Σε όλες τις κοινωνίες, διαχρονικά, συναντάς απατεώνες και επιτήδειους. Εκείνους που θέλουν να εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Ακόμη και τις πιο δύσκολες συγκυρίες ζητούν να επωφεληθούν, χωρίς να τους νοιάζει εάν έτσι ζημιώνουν τους συνανθρώπους τους.
Η παρούσα αφήγησή μας ορίζεται χρονικά ένα έτος περίπου μετά την κήρυξη της Ελληνικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης. Το καλοκαίρι του 1822, λοιπόν, ο τότε διορισμένος από την κυβέρνηση των επαναστατών, η οποία εδρεύει στην Πελοπόννησο, Γενικός Έπαρχος της Κρήτης, Μ. Κομνηνός Αφεντούλιεφ (ή Αφεντούλης), και ο Γενικός Γραμματέας της Προσωρινής Διοικήσεως της μεγαλονήσου, Ν. Οικονόμος, στέλνουν στο μινίστρο (: υπουργό) Εσωτερικών υποθέσεων (και προσωρινά και Πολέμου) Ιωάννη Κωλέττη γράμμα, στο οποίο εκθέτουν τη δυσχερή κατάσταση που βρίσκονται οι επαναστάτες του νησιού.
Στην επιστολή τους, που συνετάγη στις 04 Ιουλίου 1822 στο σημερινό χωριό Εμπρόσνερος Αποκορώνου Χανίων και διασώζεται σήμερα στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, καλούν τη Σεβαστή Διοίκηση (: την κεντρική κυβέρνηση) να λάβει μέτρα, εάν θέλει την ελευθερία της Κρήτης και τη σωτηρία των 200.000 περίπου χριστιανών που κατοικούν σε αυτήν. Ζητούν, πέραν των άλλων, ο Αφεντούλιεφ και ο Οικονόμος 5.000 τουφέκια για τους Κρητικούς επαναστάτες, λίγα κανόνια και μπάλες, για να μπορέσουν να κουρσέψουν και κανά κάστρο από τους Τούρκους και τους συμμάχους αυτών Αιγυπτίους, που έχουν καταφτάσει προς ενίσχυσή τους και διά αιματοχυσιών κατάπνιξη της επανάστασης στο νησί.
Ένα, όμως, από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην Κρήτη είναι και η λιμοκτονία. Προς τούτο, στο γράμμα τους απευθύνουν ο Έπαρχος και ο Γενικός Γραμματέας έκκληση στον υπουργό να στείλει η ελληνική κυβέρνηση τρόφιμα για τις χήρες και τα ορφανά που καθημερινά σωρηδόν αποδεκατίζονται από την πείνα και την φτώχεια. Την ίδια ώρα, όπως διαβάζουμε στο γράμμα, «πολλοί απ’ αυτούς τους ιδίους στρατιώτας μόλις βλέπουν το ψωμί μιαν φοράν την εβδομάδα, και αυτό όχι περισσότερον των εκατόν δραμίων»!
Στον επίλογο της επιστολής των δυο πολιτικών της Κρήτης, λοιπόν, βρίσκουμε και την αφορμή του προλογικού μας σημειώματος, κάποιος «πατριώτης» καρπώθηκε προς ίδιον συμφέρον χρήματα που προορίζονταν για ενίσχυση του αγώνα των επαναστατών του νησιού. Αντιγράφω αυτολεξεί και τα σχόλια ας είναι των αναγνωστών μας: «[…] Κάποιος Στέφανος Βασιλειόπουλος, πατριώτης, άρπαξε της πατρίδος έως γρόσια 60.000, δηλ. τας μεν 37.500 από τον καλόν Βαρβάκην, τας δε, γρόσια 22.500, από τον σεβάσμιον Ιγνάτιον, διά να φέρη πολεμικά εφόδια εις την Κρήτην, και αυτός τώρα και επτά μήνας κάθεται και εις την Μασσαλίαν και τα τρώγει[…]». Θα περιοριστούμε να γράψουμε μονάχα σχετικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην καταγγελία αυτή ότι ο μεν Βαρβάκης είναι ο Ψαριανός πάμπλουτος εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης (1745 – 1825) και ο δε Ιγνάτιος είναι ο Μυτιληνιός μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος (1765 – 1828), των οποίων η πολυσχιδής δράση κατά τα χρόνια της Επανάστασης είναι παγκοίνως γνωστή.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος, υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ.