Από τον ΘΗΣΕΑ ΤΣΙΑΤΣΙΚΑ
Την ποίηση του Βασίλη Παπαδάκη πρωτογνώρισα πριν από 3-4 χρόνια, όταν ο κοινός μας φίλος Νίκος Σταγάκης μου έστειλε ένα ποίημα με τον τίτλο «Για πάντα» ζητώντας μου να του πω τη γνώμη μου. Έγραψα τότε κάποια σύντομα «ερμηνευτικά σχόλια», τα οποία και παραθέτω, όχι μόνο γιατί αποτυπώνουν την απόλυτα θετική εντύπωση που σχημάτισα για το ποίημα, αλλά και γιατί ισχύουν -mutatis mutandis- για το σύνολο της ποίησής του, όπως μου δόθηκε η δυνατότητα να διαπιστώσω μελετώντας τα ποιήματα της συλλογής Αόρατη Όραση:
«Ποίημα υπαρξιακό στη βαθύτερη υπόστασή του με βασικό θεματικό μοτίβο το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης που αντιτίθεται ειρωνικά στις μεγαλόστομες διατυπώσεις των ανθρώπων για παντοτινή διάρκεια. Ωστόσο είναι διάχυτη η κατανόηση του αφηγητή -ποιητή- και η τρυφερότητα στην ανθρώπινη ενδόμυχη παρόρμηση για την αιωνιότητα, ιδίως όταν έχει τη μορφή της αφοσίωσης σε πρόσωπα αγαπημένα.
Άλλα θεματικά μοτίβα που εμπλέκονται με το βασικό είναι εκείνα της απώλειας, της προσωρινής «κτήσης», της διαδοχής των γενεών και των αναπόφευκτων μεταβολών των βιοτικών δραστηριοτήτων τους, της μεταμέλειας για άστοχες ενέργειες αλλά και για παραλείψεις.
Πρέπει να επισημανθεί ότι το ποίημα σε καμιά περίπτωση δεν παίρνει τη μορφή «από καθέδρας διδασκαλίας», ενώ διατηρεί την υποκειμενική αφετηρία και τα προσωπικά βιώματα του ποιητή και διαποτίζεται από μια νοσταλγική ατμόσφαιρα, που η αρχή της βρίσκεται στην ανάμνηση της «εποχής της αθωότητας», η οποία έχει οριστικά παρέλθει.
Ενώ στο επίπεδο του χρόνου διαλέγονται αντιστικτικά το παρόν και το παρελθόν, σε επίπεδο χώρου το «έξω» με τη μορφή του ειδυλλιακού κήπου με τα γιασεμιά τονίζει ακόμα περισσότερο την αυχμηρότητα του υπαρξιακού «έσω».
Το όλο ποίημα έχει τη μορφή μονολόγου ή καλύτερα διαλόγου του αφηγητή – ποιητή με ένα «εσύ» που παραμένει σιωπηλό όσο και απροσδιόριστο: μπορεί να ανήκει στον ίδιο τον ποιητή («εις εαυτόν») ή ακόμα και το συλλογικό «εσύ» των συγχρόνων του.
Χαρακτηριστικά εκφραστικά μέσα: ελλειπτικός και υπαινικτικός λόγος, μεταφορική και συνεκδοχική χρήση της γλώσσας, μετρημένη χρήση της εικόνας και αρμονική μείξη στοχαστικού, συγκινησιακού στοιχείου και υπαρξιακής αγωνίας».
