Ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης ο περίφημος Αδελιανός με το όνομα, είχε καταφέρει με την αξία του και την στήριξη της δυναμικής γυναίκας του να αποκτήσει πλούτο και κοινωνική φήμη, αλλά μεγαλύτερο βιος του θεωρούσε τους τρεις θυγατέρες του.
Γι’ αυτό και πέρασε στερνά μέρες φρικτής οδύνης, όταν έχασε δυο από αυτές.
Απόμεινε η Βαρβάρα του να δίνει κουράγιο στους χαροκαμένους γονείς αλλά και να προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στην κοινωνική ζωή του Ρεθύμνου. Ιδιαίτερα διακρίθηκε για τη συνέπεια και το ήθος της όταν διετέλεσε επί σειρά ετών Γενική Γραμματέας του Λυκείου των Ελληνίδων Ρεθύμνου.
Βλαστάρι μιας ταραγμένης εποχής
Η Βαρβάρα γεννήθηκε σε μια εποχή που το Ρέθυμνο προσπαθούσε να πετάξει τον τουρκικό ζυγό. Στα 1897 η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Αρκετές οικογένειες αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν για να σωθούν από το μαχαίρι των αλλόθρησκων.
Ανάμεσά τους και η οικογένεια Τζαγκαράκη που κατέφυγε στη Σύρο. Εκεί δεν έμενε τίποτα άλλο από προσμονή και υπομονή γιατί το μέλλον ήταν αρκετά αβέβαιο. Τα γεγονότα επηρέαζαν και τα παιδιά. Από τις οδυνηρές εκείνες μέρες της προσφυγιάς η Βαρβάρα έμαθε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής με θάρρος, απαντοχή και φιλοσοφική διάθεση. Αυτά τα τρία δεν την εγκατέλειψαν σε όλη της ζωή. Κι όποτε μια τρικυμία την έφερνε στα όρια της απελπισίας, αυτά ήταν αρκετά για να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε.
Νόστιμον ήμαρ
Ήρθε και η ώρα της γλυκιάς επιστροφής στην πατρίδα. Η Βαρβάρα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έβλεπε ξανά το περήφανο κάστρο. Κι ήταν τόση η λαχτάρα της αντικρίζοντας την αγαπημένη της πόλη που σίγουρα τότε θα έδωσε την υπόσχεση να αφοσιωθεί σε έργα που θα βοηθούσαν το Ρέθυμνο να γίνει η ξακουστή πολιτεία των Γραμμάτων και Τεχνών.
Μόλις η ζωή της ξαναβρήκε τους ρυθμούς της ξύπνησε μέσα της η αχόρταγη δίψα για μόρφωση. Τέλειωσε το Δημοτικό, πέρασε στο Γυμνάσιο και μετά βρέθηκε στο Αρσάκειο χωρίς να χάσει ούτε μια μέρα σπουδών. Πάντα καλά προετοιμασμένη, είχε κερδίσει τη συμπάθεια των καθηγητών της που τη θαύμαζαν ακόμα για τη σεμνότητα και τον ακέραιο χαρακτήρα της.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι ο μεγάλος γλωσσολόγος Χατζηδάκης, που υπήρξε καθηγητής της, όταν μιλούσε γι’ αυτή συνδύαζε τη φιλομάθεια και τις προόδους της με την παράδοση της πόλης που τη γέννησε. Και κάθε φορά που ήθελε να εξηγήσει τη σημασία κάποιου ρήματος που έκρυβε κάτι το καλό και κολακευτικό, τη Βαρβάρα έβαζε στη θέση του υποκειμένου.
Από την έδρα στον έγγαμο βίο
Μόλις τέλειωσε τις σπουδές της επέστρεψε στην πόλη της με το πτυχίο της δασκάλας που κοσμούσε ένα μεγάλο ΑΡΙΣΤΑ. Διορίστηκε αμέσως στο Τούρκικο σχολείο όπου άρχισε να σκορπίζει το φως της γνώσης. Ήταν δύσκολο το έργο της όπως και κάθε δασκάλου. Εκείνη όμως με χαρά μεγάλη ασκούσε τα καθήκοντά της, νοιώθοντας τους μαθητές της παιδιά της αγαπημένα. Δεν πέρασε πολύς καιρός που κάθισε στην έδρα όταν έφθασε και γι’ αυτήν η μεγάλη ώρα κάθε γυναίκας.
