστίνα Θεοχάρη (χρονολόγιο της ζωής του Ε. Γενεράλι και της εποχής του), αλλά και στους συγγενείς του συγγραφέα: Εμμανουήλ Γενεράλι και Μάρω Γενεράλι-Εμπέογλου, που ανέλαβαν το κόστος κατασκευής της πολύτιμης αυτής κιβωτού, καθιστώντας την «κτήμα ες αεί».