Η ποιητική συλλογή Αόρατη Όραση αποτελείται από σαράντα τρία ποιήματα, ολιγόστιχα τα περισσότερα, αφού η έκτασή τους δεν ξεπερνά τη μια σελίδα. Κι όμως στις πενήντα πέντε όλες κι όλες σελίδες του βιβλίου συγκροτείται ένα ποιητικό σώμα πλούσιο σε στοχασμό, με ειλικρινή υπαρξιακή αγωνία και σοβαρή θεώρηση της ανθρώπινης ζωής και των αξιών της. Κι όλα αυτά με μια άρτια ποιητική μετουσίωση με έντονο το υποκειμενικό στοιχείο αλλά και αποτελεσματική τάση αναγωγής από το ατομικό στο γενικό. Μια ποίηση με βάθος και δύναμη που όμως δεν κραυγάζει, μα παραμένει χαμηλόφωνη, δεν επαναπαύεται σε έτοιμες και βολικές «αλήθειες», αλλά στέκεται με θαυμασμό και απορία μπροστά σε όσα υπερβαίνουν την ανθρώπινη νόηση δίνοντας χώρο στην «αόρατη όραση» κι αφήνοντας κάποια παράθυρα ανοιχτά στη μεταφυσική θεώρηση.
Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να προσδιορίσω τη θεματική της ποιητικής συλλογής αλλά και τα βασικά στοιχεία της ποιητικής του Β. Παπαδάκη με περισσότερο συγκεκριμένο τρόπο χρησιμοποιώντας και σύντομα παραθέματα στίχων. Φυσικά έχω πλήρη συναίσθηση ότι αυτός ο τρόπος θεώρησης απέχει πολύ από μια συστηματική μελέτη και ότι οι όποιες απόψεις δεν μπορεί παρά να είναι αποσπασματικές.
Βασικός θεματικός άξονας είναι ο χρόνος, όχι τόσο στην οντολογική του διάσταση, όσο, κυρίως, ως βασική συνισταμένη της ύπαρξης και αποφασιστικός παράγοντας της ανθρώπινης μοίρας. Δύσκολα θα βρούμε κάποιο ποίημα, στο οποίο να μην υπάρχει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο χρόνος και οι συνέπειες από τη διαρκή ροή του.
Στο δεύτερο κιόλας ποίημα της συλλογής εμφανίζεται η έννοια του χρόνου ως Κρόνου που τρώει τα παιδιά του, παραπέμποντας στην αρχαιοελληνική μυθολογία:
Καιρός να δραπετεύσω/ στο εξωκόσμιο / ν’ αφήσω πίσω/ τα γαιώδη μου υπολείμματα/
στο Κρόνιο χώμα/ που με μεγάλωσε υστερόβουλα/ ζεστό και ζωηφόρο («Προσκύνημα»).
Η βαθύτατα υπαρξιακή βίωση του χρόνου ως άτεγκτου καταστροφέα της σωματικής αρτιότητας και ομορφιάς μετουσιώνεται ποιητικά με θαυμάσιο τρόπο στο πολυπρισματικό ποίημα «Ρέθυμνο των αποδήμων»:
Σεβάσμιες κυρίες με κοιτούν/ μέσα από πόρτες κουφωτές…/ Οι ίδιες είναι… δε σταματά /
στα μάγουλα των κοριτσιών/ ο χρόνος, /εκείνων που γυρόφερναν/ την πόλη / με το στεφάνι του Μάη / στα μαλλιά τους. / « ρώτα τα τείχη της Φορτέτζας», μου λένε…/ «εκεί μόνο πετρώνει ο χρόνος».
Αλλού πάλι ο χρόνος βιώνεται με τρόπο τραγικό ως αιώνιος σαρκαστής της ανθρώπινης ματαιοδοξίας:
Ήρωες έψαχναν/ ανάμεσά τους./ Κι όταν τους έλειπαν/ βάφτιζαν έτσι /
κάτι ασήμαντα ανθρωπάρια. / Έβλεπε ο χρόνος και γελούσε,/ κλείνοντας βιβλία σακατεμένων της Ιστορίας./ Άλλους έστηνε η ίδια στους δρόμους/ ν’ ατενίζουν απλανώς,/
ως αγάλματα / απορημένα διαρκώς/ απ’ τα πολλά δοξαστικά/ και τα στεφάνια/ σε σχήμα μηδενός. («Μνημεία Ταπείνωσης»).
Σε άμεση συνάρτηση με τη ροή του χρόνου βρίσκεται μια σειρά από θεματικά μοτίβα, όπως της απώλειας στις διάφορες εκδοχές της, της ερήμωσης και της εγκατάλειψης, βιωμένης ως έκπτωσης μιας ζωής συνδεδεμένης με την αθωότητα της πρώτης νιότης ή ως διάψευση των νεανικών μας ονείρων, του υπαρξιακού κενού και της απουσίας:
Φευγάτοι οι χρόνοι,/ κατάξερος ο Μάης /κρεμασμένος στο κενό/ κάθε απουσίας/
ν’ ανιστοράται / με την ασάλευτή του μνήμη / τα χέρια που τον έπλεξαν στεφάνι /
τότε που ήταν κι αυτά/ στην άνθισή τους. («Πρωτομαγιά»).
Μια ομάδα εννοιών – αξιών, όπως Αλήθεια, Δικαιοσύνη, κοινωνική και ατομική Ευθύνη -και τα αντίθετά τους-, συγκροτούν ένα δεύτερο θεματικό άξονα που θα μπορούσαμε συμπεριληπτικά να ονομάσουμε Εφαρμοσμένη Ηθική.
Η ανεύθυνη στάση απέναντι στη φύση και η αλόγιστη καταστροφή των δασών μας αναπτύσσεται ποιητικά και με διάθεση αυστηρής κριτικής σε δύο θαυμάσια ποιήματα, το ευαίσθητο «Δάσος Ραφήνας» και το βραβευμένο «Βροχή σε καμένη γη», από το οποίο και οι παρακάτω στίχοι:
Αιώνια άσπιλη βροχή […] Δε φταις εσύ/ για τα εμφράγματα των υπονόμων/ τα σοκάκια
που γίνονται / ποτάμια ορμητικά / εσύ έρχεσαι / με τι καλύτερες προθέσεις / με το
δικό σου ζωηφόρο σχήμα. / Γι’ αυτό, άκου να ξέρεις / εμείς δουλεύουμε / τα καλοκαίρια
εντατικά,/ παίζουμε με τη φωτιά, / αλλάζουμε τα χρώματα του δάσους / σε γκρίζο και μαύρο…
Η φαλκίδευση της αλήθειας σε όλα τα επίπεδα της οργανωμένης κοινωνίας – καθημερινή ζωή, άσκηση της πολιτικής, απονομή της δικαιοσύνης – μετουσιώνεται ποιητικά με τρόπο συγκλονιστικό στο ποίημα «Η Αλήθεια»:
Έχασε το δικό της στόμα, / το δικό της φως, πελάγωσε κι ο τελευταίος της έμπιστος… /
Λιπόθυμη στους δρόμους, / σε δικαστήρια και κοινοβούλια…. [….] Κι είπαν του κόσμου
οι σοφοί:/ «Το ψέμα ψεύτισε πολύ, / ας το ασημώσουμε / με τη δική σου λάμψη…» /
Κι έγινε πάλι νόμισμα σκληρό, / ψέμα, ψέμα / μόνη αλήθεια…
Η άγρυπνη συνείδηση στην ποίηση του Βασίλη Παπαδάκη, ενός ανθρώπου που ανάλωσε τη ζωή του στην υπηρεσία της Δικαιοσύνης ως Εισαγγελικός Λειτουργός, δεν συμβιβάζεται εύκολα με τη σχετικότητα που χαρακτηρίζει την απονομή της και δεν βολεύεται σε προκατασκευασμένους ρόλους και κατεστημένες βεβαιότητες κι ούτε δυσκολεύεται να βρεθεί στην «αντίπερα όχθη» βιώνοντας τον πόνο του καταδικασμένου και σαρκάζοντας την ανέμελη αυτοϊκανοποίηση κάποιων εκπροσώπων εξουσίας για τον κοινωνικό τους ρόλο. Αντιγράφω το γραμμένο «με τον τρόπο» του Καρυωτάκη ποίημα με τον τίτλο «Φυλακές»:
«Στους τοίχους υγρασία / άβολη στρωμνή / γεμάτη αγρύπνιες/ κι αγωνία, / πόνοι που
χαράχτηκαν / παντού με κιμωλία. / Η φυλακή απαιτεί / σιδερένια πειθαρχία. / Κι ο δικαστής
τις Κυριακές / κάνει τη βόλτα του / στην παραλία, / ευθυτενής, φορώντας / την καλή του
ενδυμασία. / Ασφαλισμένη /προφανώς / η κοινωνία…
Σεβόμενος τον χώρο της φιλόξενης εφημερίδας και την αντοχή του αναγνώστη δεν θα αναφερθώ σε μια σειρά από θεματικά μοτίβα, όπως της αγάπης στην πιο ουσιαστική της έννοια, της νοσταλγίας, της μνήμης και της λήθης. Ίσως μου δοθεί η ευκαιρία στο μέλλον να μιλήσω διεξοδικότερα και συστηματικότερα.
Από τα αποσπασματικά παραθέματα ο αναγνώστης θα πήρε μια πρώτη γεύση τόσο της θεματικής όσο και της ποιητικής του συγγραφέα. Συμπληρώνοντας όσα ανέφερα στην αρχή για την ποιητική τέχνη του, θα αρκεστώ σε μερικές ακόμα σύντομες επισημάνσεις:
Στα εκφραστικά μέσα να προστεθεί η επιτυχής χρήση της παρήχησης, την οποία συναντούμε και στον τίτλο της ποιητικής συλλογής. Κάποιοι τολμηροί συνδυασμοί λέξεων, οι ευρηματικές εικόνες, ο ελεύθερος στίχος και η διακειμενικότητα δείχνουν μια ποίηση, η οποία έχει αφομοιώσει αποτελεσματικά τα καλύτερα στοιχεία της νεωτερικής γραφής. Παράλληλα όμως είναι εμφανής και η επιτυχής ενσωμάτωση στοιχείων της ευρύτερης ποιητικής παράδοσης που προσδίδουν στην ποίηση εσωτερικό ρυθμό και μουσικότητα. Σ’ αυτό το τελευταίο φαίνεται ότι συμβάλλει αποφασιστικά και η υπόγεια αλλά συχνή παρουσία του ιαμβικού μέτρου, που ενίοτε προβάλλει με τη μορφή του παραδοσιακού ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου:
Μέσα από χτύπους ρολογιού / και σήμαντρα καμπάνας / που αποθεώνουν στις χαρές / και
συμπονούν στις θλίψεις [«Ρέθυμνο των αποδήμων»].
Ο μελαγχολικός τόνος που διαχέεται σ’ ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό σώμα της συλλογής πρέπει να αποδοθεί, κατά κύριο λόγο, στο χρονικό σημείο θεώρησης της ζωής, η οποία έχει προ πολλού απομακρυνθεί από το μεσουράνημα και πλησιάζει προς τη δύση της, σε συνάφεια και με τον έντονο υποκειμενισμό, καθώς φαίνεται και στο εξομολογητικό ποίημα «Η Μεταμφίεση». Από αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή του ποιητή να ανοίξει τη συλλογή με το ποίημα «Ο Μύθος» και να την κλείσει με «Το Ταξίδι», που ακούγεται σαν τελική ανασκόπηση της ζωής και βίωση του τέλους που πλησιάζει. Αντιγράφω τους τελευταίους στίχους:
.../στο τρίτο σφύριγμα / θα μπούμε στο σταθμό,/ στην Έξοδο,/ η παλιά βαλίτσα/
για τον έλεγχο, / κι ο Ελεγκτής αμίλητος / στου Ταξιδιού το τέρμα…
Κλείνω τη σύντομη τούτη βιβλιοπαρουσίαση με τη βεβαιότητα ότι η ποίηση του Βασίλη Παπαδάκη τιμά την μακρόχρονη ποιητική παράδοση του Ρεθύμνου και εμπλουτίζει τα Κρητικά και ευρύτερα, τα Ελληνικά Γράμματα. Γιατί είναι μια ποίηση με βάθος και εξαιρετική ποιότητα στοχασμού μετουσιωμένου ποιητικά με ευαισθησία και εκπληκτική διαύγεια. Μια ποίηση προορισμένη για πολλαπλές αναγνώσεις και προσιτή στον κάθε ευαίσθητο αναγνώστη.