Ένα χέρι στιβαρό έπιασε το δικό της κι ευτύχισε να πάρει το όνομα ενός νέου που δεν υστερούσε καθόλου σε ευγένεια, μόρφωση και ανθρωπιά από αυτή. Ήταν ο Γεώργιος Μαμαλάκης.
Ο νέος είχε ξεκινήσει την καριέρα του σαν Γραμματέας του Πρωτοδικείου Νεαπόλεως. Αργότερα τοποθετήθηκε στο ίδιο πόστο του Εφετείου Κρήτης. Δεν έμεινε όμως για πολύ στη θέση αυτή. Όταν ήρθε με δεκαπενθήμερη άδεια στον τόπο του, αποφάσισε να φύγει από το δημόσιο. Άνοιξε υφασματοπωλείο και παντρεύτηκε τη Βαρβάρα, με την οποία τον συνέδεε μια ψυχική επαφή που σπάνια συναντάς σε ζευγάρια.
Ήταν και ο ίδιος φιλοπρόοδος και είχε μεγάλο πάθος για την προκοπή της πόλης του. Καμάρωνε επομένως τη γυναίκα του που αμέσως σχεδόν μετά το γάμο άρχισε να ασχολείται με τα κοινά, χωρίς όμως να πάψει να είναι μια υπέροχη σύζυγος, μια τρυφερή μητέρα, μια άριστη οικοδέσποινα. Οι γυναίκες που τη βοηθούσαν είχαν να κάνουν με τη Κυρία Βαρβάρα που κοντά της μάθαιναν τόσα πολλά. Μάθαιναν κυρίως τάξη και την πραγματική έννοια του να διατηρείς το νοικοκυριό σου όπως απαιτούν οι παραδόσεις. Ιδιαίτερα η μαγειρική της άφησε εποχή. Οι επισκέπτες της για μέρες συζητούσαν τις θαυμάσιες γεύσεις που τους είχε προσφέρει. Όλες ποιήματα των δικών της χεριών. Η Βαρβάρα λάτρευε ό,τι έκρυβε τον πυρήνα της δημιουργίας. Και η μαγειρική ήταν κάτι που τη γέμιζε χαρά και την χαλάρωνε από την ένταση των καθηκόντων που είχε επωμισθεί.
Πίστευε επίσης πολύ στην σωστή επικοινωνία του ζευγαριού που επιτυγχάνεται με διάλογο.
Έτσι οι συζητήσεις ήταν λιμάνι και για τους δυο συζύγους που μπορούσαν να γαληνέψουν με το να μοιραστούν προβλήματα, προσωπικές έγνοιες, σκέψεις διάφορες. Ο Γεώργιος εύρισκε στη Βαρβάρα τον ιδανικό σύμβουλο για κάθε θέμα που τον απασχολούσε.
Η χαρά της μάνας
Τη χαρά της μάνας πήρε πρώτα από τον Κώστα της. Ακολούθησε ένα κοριτσάκι που πέθανε όμως όταν ήταν ακόμα βρέφος. Η απώλεια αυτή της στοίχισε. Αποφάσισε όμως να παραδεχτεί πως η ζωή συνεχίζεται όταν ένοιωσε πως μια ακόμα καρδούλα χτυπούσε στα σπλάγχνα της. Αυτή τη φορά ήταν ο Σήφης. Ακολούθησε ο Δημήτρης και μετά ήρθε και ο Μαρίνος. Ο καημός της πάντως για ένα κοριτσάκι θεραπεύτηκε τέλος με τον ερχομό της χαριτωμένης Λιλίκας της.
Κάθε φορά που έφερνε η κουβέντα με τα παιδιά της μου έλεγαν με νοτισμένο βλέμμα πόσο σπουδαία ήταν η μητέρα της.
Εκείνος ο Μαρίνος μόλις είχα ξεκινήσει την έρευνα το 1978, ερχόταν με ό,τι έγγραφο εύρισκε για να συμπληρώσουμε το πορτραίτο της. Αυτό που δημοσίευσαν τότε στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση». Συνέχισα μετά συζητώντας με τον ανεψιό της τον εκλεκτό μας συμπολίτη κ. Λεωνίδα Καούνη, γιο της αδικοχαμένης αδελφής της Ελένης.
Η Βαρβάρα έδειχνε πάντα μεγάλη υπομονή. Σε δυο περιπτώσεις μόνο έχανε την ψυχραιμία της. Όταν της έλεγαν ψέματα κι όταν κάποιος της ζητούσε κάτι από το Λύκειο Ελληνίδων.
Λύκειο Ελληνίδων: Το δεύτερο σπίτι της
Το Λύκειο ήταν το δεύτερο σπίτι της. Μας είπε σχετικά ο κ. Καούνης.
– Αυτό που χαρακτήριζε τη θεία μου ήταν η συνέπεια σε ό,τι αναλάμβανε. Θυμάμαι κάτι ακραίο που δείχνει όμως την αρετή της αυτή. Ήταν τότε που η υπηρέτρια βρήκε τη γιαγιά μου και μητέρα της Βαρβάρας αιμόφυρτη στο σαλόνι κατάχαμα κι η μητέρα μου πέρασε μεγάλη τρομάρα μέχρι να μάθει περί τίνος επρόκειτο. Τελικά ήταν μια γαστρορραγία που την ταλαιπώρησε αρκετά. Ενώ λοιπόν η μητέρα μου αγωνιούσε για την εξέλιξη της υγείας της γιαγιάς, απορούσε με τη σπουδή της Βαρβάρας να είναι σκυμμένη στα χαρτιά της και να γράφει. Κάποια στιγμή δεν άντεξε.
– Μα δεν ενδιαφέρεσαι για τη μητέρα μας τη μάλωσε. Δεν καταλαβαίνω τη στάση σου αυτή.
Και η Βαρβάρα της απάντησε χωρίς να σηκώσει κεφάλι.
– Έχω αναλάβει να ετοιμάσω τα έγγραφα για τον κ. Βενιζέλο που υπεσχέθη να εξασφαλίσει μια πίστωση από το ίδρυμα Κουταβά. Αν αφήσω το καθήκον αυτό και δεν προλάβω τον πρόεδρο που ετοιμάζεται να φύγει για το Παρίσι πως θα μπορέσω να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Να χάσει μια τέτοια ευκαιρία το Λύκειό μας δεν θα το επιτρέψω ποτέ.
Αυτό, προσθέτει στην αφήγησή του ο κ. Καούνης θα μπορούσε να αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα για τους νέους κυρίως που αναλαμβάνουν μια υποχρέωση και μερικές φορές δεν μπορούν να καταλάβουν την έννοια της συνέπειας.
Ένα ακόμα περιστατικό που μας αφηγήθηκε ο επιφανής συμπολίτης μας δείχνει το πάθος της Βαρβάρας για την τελειότητα.
Κάποτε επειδή σαν Γενική Γραμματέας είχε αυξημένες υποχρεώσεις, ορίστηκε και ειδική γραμματεύς. Όταν όμως της πήγε την πρόσκληση για διάλεξη με ένα τεράστιο ορθογραφικό λάθος, η Βαρβάρα χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε να επανατύπωσε προσκλήσεις με δικά της έξοδα προκειμένου να μην εκτεθεί το σωματείο με το λάθος αυτό, να μην μπει και το όνομά της σε κάτι που έδειχνε αρκετά επιπόλαιη αντιμετώπιση. Είχε το πάθος του συγκεντρωτισμού επειδή ήθελε όλα να γίνονται με υποδειγματική τελειότητα.
Κι όταν γίνονταν οι μεγάλοι χοροί δεν δίσταζε, όσο προχωρημένη να ήταν η ώρα, να παίρνει συντροφιά το Λεωνίδα γιατί τα ήθη τότε απαγόρευαν σε μια καθώς πρέπει κυρία να κυκλοφορεί μόνη της και να πηγαίνει στο Λύκειο για να ετοιμάζει το πρακτικό του ταμείου, ώστε να μη χάνεται χρόνος σε βάρος του σωματείου και της εύρυθμης λειτουργίας του.
Όσο για την ανιδιοτέλειά της, αρκεί να σημειώσουμε το παρακάτω:
Σαν Γραμματέας του Λυκείου των Ελληνίδων, είχε πάντα στο γραφείο της πολυτελέστατες κόλες αλληλογραφίας για τις ανάγκες του σωματείου. Αυτά τα χαρτιά ήταν πρόκληση για τα παιδιά της και ιδιαίτερα για το Δημήτρη της τον μετέπειτα Εφέτη. Πώς να πλησιάσει όμως όταν η μητέρα είχε απαγορεύσει «δια ροπάλου» την προσέγγιση.
Μια μέρα δεν άντεξε στον πειρασμό
– Μπορώ μητέρα να έχω ένα από αυτά τα χαρτιά; τη ρώτησε.
– Μα ξέρεις πως δεν μας ανήκουν απάντησε χωρίς να δώσει ευκαιρία στο παιδί να επιμείνει στην παράκλησή του.
Άλλες φορές πάλι όταν γέμιζε το σπίτι παιχνίδια για τις φιλανθρωπικές δράσεις του σωματείου δεν επέτρεπε και πάλι στα παιδιά της να τα περιεργαστούν, αφού δεν ήταν δικά τους κι ανήκαν στο Λύκειο Ελληνίδων. Έτσι έμαθε στα παιδιά της πόσο σεβαστή θα πρέπει να είναι η ξένη ιδιοκτησία. Ακόμα κι αν ήταν ευτελούς αξίας.
Όσο μισούσε το ψέμα πάντως τόσο λάτρευε την ευγένεια. Κι αυτό απαιτούσε από τα παιδιά της.
Η διατύπωση αιτημάτων του Λυκείου στα έγγραφα που ετοίμαζε ήταν υποδειγματικά. Και είχαν πάντα αποτέλεσμα. Η Βαρβάρα ευτύχησε να ζήσει τη δικαίωση του Λυκείου σε πολλά θέματα όπως κι αυτό με την αίθουσά του. Είχε βάλει κι εκεί το λιθαράκι της με την τόσο εύστοχη πέννα της.
Στη δίνη του πολέμου
Η κήρυξη του πολέμου τη βρήκε αρχόντισσα αληθινή να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων με έγνοια για τους ανθρώπους του τόπου της που δοκιμάζονταν.
Αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια κάθε περιπέτεια ακόμα και τους βανδαλισμούς που δέχτηκε το σπίτι της από τους κατακτητές. Δεν δίστασε να αναλάβει μόνη το νοικοκυριό και να στηρίζει το σύζυγό της τις αποφράδες εκείνες μέρες της κατοχής.
Ήταν μεταξύ των κυριών που επιστράτευσε η νομαρχία για να στηρίξουν τις άπορες οικογένειες στρατιωτών.
Η λευτεριά τη βρήκε και πάλι στις επάλξεις να προσπαθεί όπως μπορούσε να βοηθήσει την πόλη που μετρούσε τις πληγές της. Εκτιμούσε βαθειά τους ανθρώπους που είχαν προσφέρει στο Ρέθυμνο. Γι’ αυτό και με επιτυχία αναλαμβάνει η ίδια τα φιλολογικά τους μνημόσυνα. Οι ομιλίες της αυτές άφησαν εποχή.
Το Λύκειο Ελληνίδων ήταν πάντα στις προτεραιότητές της. Και δεν πήρε μεγαλύτερη χαρά από την αναγνώριση που είχε το 1967 όταν το σωματείο μας αυτό γιόρταζε τα πενηντάχρονά του.
Κοντά στο τέλος
Κάποτε όμως το πανώριο κορμί της λύγισε. Η αρρώστια άρχισε να την καταβάλει. Οι μέρες της έγιναν μαρτυρικές. Μα έπνιγε τον πόνο της, όσο μπορούσε για να υποδεχτεί με αξιοπρέπεια το τέλος της. Έφυγε τον Ιούνιο του 1973 έχοντας αφήσει ένα έργο μοναδικό στα χρονικά του τόπου.
Όσο για τη ζωή της, αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση για κάθε γυναίκα που θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά χωρίς αυτό να είναι σε βάρος της οικογενείας της.
Πηγές:
Εύας Λαδιά: Βαρβάρα Μαμαλάκη (Κρητική Επιθεώρηση -Ιούλιος 1978)
Συνεντεύξεις που μου παραχώρησαν ο γιος της Μαρίνος Μαμαλάκης και ο ανιψιός της Λεωνίδας Καούνης