Του ΘΗΣΕΑ ΤΣΙΑΤΣΙΚΑ
Για την ποίηση του Βασίλη Παπαδάκη είχα δημοσιεύσει στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» ένα κείμενο βιβλιοπαρουσίασης της ποιητικής του συλλογής «Αόρατη Όραση» πριν από πέντε ακριβώς χρόνια. Μερικούς μήνες αργότερα είχα τη χαρά να μιλήσω κάπως αναλυτικότερα για τη θεματική και την ποιητική της συλλογής σε μια άρτια οργανωμένη εκδήλωση που πραγματοποίησε το «Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνου».
Επιχειρώντας σήμερα να παρουσιάσω τη νέα του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Εν ολίγοις» σκέφτομαι πως είναι αδύνατο να αποφύγω κάποιες επαναλήψεις και επικαλύψεις που αφορούν τόσο στον κεντρικό πυρήνα των προβλημάτων που απασχολούν τον ποιητή όσο και στον τρόπο ποιητικής μετουσίωσης των στοχασμών και των συναισθημάτων του. Με αφετηρία την αρχική διαπίστωση ότι στο σύνολό της η συγγραφική δημιουργία του -ποιητική και δοκιμιακή- είναι ανθρωποκεντρική και βαθύτατα υπαρξιακή, θα προσθέσω ότι είναι συγχρόνως υποκειμενική και αυτοαναφορική, με την έννοια ότι ταυτίζονται απόλυτα ο ποιητής και ο άνθρωπος Β. Παπαδάκης. Ο ίδιος άλλωστε γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του:
Θεωρώ ότι «εν ολίγοις», περιέλαβα στα 67 ποιήματα της συλλογής συμπυκνωμένη την εμπειρία μιας ζωής, της δικής μου, που δεν διαφέρει από τη ζωή πολλών.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για την κοινή εμπειρία των όσων συμβαίνουν στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή που στηρίζεται στις αισθήσεις και συνθέτει τελικά την προσωπικότητα του καθενός μας. Γιατί ο ποιητής του «Εν ολίγοις» μπορεί να ξεκινά από την «κατ’ αίσθησιν» εμπειρία, όμως σπάνια και συνήθως υπαινικτικά αναφέρεται στα καθέκαστα της προσωπικής του ζωής. Αντίθετα, ανοίγει διάπλατα μπροστά μας, σχεδόν εξομολογητικά, την «εσωτερική πορεία» μέσα στον εαυτό του με τον αγώνα και την αγωνία του να βρει απαντήσεις στα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο, το σκοπό της ύπαρξης και τις ηθικές αξίες που τη νοηματοδοτούν. Καθώς δε ούτε οι αισθήσεις ούτε η ανθρώπινη λογική σκέψη μπορούν να δώσουν απαντήσεις πειστικές σ’ αυτά τα ερωτήματα, προσφεύγει στην «αόρατη όραση», που είναι και ο τίτλος της προηγούμενης ποιητικής του συλλογής. Και με άλλη ποιητική διατύπωση: «του κόσμου τα ηχεία βουβά// κι ό,τι ρωτάς μετέωρο…//Ίσως γιατί// άλλοι βλέπουν με τα μάτια τους// κι άλλοι // με την ψυχή τους (Ενόραση).
Παρατηρώ μάλιστα ότι αυτό συμβαίνει πολύ περισσότερο στα ποιήματα της παρούσας συλλογής, όπου κυριαρχούν οι θεματικές ενότητες που εντάσσονται στη Μεταφυσική: Ψυχή και σώμα, Θάνατος και Αθανασία, Μεταβολή και «Αναλλοίωτο» Φθορά και Αιωνιότητα.
Η σκοπιά θεώρησης αυτών των θεμάτων είναι αναμφισβήτητα και ομολογημένα θρησκευτική. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι η συλλογή ανοίγει με το ποίημα «Κόκκος σινάπεως», όπου με τρόπο ποιητικό τίθεται το θέμα της πίστης και από το οποίο παραθέτω μερικούς στίχους:
«Το ελάχιστο της πίστης φύλαξα // σ’ ένα μικρό κουτάκι ευλάβειας. […]
Μα εγώ, άλλα βουνά// μπροστά μου βλέπω// βουνά που σου πλακώνουν την ψυχή//
καρφιά που σου τρυπούν το σώμα// και λαχταρώ μικρές χαρές// χαρές που τα βουνά της λύπης σβήνουν…».
Στο ποίημα «Αντιθέσεις», μιλώντας για την πίστη και την ελπίδα σε σχέση με τη λογική, αποφαίνεται πως «Η ελπίδα περιμένει το θαύμα/ /η πίστη //ζει κάθε μέρα το θαύμα// η ελπίδα θολώνει τη δυναστεία του νου// η πίστη δυσπιστεί// σ’ όσα λέει ο νους.
[….] ξεπερνά κάθε όριο//νικώντας το θάνατο».
Από την ίδια σκοπιά αντιμετωπίζονται και τα θέματα Ψυχή και Σώμα, Αθανασία και Θάνατος. Βασική θέση είναι το δισυπόστατο του ανθρώπου: Αθάνατη και πέρα και έξω από το χρόνο η Ψυχή – Υποκείμενο στη φθορά του χρόνου και θνητό το σώμα. Ωστόσο στην ποιητική μετουσίωση αυτής της βασικής θέσης δεν λείπει τόσο η εκφραστική ποικιλία όσο και ελαφρές μετατοπίσεις της σκοπιάς θεώρησης και διαφοροποιήσεις ως προς το βαθμό βεβαιότητας και τη συμπλοκή της με την έννοια του χρόνου. Έτσι, ενώ στο ομώνυμο ποίημα, όπου ο χρόνος «είναι θάνατος» και «δεν ακουμπά // καθόλου την ψυχή// μονάχα το γερασμένο// το κορμί μας κουρελιάζει», και «η ζωή // αν δεν τελειώσει // δεν αρχίζει…// κι όλο σου δείχνει την αθάνατη ψυχή…» ( Ο χρόνος), η βεβαιότητα της αθανασίας είναι απόλυτη, αφού ο θάνατος στην πραγματικότητα δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή της πραγματικής ζωής, σε άλλο ποίημα ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να στηρίξει με λογικά επιχειρήματα και με ευθεία δέηση προς τον Κύριο την αθανασία της ψυχής:
«Κύριε // μια ψυχή μου χάρισες// όσο αναπνέω φως// […] Αν τη ζητήσεις πίσω// πώς να μείνω άψυχος // στους άχρονους αιώνες//… (Αθάνατη ψυχή). Αλλού πάλι, καθώς αναπτύσσει τη συνύπαρξη των αντιθέτων, που αποτελεί ένα από τα βασικά θεματικά μοτίβα της ποίησής του, η ισχύς αυτής της θέσης παρουσιάζεται όχι πια σαν βεβαιότητα αλλά ως πιθανή δυνατότητα: «κι ο θάνατος μπορεί κι αυτός// ζωή να κρύβει (Το γράμμα).
Μια ενδιαφέρουσα θεματική ενότητα αποτελούν τα ποιήματα που αναφέρονται στην αυτογνωσία, στη δυνατότητα δηλαδή να γνωρίσουμε κατά βάθος τον εαυτό μας. Ιδιαίτερα απασχολεί τον ποιητή η ίδια μας η ταυτότητα στη ροή του χρόνου, καθώς μεταβάλλονται οι ρόλοι τους οποίους υπηρετούμε κάθε φορά, και οι εμπειρίες μας αλλά και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και αξιολογούμε τα πράγματα. Εδώ εντάσσεται και το θεματικό μοτίβο της ταυτοπροσωπίας, το κατά πόσο δηλαδή παραμένουμε οι ίδιοι στις διάφορες περιόδους της ζωής μας, όχι μόνο εξωτερικά, όπου οι μεταβολές είναι ευδιάκριτες, αλλά και στην βαθύτερη εσωτερική μας υπόσταση: «Ο αστυνόμος//με βούλα επίσημη, //βεβαιώνει// έναντι πάντων //ότι είσαι //ο εικονιζόμενος//στην παλιά φωτογραφία.// Μα εσύ απ’ ότι ξέρω//χρόνια ψάχνεις// άκαρπα//να βρεις ποιος είσαι//…» (Ο αστυνόμος). Συναφές είναι και το θέμα της πλαστοπροσωπίας, στην οποία καταλήγει κανείς όταν, για λόγους επιβίωσης ή κοινωνικής ανόδου, υιοθετεί συμπεριφορές ξένες προς την εσώτερη ιδιοσυστασία του σε βαθμό που τελικά να μην αναγνωρίζει τον πραγματικό εαυτό του:
«Από μικρό έτσι τον έμαθαν,// ν’ αλλάζει προσωπεία,//κι έτσι επιβίωσε// στον κόσμο αυτό// που βασιλεύει ο σπαραγμός.//Στο τέλος πια// δεν ήξερε ποιος είναι,//και ποιο το πρόσωπό του,//δεν έζησε ποτέ// αυτός που ήταν, // …» (Ερήμην)
Βαθύτατη υπαρξιακή βίωση και διαρκές αιτούμενο στην ποίηση -και στη ζωή- του Β. Παπαδάκη είναι η υπερνίκηση της μοναξιάς μέσα από την ουσιαστική κατανόηση των «άλλων», τη φιλία και την ανυστερόβουλη συνύπαρξη. Και είναι πραγματικά τραγικό το συμπέρασμά του πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο:
«Ούτε κι εγώ δεν τους κατάλαβα// πώς να με καταλάβαιναν κι εκείνοι//με την απέραντη// την κίβδηλή τους σκέψη…[…] Του τρένου οι ράγες//συγχώρεση- αγάπη//στον τελευταίο σταθμό// θα σμίξουν // εκεί που το ταξίδι πια// τελειώνει,// για να μπορείς να λες και εσύ// πως συν-υπήρξα…» (Οι άλλοι)
Μια σειρά από ποιήματα, με έντονη αυτοαναφορικότητα, αντλούν τα θέματά τους από το χώρο των ηθικών αξιών, ενώ σε άλλα είναι έντονο το αίσθημα της απογοήτευσης για την απόσταση που χωρίζει τα όνειρα και φιλοδοξίες του ανθρώπου από τις πραγματώσεις της ζωής του, ιδιαίτερα στο επίπεδο των απαντήσεων στα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα: «Ούτε ένα απ’ τα μυστήρια // που σου’ χε τάξει η ζωή// δεν έλυσες. […]. Με τις δικές σου μόνο αλήθειες, // δεν ξεκλειδώσαν // οι σιωπές…// κι όλες κλειστές// εμείναν…» (Μυστήρια).
Οι σύντομες επισημάνσεις και τα λίγα αποσπάσματα που αναφέρθηκαν δεν εξαντλούν το υπαρξιακό πρόβλημα της ζωής και του θανάτου που μαζί με την υποκειμενική και αντικειμενική έννοια του χρόνου συγκροτούν το βασικό θεματικό άξονα των ποιημάτων της συλλογής. Ούτε βέβαια καλύπτουν ολόκληρη τη θεματική του. Κατά συνέπεια, μόνο σαν ενδεικτικά παραδείγματα μπορούμε να τα εκλάβουμε, αφού ένα βασικό γνώρισμα της ποίησής του είναι το ότι μεγάλος αριθμός ποιημάτων του δεν είναι παρά «παραλλαγές στο ίδιο θέμα», για να χρησιμοποιήσουμε μουσική ορολογία. Το αποτέλεσμα ωστόσο είναι εξαιρετικό χάρις στην ποιητική φαντασία, την ευρηματικότητα και την ικανότητά του να ανάγεται από το ατομικό βίωμα στη γενική θεώρηση του κόσμου και στην υπέρβαση της εμπειρίας των αισθητών. Θαυμάσιο δείγμα ικανό να επιβεβαιώσει την παραπάνω επισήμανση αποτελεί το παρακάτω ποίημα, με το οποίο κλείνω και τη σύντομη παρουσίαση της ποιητικής συλλογής.
Κλινική Ν. Λυράκη
Αέρια στήλη υψώνεται ως τα ουράνια,
εκεί που μελωδούσαν βρεφικές φωνές
μόλις αντίκρυζαν το φως.
Εκεί πρωτόδε τη ζωή η μισή πόλη,
δωμάτια γιορτινά,
με γελαστούς διαδρόμους,
χαρούμενες φωνές, δάκρυα χαράς,
ξεχύνονταν στην πόλη
και φούσκωνε η ζωή ποτάμι.
Σ’ ένα χαρτί ζωγράφισα μια ανάμνηση,
το κτίσμα το άψυχο που απόχτησε ψυχή,
και ζέστανε την πρώτη αναπνοή μας.
Κι όταν κι αυτή θα φύγει,
θα πάρω το διάδρομο
χωρίς επιστροφή, αυτόν που ανοίγει
η αέρια στήλη, να υψωθώ μαζί της
ως τα ουράνια.
Τώρα, στο δάπεδο του πρώτου λίκνου μου
φυτρώνουν αγριολούλουδα, γυμνό το οικόπεδο,
«ιδιοκτησία τραπέζης» γράφει,
αυγή και δύση της ζωής ποιος υπογράφει;